Τις συζητήσεις περί τη Δημόσια Διοίκηση συχνά μονοπωλούν τεχνικότητες. Απαιτείται, ωστόσο, κατά περιόδους, οι εμπειρογνώμονες να παίρνουν κάποιες αποστάσεις από τις λεπτομέρειες και να εστιάζονται στη μεγάλη εικόνα.
Θεόδωρος Ν. Τσέκος
Αν οι τεχνικές διευθετήσεις και μέθοδοι των διοικητικών μοντέλων αποσκοπούν στο βέλτιστο αποτέλεσμα δημόσιας πολιτικής, το κρίσιμο ερώτημα είναι το πώς ορίζονται οι πολιτικές στοχεύσεις, το πώς καθορίζονται οι συλλογικές επιδιώξεις έναντι των οποίων θα κριθεί το όποιο αποτέλεσμα. Απέναντι σε ποια «πραγματικότητα» και με ποια κριτήρια θα σταθμιστούν η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα και η οικονομικότητα των τεχνικών λύσεων.
Ο Δημήτρης Αργυριάδης, ένας από τους πρώτους Ελληνες διοικητικούς επιστήμονες, με σημαντική διεθνή παρουσία από τη δεκαετία του εξήντα, σε πρόσφατη διάλεξή του στην Αθήνα αναφέρθηκε σε δύο βασικά μοντέλα πολιτικής αφήγησης της πραγματικότητας. Το ένα πατερναλιστικό, όπου η «αλήθεια» καθορίζεται και επιβάλλεται μονομερώς από την εκάστοτε εξουσία. Στις περιπτώσεις αυτές οι ασκούμενες πολιτικές καθίστανται μονοδιάστατες, ενώ κυριαρχεί το μοντέλο διακυβέρνησης ΤΙΝΑ: «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» (There Is No Alternative), το οποίο διακήρυσσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Το διοικητικό αντίστοιχο αυτού του μοντέλου είναι το Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ, το οποίο κυριάρχησε από το 1980 έως τα μέσα του 2000 με βάση μια ανάλογη αρχή: «Ιδια Λύση για Ολα τα Προβλήματα» (One size fits all), αγνοώντας τις διαφορές συνθηκών αλλά και αξιών.
Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης μπορεί να τοποθετηθούν οι σημερινές παράλληλες αφηγήσεις της «πολλαπλής πραγματικότητας». Οι διαφορετικές «ταυτοτικές»/αξιακές οπτικές υπαγορεύουν και διαφορετικές περιγραφές του τι πραγματικά συμβαίνει γύρω μας. Η πανδημία, η αμφισβήτηση του αποτελέσματος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, η cancel culture, η πρόσληψη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και το ζήτημα των παρακολουθήσεων στα καθ’ ημάς, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πολλαπλότητας. Τίθεται λοιπόν στο επίκεντρο ο (κατά Βέμπερ) «ορθολογισμός ως προς τις αξίες», αλλά σε μετεξέλιξη. Δεν είναι πλέον μόνο η ύπαρξη διακριτών, αντιθετικών συστημάτων αξιών που σαν φίλτρα φωτίζουν και ερμηνεύουν διαφορετικά την πραγματικότητα. Είναι το ότι τα αντίπαλα αυτά συστήματα περιγράφουν το καθένα μια τελείως δική του πραγματικότητα.
Μέσα όμως σε μια πανσπερμία «πραγματικοτήτων» χάνεται η Πραγματικότητα και η έννοια της αληθούς κατάστασης των πραγμάτων σχετικοποιείται. Η αλήθεια «μας» είναι αυτή που εξυπηρετεί την αφήγησή «μας» (και βεβαίως τα ιδιαίτερα συμφέροντά μας). Βρισκόμαστε σε συνθήκες «μετα-αλήθειας» (post-truth) οι οποίες εγκαθιδρύουν την απόλυτη υποκειμενικότητα καταργώντας κάθε έννοια συναντίληψης, συλλογικότητας και κοινής επιδίωξης. Μια τέτοια προσέγγιση συναντά κατ’ αντίστροφη φορά την αντίληψη Θάτσερ περί ανυπαρξίας της κοινωνίας και ύπαρξης αποκλειστικά και μόνο ατομικοτήτων («…Τhere’s no such thing as society. There are individual men and women…»). Οδηγούμαστε με τον τρόπο αυτό στην κυριαρχία της ατομικής ευθύνης που εξαφανίζει την κοινότητα, την κοινή προσπάθεια και το δημόσιο συμφέρον.
Ωστόσο είναι ακριβώς η συνύπαρξη διαφορετικών ανθρώπινων τύπων, διακριτών ομάδων συμφερόντων και ιδιαίτερων τρόπων ζωής που καθιστά την κοινότητα, τη συνεργασία και τη συλλογικότητα αναγκαίες. Αλλιώς, η κοινωνία κινδυνεύει να διαρραγεί στα εξ ων συνετέθη καταστρέφοντας ταυτόχρονα τα συστατικά της στοιχεία, τα οποία αδυνατούν να υπάρξουν εκτός αυτής.
Με ποιον τρόπο, όμως, μπορεί να αποκατασταθούν η ενότητα, η συλλογικότητα, ένας ελάχιστος, έστω, κοινός παρονομαστής που θα συνέθετε και θα εξισορροπούσε τις όποιες (υπαρκτές) κοινωνικές ιδιαιτερότητες και διαφορετικότητες; Ο Αργυριάδης προτείνει ένα δοκιμασμένο εργαλείο: την επιστροφή στις αξίες του Διαφωτισμού. Μια επιστροφή με τρία σκέλη.
Πρώτον, την αδιαπραγμάτευτη επιμονή στην επιστημονική ανάλυση και τη λήψη πολιτικο-διοικητικών αποφάσεων που τροφοδοτούνται από τεκμηρίωση (evidence based ή, στην πιο πρόσφατη εκδοχή, evidence informed decision making).
Δεύτερον, τη μελέτη της Ιστορίας ως επιτελεσθείσας πράξης, ως διαδοχής δηλαδή και ως συνόλου αποτελεσμάτων που επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν αφηγήσεις και ισχυρισμούς ιδεολογικού και αξιακού χαρακτήρα.
Τρίτον, τον ανθρωπισμό, υπό την ερμηνεία όμως του πρωταγόρειου «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», ως μέτρο της ορθότητας ενός ισχυρισμού, τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί η πράξη που καθοδηγείται από αυτόν να έχει στο σύνολο των ανθρώπων και στον καθένα εξ αυτών διακριτά. Μια τέτοια ερμηνεία προσδίδει στην ανάλυση κόστους – ωφέλειας πραγματικά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.
Θα συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι μια σύγχρονη εκδοχή του Διαφωτισμού ως προϋπόθεση καλής διακυβέρνησης στην εποχή της μετα-αλήθειας και της «πολλαπλής πραγματικότητας» απαιτεί έναν διαφορετικό ορθολογισμό. Οχι τον ορθολογισμό των απόλυτων αληθειών και της αριστοποίησης των αποφάσεων, αλλά έναν ελάχιστο κοινό ορθολογισμό της συναίνεσης, της αποδοχής των άλλων και της συμπερίληψής τους σε ευρύτερα αποδεκτά αφηγήματα σύνθεσης και ηπιότητας.
* καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, διευθυντής Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών ΕΚΚΕ