Είναι γνωστό ότι η εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης έχει ραγδαία πτωτική πορεία τις τελευταίες δεκαετίες σε ολόκληρο τον κόσμο, παρότι παρατηρούνται μικρές διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών και των διαφόρων μέσων ενημέρωσης.
Μπετίνα Ντάβου*
Οι λόγοι είναι πολλοί: οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, μεροληψία, προτεραιότητα στην ταχύτητα μετάδοσης αντί στην ποιότητα και την ακρίβεια της είδησης, τίτλοι εντυπωσιασμού που προσελκύουν επισκέψεις όταν πρόκειται για ειδησεογραφική ιστοσελίδα, παραπλανητικές ειδήσεις και άλλα, που αποξενώνουν τα μέσα ενημέρωσης από το κοινό τους. Στη χώρα μας, η δυσπιστία προς τα μέσα ενημέρωσης αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, όταν έγινε γνωστό ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα σε 180 χώρες, ως προς την ελευθερία του τύπου.
Μολονότι η κρίση εμπιστοσύνης δημιουργείται από τις πρακτικές των δημοσιογραφικών οργανισμών και των ανώτερων στελεχών τους, που έχουν την τελευταία λέξη για το τι θα αναδειχθεί και τι θα αποσιωπηθεί σε μία είδηση στη βάση πολιτικών, οικονομικών και άλλων συμφερόντων, και όχι από τους ίδιους τους δημοσιογράφους -τουλάχιστον όχι από όλους- για το ευρύ κοινό, αυτή η διάκριση δεν είναι ξεκάθαρη. Αντίθετα, οι έρευνες δείχνουν ότι η δυσπιστία προς τα μέσα ενημέρωσης γενικώς, εξισώνεται με δυσπιστία προς τους δημοσιογράφους ως επαγγελματική κατηγορία και τους συμπαρασύρει.
Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, κυρίως προς τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, έχει ως επακόλουθο, όλο και περισσότεροι πολίτες να οδηγούνται στην αδιαφορία για τα κοινά ή να στρέφονται σε ανεπίσημες πηγές πληροφόρησης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ευδοκιμούν ατεκμηρίωτες πληροφορίες, παραπληροφόρηση και συνωμοσιολογία.
Η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδης παράμετρος των κοινωνικών σχέσεων, γιατί ρυθμίζει τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι επιτρέπουν στους εαυτούς να δεσμευτούν και να επενδύσουν σε άλλους ανθρώπους και θεσμούς. Έχει ως βασικό συστατικό της την ανταπόδοση, την πεποίθηση δηλαδή ότι και η άλλη πλευρά δεσμεύεται και επενδύει ισότιμα. Προϋποθέτει από κάθε πλευρά αξιοπιστία, ειλικρίνεια, διαφάνεια, ευθύτητα, σταθερότητα, αμοιβαίο σεβασμό και πρωτίστως, την αίσθηση ότι μπορούμε να στηριχθούμε στον άλλο. Ιδιότητες, δηλαδή, που τα μέσα ενημέρωσης έχουν συστηματικά απωλέσει εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Το πρόσφατο ζήτημα των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων, το οποίο ελάχιστα καλύφθηκε από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης στη χώρα μας όταν προέκυψαν οι πρώτες ενδείξεις, αναδείχθηκε σε πρωτεύον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα αρκετούς μήνες αργότερα, στη βάση ερευνητικού ρεπορτάζ δημοσιογράφων που εργάζονται σε μέσα ενημέρωσης σχετικά μικρότερου βεληνεκούς, οι οποίοι με επιμονή, συνέπεια και απόλυτη διαφάνεια, εργάστηκαν ενδελεχώς για να φέρνουν στο φως όλο και περισσότερα στοιχεία, τα οποία πέτυχαν να μετατρέψουν το ζήτημα σε μείζον θέμα δημοκρατίας και διαφάνειας των θεσμών. Οι ρεπόρτερ που έκαναν τη συστηματική αναζήτηση των στοιχείων, τα οποία ακόμη ξετυλίγουν το κουβάρι και συμπληρώνουν σταδιακά τον γρίφο, δεν δίστασαν μπροστά σε απειλές και δικαστικές παρεμβάσεις. Με εγρήγορση και οξύνοια, παρατηρώντας και εκτιμώντας όχι μόνον όσα λέγονται, αλλά και όσα αποσιωπώνται, έμειναν -και εμμένουν- προσηλωμένοι στο στόχο τους να φέρουν στο φως την αλήθεια, ενημερώνοντας τους Έλληνες πολίτες για ένα ζήτημα που τους αφορά ευθέως, γιατί σχετίζεται άμεσα με την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της πολιτείας.
Όταν τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης σιωπούσαν, ρεπόρτερ που υπηρετούν την ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία, πιστοί στη δεοντολογία και τις προτεραιότητες, μάχονταν να εντοπίσουν αξιόπιστες πηγές, να διερευνήσουν σε βάθος αντιφάσεις, να διακρίνουν τα πρωτογενή στοιχεία πίσω από τα γεγονότα και τις επίσημες δηλώσεις, να αποκαλύψουν ευθύνες ανθρώπων και θεσμών. Εκδήλωσαν, δηλαδή, με τη στάση τους, οι δημοσιογράφοι που πρωτοστάτησαν στην αποκάλυψη του σκανδάλου, όλα τα βασικά συστατικά της εμπιστοσύνης: δέσμευση, επένδυση στον άλλο -στο κοινό τους- αξιοπιστία, ειλικρίνεια, διαφάνεια, ευθύτητα, σταθερότητα και πρωτίστως, την αίσθηση ότι ο πολίτης μπορεί να στηριχθεί σε αυτούς, για να μάθει την αλήθεια.
Ίσως αυτό να είναι ένα πρώτο βήμα, που θα παρακινήσει τους πολίτες όχι τόσο να ξανα-εμπιστευτούν τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους, αλλά να σκεφτούν ποια μέσα ενημέρωσης και ποιους δημοσιογράφους να εμπιστεύονται. Και καθώς η σημασία της ανεξάρτητης, ερευνητικής δημοσιογραφίας θα αναδεικνύεται, ίσως να αποκατασταθεί σταδιακά η αμαυρωμένη εικόνα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και η εμπιστοσύνη προς εκείνους τους δημοσιογράφους που την αξίζουν, ώστε από την απαξίωση και την αδιαφορία, να μετακινηθούν οι πολίτες με αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον για τα κοινά, στην προσεκτική αξιολόγηση και την κριτική επιλογή των πηγών από τις οποίες ενημερώνονται.
*Καθηγήτρια Ψυχολογίας,
Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών