Σ’ αυτή τη χώρα οι σεισμοί αποτελούν ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Οι σεισμοί με σημαντικό μέγεθος άλλοτε επιφέρουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις και άλλοτε όχι.
Του Γεράσιμου Παπαδόπουλου
Οι αρνητικές επιπτώσεις είναι περιορισμένες ή και απουσιάζουν όταν η σεισμική δράση εξελίσσεται σε υποθαλάσσιο περιβάλλον, δηλαδή μακριά από κατοικημένες περιοχές. Όταν όμως οι ισχυροί σεισμοί γίνονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές, όπως είναι κατά κανόνα οι χερσαίοι σεισμοί, τότε τα καταστροφικά αποτελέσματα είναι σχεδόν αναπόφευκτα. Γι’ αυτό το λόγο, η αντισεισμική προστασία αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα, ίσως το σημαντικότερο, του συνολικού συστήματος πολιτικής προστασίας στη χώρα μας.
Οι βασικοί πυλώνες της αντισεισμικής πολιτικής είναι η δόμηση αντισεισμικών κατασκευών που να ανθίστανται στη σεισμικές κινήσεις, η εκπόνηση και εφαρμογή επιχειρησιακών σχεδίων, η εκπαίδευση-ενημέρωση-επιμόρφωση και οι ασκήσεις. Αλλά βασική προϋπόθεση για την επιτυχία αυτών των δράσεων είναι η πραγματοποίηση σχετικής επιστημονικής έρευνας, η οποία απαιτεί τη λειτουργία σεισμογραφικών δικτύων, εργαστηριακού εξοπλισμούκαι βάσεων δεδομένων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ακρογωνιαίος λίθος της αντισεισμικής πολιτικής σε κάθε χώρα που πλήττεται από σεισμούς, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, είναι ο αντισεισμικός κανονισμός, με στόχο τη δόμηση αντισεισμικών κατασκευών. Στη χώρα μας ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός θεσπίστηκε το 1959 και αργότερα έγιναν βελτιωτικές τροποποιήσεις. Ο σήμεραισχύων αντισεισμικός κανονισμός εκπονήθηκε το 1992, εφαρμόστηκε από το 1995 και μετά, και ισχύει μέχρι σήμερα με ορισμένες βελτιώσεις που έγιναν έκτοτε, κυρίως το 2000 μετά τον καταστροφικό σεισμό της Πάρνηθας, που προήλθε από το ρήγμα της Φυλής και έπληξε την πρωτεύουσα στις 7.9.1999 προκαλώντας 143 θύματα. Αν και ο κανονισμός αυτός παραμένει σύγχρονος και αποτελεσματικός, έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου για την επικαιροποίησή του για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι από το 1995 μέχρι τώρα έχουν γίνει πολλοί ισχυροί σεισμοί στη χώρα και έχει συλλεγεί πληθώρα νέων δεδομένων, τόσο από τις καταγραφές των ενόργανων δικτύων όσο και από τις παρατηρήσεις πεδίου. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή στους Ευρωκώδικες, όπως ετέθη προ μηνών από αρμόδιους ειδικούς σεισμομηχανικούς σε σχετικό συνέδριο, ενώπιον του Υπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας κ. Χρ. Στυλιανίδη. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα ουδεμία σχετική πρωτοβουλία έχει ανακοινωθεί από το Υπουργείο.
Παρά την εφαρμογή αντισεισμικού κανονισμού από το 1959, δεν έχουν εξαλειφθεί όλα τα προβλήματα των κατασκευών σχετικά με την ανθεκτικότητά τους στους σεισμούς. Ένα γενικό θέμα είναι η φυσική γήρανση των κτιρίων που τα κάνει πιο ευάλωτα στους σεισμούς, ιδίως τα κατασκευασθένταπρο του 1995 και περισσότερο τα προ του 1959. Γι΄αυτό το λόγο, το 2001 το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ εξέδωσε εγκύκλιο για το συστηματικό προσεισμικό έλεγχο όλων των περίπου 80.000 δημόσιων κτιρίων της χώρας, δηλαδή σχολείων, νοσοκομείων και άλλων. Ο σκοπός αυτής της επιχείρησης είναι να διενεργηθεί έλεγχος αντισεισμικής επάρκειας αυτών των κτιρίων και, αν διαπιστωθεί ανεπάρκεια, να διενεργηθεί προσεισμική ενίσχυσή τους με ειδικές παρεμβάσεις. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα έχουν ελεγχθεί μόνο περίπου 25.000. Δηλαδή, με το ρυθμό αυτό ο έλεγχος όλων των κτιρίων θα ολοκληρωθεί σε…70 χρόνια από τώρα!Ούτε σε αυτόν τον τομέα είδαμε κάποια εξαγγελία από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας για επιτάχυνση των ελέγχων ώστε αυτό το σημαντικό έργο να καταστεί ρεαλιστικό.
Σε χώρες προηγμένες στον τομέα της αντισεισμικής προστασίας, όπως για παράδειγμα η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία, η Νέα Ζηλανδία, έχει από χρόνια αναληφθεί προσπάθεια προσδιορισμού του επιπέδου του σεισμικού κινδύνου στις διάφορες σεισμικές ζώνες της κάθε χώρας και σε μακροχρόνιο ορίζοντα, π.χ. 10ετίας ή και περισσότερο. Ο σκοπός τέτοιων προσεγγίσεων είναι να προτεραιοποιηθούν οι διάφορες δράσεις αντισεισμικής πολιτικής, τόσο οι επιστημονικές όσο και οι επιχειρησιακές. Με την έννοια αυτή επιδιώκεται π.χ. να κατανεμηθούν ανάλογα οι διατιθέμενοι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι,να βελτιστοποιηθεί η γεωγραφική διασπορά των σεισμογραφικών οργάνων, να υπολογιστούν τα ασφάλιστρα κτιρίων κλπ.Δυστυχώς, στη χώρα μας ουδέποτε ανελήφθη μια τέτοια προσπάθεια. Εδώ είναι μεγάλη η ευθύνη του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), ο οποίος υπάγεται πλέον στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας και αυτή τη χρονιά θα κλείσει 40 χρόνια ύπαρξης στο δημόσιο βίο.
Στον επιχειρησιακό τομέα, το Σχέδιο Εγκέλαδος υπάρχει από χρόνια και επικαιροποιήθηκε πρόσφατα από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Σε σημαντικό βαθμό όμως δεν εφαρμόζεται, κυρίως στο προληπτικό του σκέλος. Οι περισσότερες περιφέρειες και δήμοι της χώρας αμελούν ή δεν έχουν την αντικειμενική δυνατότητα να το εφαρμόσουν, οπότε το σχέδιο συχνά παραμένει κενό γράμμα. Η εκάστοτε κυβέρνηση, όπως και η σημερινή, αλλά και ο ΟΑΣΠ, παρακολουθούν με αμηχανία αυτή την κατάσταση αδυνατώντας να επιβάλουν την εφαρμογή του σχεδίου.
Το επιχειρησιακό έργο της αντισεισμικής προστασίας πρέπει να υποστηρίζεται από την επιστημονική γνώση. Για το σκοπό αυτό από χρόνια ο ΟΑΣΠ έχει συγκροτήσει, και ορθά, έξη επιστημονικές επιτροπές, που στελεχώνονται από δεκάδες επιστημόνων πολλών ειδικοτήτων,και λειτουργούν χωρίς κόστος γιατί όλα τα μέλη προσφέρουν εθελοντική εργασία. Δυστυχώς, οι έξη επιστημονικές επιτροπές του ΟΑΣΠ παρέμειναν ανενεργές για σημαντικό διάστημα μετά τη λήξη της διετούς θητείας (2020-2022) των μελών τους στα τέλη του Μαίου του 2022. Οι τέσσερις από αυτές παραμένουν ανενεργές μέχρι τώρα, δηλαδή επί σχεδόν επτά μήνες. Για ανεξήγητο λόγο ο Υπουργός κ. Χρ. Στυλιανίδης δεν τις έχει επανασυγκροτήσει. Οι άλλες δύο, δηλαδή η Επιτροπή Σεισμικού Κινδύνου και η Επιτροπή Ηφαιστειακού Κινδύνου, επανασυγκροτήθηκαν μόλις την 1η Δεκεμβρίου 2022 μετά από εξάμηνη αδράνεια και εσπευσμένα υπό το βάρος των αρνητικών εντυπώσεων που προκάλεσαν οι σχετικές δημόσιες επισημάνσεις μου την 29η Νοεμβρίου του 2022 όταν έγιναν οι σεισμοί στην Εύβοια που ταρακούνησαν και την Αττική. Αλλά και όταν οι επιτροπές ήταν συγκροτημένες, το έργο που παρουσίασαν ορισμένες εξ’ αυτών, όπως η Επιτροπή Κοινωνικής Αντισεισμικής Άμυνας και η Επιτροπή Ηφαιστειακού Κινδύνου, υπήρξε κυριολεκτικά ανύπαρκτο, γιατί αφέθηκαν χωρίς καθοδήγηση ως προς τους στόχους και τα χρονοδιαγράμματα. Δεν προέβησαν ούτε σε μία πρόταση! Συνεπώς,και εδώ προκύπτουν ευθύνες, τόσο του ΟΑΣΠ όσο και του αρμόδιου Υπουργείου.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι σε ορισμένους στρατηγικούς άξονες της αντισεισμικής πολιτικής οι επιδόσεις δεν είναι οι αναμενόμενες. Η γενική εικόνα διασώζεται μόνο από τον από χρόνια θεσπισθέντα αντισεισμικό κανονισμό και από τις προσπάθειες επιμόρφωσης που κάνει ο ΟΑΣΠ. Επειδή αυτές οι δύο δράσεις έχουν εγκαθιδρυθεί από αρκετά χρόνια δικαίως κάποιος θα αναρωτηθεί: ποιά είναι τα νέα σημαντικά βήματα στην αντισεισμική πολιτική της χώρας, π.χ. στην τελευταία δεκαετία; Δυστυχώς, δύσκολα κάποιος θα βρεί κάτι σημαντικό να αναφέρει. Η διαπίστωση ότι η αντισεισμική πολιτική βαθμιαία φθίνει δεν αποτελεί πλέον μια άδικη κρίση. Κι’ αν υποθέσουμε ότι η μνημονιακή «καταιγίδα» που έπληξε τη χώρα αποτελεί μια κάποια αιτιολογία, τότε τι μπορούμε να πούμε για την τελευταία τετραετία;
Η θεσμοθέτηση του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας πριν από περίπου 17 μήνες μας έδωσε πολλές ελπίδες. Προσωπικά δεν έκρυψα τη χαρά μου γιατί από χρόνια είχα δημοσίως εκφραστεί υπέρ μιας τέτοιας θεσμοθέτησης, έχοντας θετική εμπειρία από την συνεργασία μου με το αντίστοιχο υπουργείο της Ιταλίας. Αλλά, επιπλέον, χάρηκα και για την υιοθέτηση και μιας άλλης πρότασής μου, δημοσιευμένης ήδη από το 2000, δηλαδή της ένταξης του ΟΑΣΠ σε ένα τέτοιο ενιαίο σχήμα πολιτικής προστασίας. Όμως, με την πορεία που παίρνουν τα πράγματα φαίνεται ότι η αντισεισμική πολιτική της χώρας φθίνει. Και αν δεν αλλάξει δραστικά, τότε θα οδηγηθούμε σε δύσκολα αναστρέψιμο εκφυλισμό της.
Ο Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, Επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO, Συγγραφέας του βιβλίου «Στα Μονοπάτια του Εγκέλαδου», Εκδόσεις Οσελότος, Ιούνιος 2021.