Το τέλος του 2022 βρίσκει τη χώρα σε συνθήκες μεγάλης οξύτητας και πόλωσης. Και παρότι η ένταση δεν έλειψε, το αντίθετο μάλιστα, από την πολιτική ζωή την προηγούμενη δεκαετία της χρεοκοπίας και των μνημονίων, η σημερινή κατάσταση μοιάζει με ένα επικίνδυνο πισωγύρισμα.
Παναγιώτης Σκευοφύλαξ*
Αν και στο κλείσιμο του προηγούμενου έτους υπήρχαν αρκετές αισιόδοξες εκτιμήσεις για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα -κυρίως σε ό,τι αφορά την οικονομία και με έμφαση στους πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης- που υποτίθεται ότι θα έδιναν μια συνολική δυναμική πνοή σε όλα τα επίπεδα, εν τέλει τα καθοδικά ρίσκα κυριάρχησαν. Ο πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να διαδραματίζει το δικό του ρόλο, έθεσαν τον κόσμο, σε διεθνές επίπεδο, σε περιδίνηση και «ψαλίδισαν» τις προσδοκίες.
Ειδικά στην Ελλάδα, η μεγέθυνση του ΑΕΠ τα δύο πρώτα τρίμηνα, μολονότι αξιοσημείωτη και «κόντρα στο ρεύμα», δεν απέτρεψε τη σημαντική πίεση στα εισοδήματα και τη μεγάλη μείωση της αγοραστικής δύναμης. Πλήθος ερευνών, μεταξύ αυτών και η πρόσφατη Κοινωνική Έρευνα του ΕΝΑ για την ποιότητα ζωής σήμερα, καταγράφει συστηματικά την επιδείνωση των όρων διαβίωσης και την κυριαρχία αρνητικών συναισθημάτων για το σήμερα και το αύριο. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώνεται μια κατάσταση που παραπέμπει σε «κοινωνία του 1/3» ή και του «1/4» ακόμη, στην οποία συνυπάρχει η αύξηση της ατομικής ευημερίας ενός, μικρότερου, μέρους της κοινωνίας, με την παράλληλη υποχώρηση αυτής ενός, πολύ μεγαλύτερου, μέρους της. Κάτι που συνεπάγεται μείωση της συνολικής, της συλλογικής, κοινωνικής ευημερίας και με τρόπο όχι όπως επί μνημονίων «ομοιόμορφο», αλλά με έντονες αποκλίσεις.
Με αυτήν την κοινωνική «πρώτη ύλη», η εμφάνιση στη δημόσια σφαίρα διαδοχικών σκανδάλων, άλλων ευθέως πολιτικών και άλλων με πολιτικές προεκτάσεις, έχει παροξύνει το γενικό κλίμα με τρόπο όχι πρωτόγνωρο για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου -βρίσκουμε άλλωστε αναλογίες στην περίοδο των τελών της δεκαετίας του ’80 και αρχών του ’90- αλλά ποιοτικά διαφορετικό από την κοινωνική και πολιτική κρίση επί μνημονίων. Τότε, η οριζόντια υποβάθμιση των υλικών συνθηκών της κοινωνία έθεσε υπό ευθεία αμφισβήτηση και εν τέλει σε απονομιμοποίηση τον τότε δικομματισμό. Βάση της απονομιμοποίησης ήταν ότι το κυρίαρχο μέχρι τότε πολιτικό προσωπικό θεωρήθηκε ότι δεν ικανοποιούσε την εντολή όσων το εξέλεγαν για υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Μετά το 2015 όμως κι ενώ είχαν συντελεστεί οι μείζονες ανακατατάξεις στο πολιτικό επίπεδο, οι δυνάμεις της κοινωνίας τοποθετούνταν και αντιπαρατίθεντο στη βάση στήριξης του ενός ή του άλλου πολιτικού σχεδίου. Καίτοι η σύγκρουση ήταν σφοδρή και κεντρικοπολιτικά και μέσα στην κοινωνία, η αντιμαχία εκτυλισσόταν ως μια διαμάχη θεμελιωδών επιλογών για την πορεία της χώρας και των ανθρώπων της, χωρίς να επερωτάται η «ηθικότητα» των πολιτικών δρώντων. Ή, για να τεθεί καλύτερα, ακόμη και οι ηθικής μομφής κατηγορίες ήταν συνδεδεμένες με τον ευρύτερο ορίζοντα των ανταγωνιστικών πολιτικών σχεδίων.
Σήμερα, αυτή η συνθήκη, κυρίως μετά τα όσα έχουν αναδειχθεί στη δημοσιότητα μέσα στη χρονιά, φαίνεται να έχει ανατραπεί. Τόσο η υπόθεση των παρακολουθήσεων όσο και τα φαινόμενα αξιοποίησης πολιτικών θέσεων για την αποκόμιση ίδιου οφέλους, δημιουργούν μια νέα κρίση αποσταθεροποίησης της εμπιστοσύνης στην πολιτική. Από τη μία μοιάζει να είχε διαμορφωθεί ένα σύστημα στεγανοποιημένο από κάθε έλεγχο και λογοδοσία που υπονόμευε δημοκρατικά δικαιώματα και παραβίαζε ελευθερίες με σκοπό την εδραίωση εξουσίας και εξουσιών, και από την άλλη μοιάζει να έχει αναπτυχθεί ένα άλλο σύστημα μεμονωμένων δρώντων ή δικτύων που εκμεταλλεύονται έδρες εξουσίας και βαθμούς επιρροής για ιδιωτικό πλουτισμό.
Πέρα από τον βαθμό που τα γεγονότα πλήττουν όσους σχετίζονται με αυτά, το πλαίσιο αυτό συνιστά ένα συνολικό πισωγύρισμα με επικίνδυνες προεκτάσεις. Μετά την κρίση του 2010 και όσα επέφερε για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια σε επίπεδο κοινωνικών αντιλήψεων και στάσεων, μια διάχυτη ελπίδα για αλλαγή των πραγμάτων ήταν που οδήγησε στον Ιανουάριο του 2015. Τον Ιούλιο του 2019 αποτυπώθηκε η αισιοδοξία για την αλλαγή πολιτικής που κρίθηκε ότι θα πήγαινε τα πράγματα «παραπέρα» μετά την εδραίωση μιας πορείας ανάκαμψης μετά το 2016.
Το 2023 έρχεται σε μια χώρα που μοιάζει παγιδευμένη. Η περίοδος 2020-21, με την πανδημία και τους περιορισμούς, παρά τις πολλές αρνητικές διαστάσεις της, αποτέλεσε και μια περίοδο που η κοινωνία, η οικονομία και η πολιτική βρέθηκαν σε μια «γυάλα», εν μέρει προστατευτική. Η υπαρξιακού τύπου απειλή, παραμέρισε τα υπόλοιπα. Το 2022 είναι η πρώτη, έπειτα από τουλάχιστον δύο χρόνια, «κανονική» χρονιά. Και στην εξέλιξη αυτής πύκνωσαν κατά πολύ τα επιβαρυντικά επεισόδια, τα οποία δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται. Η νέα χρονιά θα είναι εκ των πραγμάτων εκλογική. Το διακύβευμα αυτής μοιάζει να υπερβαίνει το δίλημμα για κυβερνητική συνέχεια ή εναλλαγή. Και φαίνεται να αφορά τη δυνατότητα απεγκλωβισμού και ανασυγκρότησης ή το συνολικό πισωγύρισμα, που αν έρθει έπειτα από μια χρεοκοπία και τρία μνημόνια, μαζί με το βάθεμα της κρίσης εμπιστοσύνης στην πολιτική, είναι πιθανό να επιφέρει την κρίση εμπιστοσύνης της ίδιας της κοινωνίας στη δυνατότητά της να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και να υπερβεί τις δυσκολίες.
*Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ