Με δυνατά χαρτιά την πολυαναμενόμενη υπερπαραγωγή και επικών διαστάσεων «Βαβυλωνία», του οσκαρικού Νταμιέν Σαζέλ, με τους Μπραντ Πιτ και Μάργκοτ Ρόμπι, αλλά το ενδιαφέρον δράμα «Πίσω από τις Θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου, ξεκινά απόψε η νέα κινηματογραφική εβδομάδα.
Επίσης, ακόμη τέσσερις ταινίες κάνουν πρεμιέρα απόψε, με το δραματικό θρίλερ «Ιερή Αράχνη» να ξεχωρίζει, ενώ για τους λάτρεις του κινηματογράφου υπάρχει και η επανέκδοση του φημισμένου αριστουργήματος του Σεργκέι Αϊζενστάιν «Ιβάν ο Τρομερός».
Βαβυλώνα
(“Babylon”) Δραματική κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ντάμιεν Σάζελ, με τους Μπραντ Πιτ, Μάργκοτ Ρόμπι, Ντιέγκο Κάλβα, Τόμπι Μαγκουάιρ, Ολίβια Γουάιλντ, Φίμπι Τόνκιν, Μαξ Μινγκέλα, Ολίβια Χάμιλτον, Κλόι Φίνεμαν κα.
Επικών διαστάσεων σινεφιλική υπερπαραγωγή, με την υπογραφή του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη Ντάμιεν Σαζέλ, για το «La La Land» και με ένα πληθωρικό καστ, που φαίνεται ότι το διασκεδάζει. Ένα φιλμ εξωφρενικών καταστάσεων και χαρακτήρων, με την κάμερα να γίνεται μεγεθυντικός φακός πάνω στην ιστορία των κεντρικών ηρώων του και την αστραπιαία άνοδο και κατακόρυφη πτώση τους, αλλά κυρίως ένα έργο αφιερωμένο σε μία εποχή που το Χόλιγουντ, τη δεκαετία του ’20, ζούσε μια αχαλίνωτη παρακμή, ιστορίες ακολασίας και διαφθοράς, ένα μεγαλείο και μία τρέλα, που μάλλον ακόμη και η πιο αδάμαστη φαντασία μοιάζει πενιχρή μπροστά της.
Εδώ, έρχεται ο Σαζέλ και κάνει ό,τι μπορεί για να θυμίσει σε υπερβολή τον Μπαζ Λούρμαν, φτάνει στα όρια του παραληρήματος και σπρώχνει με φόρα όλα τα ανήκουστα που συμβαίνουν σε μια θρυλική εποχή, για την κινηματογραφική βιομηχανία.
Όπως είναι ευκόλως κατανοητό, οι χαρακτήρες όλο και κάποιους μας θυμίζουν, άλλωστε οι ιστορίες των πρώτων αστέρων του Χόλιγουντ ακόμη γεμίζουν χιλιάδες σελίδες γοητευτικών αναγνωσμάτων. Όμως, το θέμα δεν είναι τόσο οι πρωταγωνιστές, όσο το ξέφρενο κλίμα που επικρατούσε στους κύκλους του θεάματος και του νέου ονείρου, του σινεμά. Και βεβαίως, τα παρασκήνια, πίσω από τα κινηματογραφικά στούντιο, οι θανατερές σχέσεις μεταξύ των ηθοποιών και όλων των συντελεστών και παραγόντων της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Όπως και τα μέχρι τελικής πτώσης πάρτι, στα οποία ο Σαζέλ δίνει τα ρέστα του, θυμίζοντας κάτι από τα ρωμαϊκά όργια του Φελίνι, αλλά και την απίστευτη κιτς υπερβολή της Καλιφόρνιας.
Η ταινία, διακρίνεται για την ανασύσταση της εποχής, τα επιβλητικά βαβυλωνιακού μεγαλείου σκηνικά, τα κοστούμια, τη διεύθυνση φωτογραφίας του Λίνους Σάντγκρεν και την πυρετώδη μουσική του γνώριμου από το «La La Land» Τζάστιν Χούργουιτζ, αλλά έχει και δυο αστοχίες: Η πρώτη, που δεν αρμόζει με το μέγεθος της παραγωγής, αφορά την τρίωρη εξαντλητική διάρκεια του φιλμ, που εύκολα θα μπορούσε να περικοπεί στο μοντάζ για 30 λεπτά, χωρίς να επηρεάσει την ουσία και η δεύτερη έχει να κάνει με μία σχετική σοβαροφάνεια ορισμένες φορές, που πάει κόντρα στο πνεύμα της ιστορίας και αποπροσανατολίζει τον θεατή, που έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι είναι λίγα αυτά που έχει ακούσει ή διαβάσει για τις θρυλικές ιστορίες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ.
Πάντως, έτσι κι αλλιώς η ταινία είναι ιδιαιτέρως διασκεδαστική στο μεγαλύτερο μέρος της, ακραία θεαματική, αν και κάποιος μελετητής του σινεμά θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει και με ένα υπέροχα φιλοτεχνημένο μπουκάλι κρασί, που το αφρώδες περιεχόμενό του δεν γεμίζει ούτε ένα ποτήρι.
Η Μαργκότ Ρόμπι, ως το φιλόδοξο κορίτσι – ιδανικό για «ψυχή του πάρτι», που κάνει ό,τι μπορεί για ανέβει και δεν καταλαβαίνει ότι ο κατήφορος βρίσκεται στην κορυφή, έχει μπει στο πετσί του ρόλου της, ο Ντιέγκο Κάλβα μοιάζει αμήχανος, κάτι, όμως ταιριαστό για το ρόλο του, ενώ ο Μπραντ Πιτ το δείχνει να το διασκεδάζει και το υπόλοιπο καστ να είναι ευγνώμον που βρέθηκε στα γυρίσματα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Λος Άντζελες, δεκαετία του 1920. Αυτό είναι το ντεκόρ για μια ιστορία υπέρμετρης φιλοδοξίας και εξωφρενικής υπερβολής, ακολουθώντας την άνοδο και την πτώση πολλαπλών χαρακτήρων στη διάρκεια μιας περιόδου αχαλίνωτης παρακμής και ακολασίας στις απαρχές του Χόλιγουντ.
Πίσω από τις θημωνιές
Δραματική ταινία, ελληνικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ασημίνα Προέδρου, με τους Στάθη Σταμουλακάτο, Λένα Ουζουνίδου, Ευγενία Λάβδα, Χρήστο Κοντογεώργη, Πασχάλη Τσαρουχά, Ντίνα Μιχαηλίδου κα.
Δίνοντας ελπίδες ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αυθεντικό ταλέντο, που μπορεί να θέλει ακόμη δουλειά για να πάρει το δικό του δημιουργικό κινηματογραφικό δρόμο, η Ασημίνα Προέδρου, στο ντεμπούτο της ξαφνιάζει ευχάριστα με το σφιχτοδεμένο κοινωνικό δράμα που μας παρουσίασε στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κυρίως όμως, για τη στρωτή της αφήγηση, την ξεχωριστή ψυχωμένη φρέσκια ματιά της.
Αν και το σενάριο μοιάζει βγαλμένο από το ίδιο κουτί ιδεών, με αρκετές ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων – επαρχία, κοινωνικός προβληματισμός για μια χώρα σε κρίση, πατριαρχία, χειραφέτηση της νέας γυναίκας – η σκηνοθέτις (παρότι γύρισε την ταινία κατά την περίοδο της καραντίνας) θα καταφέρει να υλοποιήσει τις ιδέες της, δείχνοντας μία αξιοπρόσεκτη ωριμότητα, ενώ αποφεύγει να μπει και στον πειρασμό των αδιέξοδων πειραματισμών ή του ακραίου μιμητισμού ευρωπαϊκών σχολών, όπως συνηθίζεται στο νέο ελληνικό σινεμά.
Ένας αγρότης και ψαράς που παλεύει με τα χρέη, τα οικογενειακά του προβλήματα κι έχοντας μια κόρη που ζει εγκλωβισμένη στον πατριαρχικό μικρόκοσμο της επαρχίας, θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα όταν θα μπλεχτεί και με τη διακίνηση παράνομων μεταναστών.
Η Ασημίνα Προέδρου χωρίζει την ταινία της σε τρία κεφάλαια, δίνοντας από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες το στόρι της, μία επιλογή που διευκολύνει την κατανόηση των γεγονότων και εμπλουτίζοντας την πλοκή και την αφήγηση.
Από τη μια, πλάθει με πειστικότητα το πορτρέτο μιας οικογένειας σε κρίση και κατ’ επέκταση μιας χώρας που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τη βαθιά κρίση στην οποία έχει περιέλθει, απ’ την άλλη, θέτει ρεαλιστικά το προσφυγικό ζήτημα και τις επιπτώσεις που έχει στις λαϊκές τάξεις, ενώ το δικό της κεφάλαιο κατακτά και η κόρη της οικογένειας, που έρχεται σε ανοιχτή ρήξη με την οικογένεια, διεκδικώντας τη χειραφέτησή της.
Με το θάρρος τής νιότης της και τη δημιουργική της ορμή, αλλά και εκμεταλλευόμενη το πρόσφορο έδαφος της εποχής, η σκηνοθέτις θα εστιάσει σε ζητήματα που καίνε την ελληνική κοινωνία, επικρίνοντας, ορισμένες φορές, υπερβολικά έναν κόσμο που βιώνει την περιφρόνηση, είναι έτη φωτός μακριά από την ευδαιμονία της ελίτ και των παρατρεχάμενών της.
Στα υπέρ της ταινίας και η δουλειά που έχει γίνει στους χαρακτήρες, στις ερμηνείες, αλλά και στη διεύθυνση της φωτογραφίας από τον Σίμο Σαρκετζή, που αποδίδει εύστοχα τη βαριά ατμόσφαιρα, το λυκόφως, που διέπει την ιστορία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα τραγικό συμβάν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας φέρνει μια τριμελή ελληνική οικογένεια μπροστά σε προσωπικά αδιέξοδα με τον καθένα να πρέπει να αναλογιστεί για πρώτη φορά στη ζωή του το κόστος των πράξεών του.
Άλις Αγάπη Μου
(“Alice, Darling”) Ψυχολογικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μέρι Νάι, με τους Άννα Κέντρικ, Κανιεχίτο Χορν, Τσάρλι Κάρικ, Γούμι Μοσάκου κα.
Ακόμη ένα ψυχολογικό θρίλερ, απ’ αυτά που έχουμε δει δεκάδες φορές, με ένα στόρι αρκετά γνώριμο, αλλά όχι και τόσο αναμενόμενο, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει και μία φροντισμένη παραγωγή κι ένα ικανοποιητικό καστ.
Η Μέρι Νάι, στο ντεμπούτο της, δεν τα πάει άσχημα και παρά το σχετικά συμβατικό σενάριο, δίνει ερεθίσματα για περισσότερες σκέψεις, παρότι το στόρι δείχνει αρχικά ως επανάληψη των προηγουμένων πολλών ταινιών που έχουμε δει τις τελευταίες δεκαετίες.
Μια γυναίκα, που δεν έχει αντιληφθεί πλήρως την ψυχολογική βία που υφίσταται από τον σύντροφό της, σε κάποιες διακοπές με δυο κολλητές φίλες της αρχίζει να ξαναβρίσκει τον εαυτό της, κερδίζει την χαμένη αυτοπεποίθησή της, την οποία είχε συντρίψει ο άντρας που της έλεγε μόνιμα «Άλις, αγάπη μου». Μόνο που ο αρρωστημένος σύντροφός της δεν έχει πει την τελευταία του λέξη.
Η ταινία διαφοροποιείται από τη συνηθισμένη πλοκή – κακοποιημένη γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει από το μένος του τρελαμένου άντρα της, καθώς αυτή η συναισθηματική κακοποίηση επηρεάζει και τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω από το θύμα και συγκεκριμένα τις στενές της φίλες. Ταυτόχρονα φτιάχνει ένα πειστικό πορτρέτο της κακοποιημένης γυναίκας, το οποίο αξιοποιεί ακόμη περισσότερο η Άννα Κέντρικ.
Το φιλμ διατηρεί, πέρα από κάποια κλισέ του είδους, το ρυθμό και το ενδιαφέρον του, σχεδόν μέχρι το τέλος, όταν έρχεται και η συνταγή του τελικού ξεκαθαρίσματος, με το θρίλερ καπελώνει το δράμα και η λύτρωση να γίνεται μονόδρομος που οδηγεί στους τίτλους τέλους.
Βούτυρο στο ψωμί της ο ρόλος για την Άννα Κέντρικ, ενώ καλές και οι ερμηνείες από το υπόλοιπο καστ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μία γυναίκα φτάνει στα όρια της εξαιτίας της ψυχολογικής βίας που της ασκεί ο σύντροφός της Σάιμον. Κατά την διάρκεια κάποιων διακοπών με δύο πολύ στενές της φίλες, η Άλις επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της και κερδίζει την χαμένη της αυτοεκτίμηση. Σταδιακά αρχίζει και σπάει όλους εκείνους τους δεσμούς που την κρατούν συναισθηματικά εξαρτημένη. Όμως, το συντριπτικό εκδικητικό μένος του Σάιμον αναπόφευκτα όταν απελευθερωθεί θα δοκιμάσει τις αντοχές, το κουράγιο αλλά και τις βαθιά ριζωμένες φιλίες της Άλις.
Ιερή Αράχνη
(“Holy Spider”) Δραματικό θρίλερ, δανικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Αλί Αμπάσι, με τους Μεχντί Μπαζεστανί, Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι, Αράς Αστιάνι κα.
Αξιοπρόσεκτα καλογυρισμένο, πολυεπίπεδο και σκληρά ρεαλιστικό, δραματικό θρίλερ, από τον Αλί Αμπάσι, Ιρανό σκηνοθέτη, που ζει και εργάζεται εδώ και 20 χρόνια στην Κοπεγχάγη. Η ταινία, που πολλές φορές σου δένει κόμπο το στομάχι, διαγωνίστηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας και προτάθηκε για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας.
Μπορεί το φιλμ του Αμπάσι («Σύνορο», «Shelley») να αδικεί τον ιρανικό λαό και να παραποιεί ως ένα σημείο τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία βασίζεται το σενάριο, αλλά σίγουρα καθηλώνει, πλέκοντας έναν ιστό φόβου και αγωνίας, προσεγγίζει με με ουσιαστικό τρόπο τους χαρακτήρες του και ειδικά τους γυναικείους, που είναι και οι ηρωίδες σε μια χώρα, όπου μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας συνεχίζουν να πιστεύουν σε στερεότυπα και θρησκευτικές ακρότητες.
Το στόρι θέλει μια δημοσιογράφο να καταφτάνει στη δεύτερη πιο ιερή πόλη του Ιράν, τη Μαχσάντ, για να ερευνήσει μια σειρά από δολοφονίες ιερόδουλων. Ο δολοφόνος, δεν είναι άγνωστος, είναι ένας οικογενειάρχης, βετεράνος του πολέμου με το Ιράκ και θεωρεί ότι οι πράξεις του συνιστούν ιερό καθήκον, ενώ η δημοσιογράφος θα έρθει αντιμέτωπη και με τις αρχές, οι οποίες δεν βλέπουν με άσχημο μάτι τις δολοφονίες των ιερόδουλων.
Το σενάριο είναι αρκετά αλλοιωμένο σε σχέση με την πραγματικότητα, κάτι που γίνεται κατανοητό για την εξυπηρέτηση της δραματουργικής εξέλιξης, αλλά μοιάζει και με μία εύκολη λύση σε σχέση με την πολύπλοκη πραγματικότητα, που είναι δύσκολο να εξηγηθεί στη δύση.
Από κει και πέρα, ο Αμπάσι, αναδεικνύει, έστω και με δόση υπερβολής, το χάσμα ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες, ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό και στις ανάγκες ενός θρίλερ, στο οποίο δίνει μεγαλύτερη έμφαση με την ωμότητα ορισμένων σκηνών που θα κάνουν τον θεατή να ασφυκτιά, να κάνει δικό του το πρόβλημα της έμφυλης βίας και να συνειδητοποιεί ότι πρέπει όλοι να ξεβολευτούν για να τερματιστεί αυτή η ντροπή της ανθρωπότητας, που δυστυχώς συναντάμε παντού, ακόμη και σε κοινωνίες και χώρες που διακρίνονται για την ισονομία και την ισότητα της γυναίκας.
Θαυμαστή η ερμηνεία της Ζαρ Αμίρ-Εμπραχίμι, που δικαίως τιμήθηκε με το βραβείο στις Κάννες, καθώς με ένα βλέμμα της, μια κίνησή της, αναδεικνύει το βάρος μίας γενναίας γυναίκας που ζει στην καταπίεση, ενώ ο εξαιρετικός Μεχντί Μπατζεστάνι μεταμορφώνεται σε ένα τέρας που προκαλεί απέχθεια, τρόμο και λύπηση μαζί.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας κατά συρροή δολοφόνος σκοτώνει σχεδόν ανενόχλητος ιερόδουλες στην ιερή πόλη Μαχσάντ, με τις αρχές να μην κάνουν τίποτα για τη σύλληψή του. Μια δημοσιογράφος θα ταξιδέψει στη Μαχσάντ, για να ανακαλύψει την ταυτότητά του και θα φτάσει στα άκρα.
Η Κυριακή της Μητέρας
(“Mothering Sunday”) Ρομαντικό δράμα, βρετανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Εύα Χάσον, με τους Οντέσα Γιανγκ, Τζος Ο’ Κόνορ, Κόλιν Φερθ, Ολίβια Κόλμαν, Γκλέντα Τζάκσον κα.
Τυπικό, αν και αρκετά κατώτερο απ’ τα συνήθη, βρετανικό ρομαντικό δράμα εποχής, που μοιάζει σαν ένα βιβλίο με εικόνες, λεζάντες, αλλά χωρίς κείμενο ουσίας και ζωντανούς χαρακτήρες. Ο ρομαντισμός μπλέκεται αποσπασματικά με το δράμα, η ζεστή ανοιξιάτικη βρετανική εξοχή έρχεται σε αντίθεση αλλά και αναίτια σε σύνδεση με τους κρύους χαρακτήρες και τις ψυχρές μαρμάρινες επαύλεις.
Η ταινία της Εύας Χάσον, που βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Σουίφτ, είναι τόσο υποτονική, άτονη, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση και λόγω και των πολλών φλας μπακ, τσακίζει ακόμη και το αξίωμα ότι μία ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Αν το ζητούμενο είναι η διαδρομή μιας νέας, ταπεινής καταγωγής, γυναίκας προς τη χειραφέτηση, τότε η σκηνοθέτις δεν χάνει μόνο τον δρόμο της, αλλά πέφτει και στο χαντάκι των ανέξοδων εντυπώσεων.
Όλα περιστρέφονται γύρω από τη ζωή μίας υπηρέτριας σε ένα αρχοντικό μίας πλούσιας οικογένειας στη βρετανική εξοχή, η οποία έχει κρυφό δεσμό με τον γιο της οικογένειας, τον μόνο που έχει απομείνει ζωντανός από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από την ερωτική συνεύρεσή τους, την Κυριακή της Μητέρας, κατά την οποία οι καταθληπτικοί γονείς του νεαρού εραστή της υπηρέτριας, πάνε σε ένα καθιερωμένο πικ νικ, με την οικογένεια που θα συμπεθεριάσουν, ο εραστής της θα σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα. Έτσι, στο ερώτημα αν θα προτιμήσει τον έρωτά του ή τον γάμο, θα απαντήσει η μοίρα, ενώ η υπηρέτρια θα ακολουθήσει το δικό της δρόμο και θα γίνει μια πετυχημένη συγγραφέας.
Η Χάσον χάνει το παιχνίδι από πολύ νωρίς, όταν αρχίζει τα αχρείαστα φλας μπακ, πέφτοντας στην παγίδα των επεξηγήσεων, ενώ ήδη ο θεατής έχει αρχίσει να πλήττει και να περιμένει κάτι που θα ζωντανέψει την ιστορία, αλλά μάταια, βλέπει την ηρωίδα να καταξιώνεται ως συγγραφέας, μετά από αρκετά χρόνια.
Η επίπεδη αφήγηση, οι αποχρώσεις της ψυχολογίας των ηρώων που γκριζάρουν, τα πολυχρησιμοποιημένα φλας μπακ, κάποιες αμπελοσοφίες και οι βαριεστημένες ερμηνείες θάβουν ορισμένες καλές στιγμές και προσεγμένες σκηνές. Έτσι το μόνο που απομένει είναι ορισμένα όμορφα πλάνα της βρετανικής εξοχής, αλλά και η εμφάνιση της γηραιάς Γκλέντα Τζάκσον, η οποία δημιουργεί ένα αίσθημα συγκίνησης, κυρίως λόγω των χρόνων που απουσιάζει από τη μεγάλη οθόνη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα του 1924, η νεαρή καμαριέρα Τζέιν Φέαρτσαϊλντ καταλήγει μόνη της την ημέρα της Μητέρας. Τα αφεντικά της, ο κύριος και η κυρία Νάιβεν, έφυγαν και εκείνη έχει την σπάνια ευκαιρία να περάσει πολύτιμο χρόνο με τον κρυφό εραστή της, τον Πολ.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Ιβάν ο Τρομερός
(“Ivan the Terrible”) Το αξεπέραστο και εμβληματικό, για την ιστορική εξέλιξη του κινηματογράφου, αριστούργημα του Σεργκέι Αϊζενστάιν, προβάλλεται σε δύο μέρη, σε επανέκδοση και με νέες αποκατεστημένες κόπιες. Πρόκειται για δυο φιλμ, το πρώτο το γύρισε το 1944 και το δεύτερο το 1946, που αφορούν τον Ιβάν τον 4ο, ο οποίος στέφεται τσάρος το 1547, παρά την αντίθεση και τις πολιτικές ίντριγκες των Βογιάρων και της θείας του Ευφροσύνης που θέλει στον θρόνο τον γιο της Βλαντιμίρ. Ο Ιβάν πετυχαίνει νίκες κατά των Τατάρων και τσακίζει την εξέγερση των Βογιάρων, ενώ μετά τη δηλητηρίαση της γυναίκας του από την Ευφροσύνη, αποφασίζει να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Ο λαός τον καλεί να αναλάβει ξανά την εξουσία και κατά την επιστροφή του στον θρόνο, δημιουργεί μια προσωπική φρουρά, έρχεται σε ρήξη με τον κλήρο και κυβερνά με σιδερένια πυγμή που του χάρισε και τον τίτλο «ο Τρομερός». Εδώ, ο Αΐζενστάιν κάνει την υπέρβαση, παρουσιάζοντας τον Ιβάν ως έναν ηγέτη που έχει φτάσει στα όρια της παραφροσύνης από τη δύναμη της εξουσίας του, κάτι που δεν άρεσε στον Στάλιν και γι’ αυτό το δεύτερο μέρος τελικά προβλήθηκε το 1958. Πολύ μετά τον θάνατο του Στάλιν και του Αϊζενστάιν, ο οποίος είχε στα σχέδιά του και τρίτη συνέχεια, αλλά έμεινε στα μισά, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του.
Η ταινία έτσι κι αλλιώς, αποτελεί σταθμό στον κινηματογράφο, καθώς ο κορυφαίος πρωτοπόρος σοβιετικός σκηνοθέτης δίνει το μεγαλείο του Ιβάν με πρωτόγνωρες για την εποχή τεχνικές. Μοντάζ, πλάνα, κάδρα, ντεκουπάζ, όλα εμπνευσμένα, θα καταστήσουν τον δημιουργό του «Θωρηκτού Ποτέμκιν», ως έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Η μουσική είναι του Σεργκέι Προκόβιεφ, η φωτογραφία των Αντρέι Μόσκβιν και Εντουάρ Τις, ενώ πρωταγωνιστούν οι Νικολάι Τσερκάσοφ, Λιουντμίλα Τσελικόφσκαγια, Σεραφίμα Μπίρμαν, Μιχαήλ Ζάροφ, Μιχαήλ Κουζνέτσοφ κα.
Η Μικρή Πυροσβέστης
(“Fireheart”) Συμπαθητική παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων καναδικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία των Τεοντόρ Τάι και Λοράν Ζεϊτούν, για την πίστη ενός κοριτσιού να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Καλοδεχούμενο φεμινιστικό φιλμάκι, με ηρωίδα την Τζόρτζια, που είχε όνειρο να γίνει πυροσβέστης, όπως ο πατέρας της, αλλά δυστυχώς για εκείνη στη Νέα Υόρκη του 1932, δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να ακολουθήσουν τέτοια επαγγέλματα. Όταν όμως οι πυροσβέστες της πόλης εξαφανίζονται μυστηριωδώς σε μια μεγάλη φωτιά που κατακαίει το Θέατρο Μπρόντγουεϊ, μια χρυσή ευκαιρία παρουσιάζεται για την Τζόρτζια, για να γίνει μέλος της πυροσβεστικής, έστω και σαν Τζό. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά με τις φωνές των Γιώτα Μηλίτση, Βασίλη Μήλιου, Ανδρέα Ευαγγελάτου, Δημήτρη Παπαδάτου, Γιώργου Σκουφή κα.