Εάν ο επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης «θα πρέπει να τον ευγνωμονούμε», δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, νωρίτερα σήμερα, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι».
Ενώ, επί της ουσίας, ζήτησε «να εξηγηθεί πώς είναι δυνατόν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι δημοσιογραφικοί βραχίονες του ΣΥΡΙΖΑ να γνωρίζουν όλα αυτά, τα οποία μόλις χθες ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) ενεχείρισε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Έκανε, εξάλλου, λόγο για «κακοσκηνοθετημένη παράσταση», η οποία «πρέπει να καταλάβουμε ότι δημιουργεί ένα σοβαρό ρήγμα στο πολίτευμα». Για τον, δε, επίμαχο φάκελο, «ο πρωθυπουργός ενημερώνεται ώρες μετά», ανέφερε, ενώ για τον πρόεδρο της ανεξάρτητης Αρχής υποστήριξε πως «εξ αντικειμένου καθίσταται μέρος του πολιτικού παιχνιδιού», προσθέτοντας πως «ο κ. Ράμμος, 3,5 χρόνια δεν έχει ζητήσει να δει ούτε μία φορά τον πρωθυπουργό».
Αναλυτικά, «εφόσον επιλέξει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας, θα υπάρξει άμεση απάντηση. Είναι καλοδεχούμενη, πραγματικά πρέπει να ευγνωμονούμε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εφόσον προβεί στην κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας, για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι θα μας δώσει μία ευκαιρία συνολικά -διότι αυτό είναι το νόημα της πρότασης δυσπιστίας- να συζητήσουμε και να συγκρίνουμε τις δύο διακυβερνήσεις προχωρώντας προς τις κάλπες. Η πρόταση δυσπιστίας αφορά το σύνολο της κυβερνητικής ύλης και για αυτό στην πρόταση δυσπιστίας ομιλούν όλοι οι υπουργοί. Άρα, θα έχουμε μια απτή σύγκρουση μεταξύ των δύο κυβερνητικών θητειών. Είναι πολύ νωπές οι θητείες αυτές. Ο δεύτερος (λόγος) είναι ότι θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε ειδικά για τα θέματα που έχουν εγερθεί».
Επ’ αυτού, ειδικότερα, όπως σημείωσε ο υπουργός Επικρατείας, «πράγματι να δοθούν απαντήσεις και η θέση της κυβέρνησης ήταν πάρα πολύ ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή. Εκείνο που πρέπει να ξεκαθαριστεί, αμφίδρομα αν θέλετε, είναι πώς είναι δυνατόν αυτήν τη στιγμή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι δημοσιογραφικοί βραχίονες του ΣΥΡΙΖΑ να γνωρίζουν εδώ και καιρό πράγματα που δεν γνώριζε κανείς. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εδώ και αρκετό διάστημα, μήνες θα έλεγα, αναφέρεται σε πρόσωπα στα οποία είχε αρθεί το απόρρητο από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, αναφερόταν σε συγκεκριμένες ιδιότητες, φέρεται να γνώριζε πράγματα που δεν γνώριζε κανείς. Σας διαβεβαιώ -και το λέω μετά λόγου γνώσεως αναφερόμενος στον πρωθυπουργό- ότι εμείς δεν είχαμε καμία απολύτως ενημέρωση για τα πρόσωπα για τα οποία είχε ζητηθεί το απόρρητο. Καμία έκθεση της ΕΥΠ δεν είχε φθάσει για τα φερόμενα παρακολουθούμενα πρόσωπα. Πρέπει να εξηγηθεί πώς είναι δυνατόν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι δημοσιογραφικοί βραχίονες του ΣΥΡΙΖΑ να γνωρίζουν όλα αυτά, τα οποία μόλις χθες ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ ενεχείρισε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Φθάνουμε στο άτοπο, δηλαδή. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι γνώριζε και εξέτρεψε το πολίτευμα, ενώ ο ίδιος, εδώ και πολλούς μήνες, γνώριζε όλα αυτά για τα οποία φέρεται να έχει ενημερωθεί μόλις χθες από τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ».
«Αυτό το οποίο ανέφερε συστηματικά ο κ. Τσίπρας, ήταν ότι όλα αυτά καθοδηγούνταν και εξυφαίνονταν από τον πρωθυπουργό. Ο πρωθυπουργός ήταν πάρα πολύ σαφής. Η αξιοπιστία κάθε ανθρώπου κρίνεται από τις πράξεις και τη διαδρομή του. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δεν είχαν καμία απολύτως γνώση για ό,τι συνέβαινε. Εάν υπήρξαν αυτά τα φαινόμενα -εγώ δεν το γνωρίζω- τα οποία υπερέβαιναν τον ρόλο και την αρμοδιότητα της ΕΥΠ, αυτά είναι καταδικαστέα. Υπήρξε ανάληψη πολιτικής ευθύνης, άμεσα, με γενναιότητα. Αποδόθηκαν οι πολιτικές ευθύνες, ήρθε ένα νέο πλαίσιο, το οποίο εκλήθη να θεραπεύσει τις συστημικές παθογένειες της ΕΥΠ και εμείς είπαμε ότι θα προχωρήσουμε μπροστά. Η κυβέρνηση, με όλους τους τόνους, έχει βοηθήσει τη δικαιοσύνη έτσι ώστε να κρίνει όσα συνέβησαν κατά το παρελθόν», συμπλήρωσε ο κ. Γεραπετρίτης.
Επιστρέφοντας δε, στην αρχική φάση της υπόθεσης, «όταν περιήλθε εις γνώσιν του πρωθυπουργού το ζήτημα της νόμιμης άρσης απορρήτου του τηλεφώνου του κυρίου Ανδρουλάκη, αμέσως ανελήφθη η πρωτοβουλία έτσι ώστε να αποδοθούν οι πολιτικές ευθύνες, να αλλάξει η ηγεσία, να αλλάξει το ρυθμιστικό πλαίσιο. Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση δεν πρέπει και δεν οφείλει να γνωρίζει. Αυτή η κακοσκηνοθετημένη χθεσινή παράσταση πρέπει να καταλάβουμε ότι δημιουργεί ένα σοβαρό ρήγμα στο πολίτευμα», τόνισε.
Σε επόμενο, δε, σημείο της συνέντευξης, ο υπουργός Επικρατείας διαπίστωσε πως «σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι υπηρεσίες πληροφοριών ανήκουν στην πολιτική ηγεσία, είτε στον πρωθυπουργό είτε σε έναν υπουργό. Η επιλογή της ελληνικής πολιτείας ήταν να ανήκει σήμερα στον πρωθυπουργό, όπως, άλλωστε, συνέβη και πολλές άλλες φορές κατά τη διάρκεια της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Γιατί θα πρέπει να υπάρχει μια σχετικώς άμεση διασύνδεση όταν προκύπτουν ζητήματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια, να ενημερώνεται στο ανώτατο πεδίο η πολιτική ηγεσία. Εκείνο το οποίο συνέβη, ήταν ο πρωθυπουργός και η πολιτική ηγεσία ουδέποτε έδωσαν εντολή για την άρση απορρήτου οποιουδήποτε πολιτικού ή στρατιωτικού προσώπου. Ουδέποτε περιήλθε στον πρωθυπουργό οποιαδήποτε έκθεση που να αφορά τα ζητήματα αυτά. Ως εκ τούτου δεν γνωρίζει οτιδήποτε σχετικό. Εάν συνέβησαν, τότε θα πρέπει να ερευνηθεί απολύτως από τη δικαιοσύνη. Η ΕΥΠ δεν λειτουργεί ανέλεγκτα […] κάθε άρση απορρήτου γίνεται με μια εισαγγελική διάταξη. Με τη νεότερη νομοθετική ρύθμιση, δύο εισαγγελείς κρίνουν ότι υπάρχει ένας λόγος για να αρθεί το απόρρητο και να διερευνηθούν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «θα πρέπει να σταθμίζουμε ότι τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας δεν πρέπει να καθίστανται βορά στο πολιτικό παιχνίδι. Απολύτως ναι (αυτό κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ) και το λέω κατηγορηματικά. Η χθεσινή παράσταση έχει όλα τα στοιχεία μιας πολιτικής εκμετάλλευσης, η οποία είναι ανοίκεια». Επίσης, ζήτησε «να αποφεύγουμε τις διχαστικές δηλώσεις, πρέπει να πάμε σε εκλογές με σχετική ηρεμία και να αποφασίσει ο ελληνικός λαός επί τη βάσει των προγραμματικών θέσεων».
Εστιάζοντας στα γεγονότα της Τρίτης 24 Ιανουαρίου, (χθες), ο κ. Γεραπετρίτης παρατήρησε πως «ο κ. Τσίπρας από την προηγούμενη έχει δηλώσει ότι θα επισκεφθεί την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το επόμενο πρωί, αίφνης, λίγη ώρα πριν την επίσκεψή του, ανακοινώνει ότι θα επισκεφθεί τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Μη αναμενόμενα βγαίνει από το κτήριο της ΑΔΑΕ κραδαίνοντας έναν φάκελο, ο οποίος φέρεται να έχει τις ιδιότητες προσώπων για τα οποία είχε υπάρξει νόμιμη άρση απορρήτου. Στη συνέχεια και μέσα σε λίγα λεπτά, η επιστολή καθίσταται κοινή τοις πάσι μέσω των δημοσιογραφικών βραχιόνων του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωθυπουργός ενημερώνεται ώρες μετά και στη συνέχεια έχουμε το σκηνικό στο Προεδρικό Μέγαρο».
Ταυτοχρόνως, «ένα σοβαρότατο θεσμικό ολίσθημα είναι η δήλωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν εξερχόμενος από την ΑΔΑΕ δήλωσε ότι υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα. Αυτό είναι βαρύτατη ύβρις για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι θα έπρεπε να γνωρίζει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι η ΑΔΑΕ δεν είναι δικαστήριο και ο κ. Ράμμος δεν είναι δικαστής. Ο κ. Ράμμος λειτουργεί ως διοικητικό όργανο του κράτους. Καλό είναι, όταν ομιλούμε για τα όργανα και τις αρμοδιότητές τους, να γνωρίζουμε ακριβώς τι είναι. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μια τέτοια φράση ενέχει ένα διχαστικό στοιχείο. Υπό την έννοια ότι υπονοεί ότι υπάρχουν δικαστές, οι οποίοι είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα και τον νόμο και, ακολουθώντας τη συνείδησή τους, επιτελούν το έργο τους, και κάποιοι άλλοι, αντιθέτως, αποτελούν πληγή για το πολίτευμα. Αυτό είναι ένα ζήτημα, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει τεράστια θέματα. Καλό είναι να αποδίδουμε τις αληθείς έννοιες στις λέξεις και να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν μιλάμε».
Για το θέμα, εξάλλου, της ενημέρωσης των πολιτικών αρχηγών από την Αρχή, ο υπουργός Επικρατείας επεσήμανε: «Η νομοθεσία προβλέπει ότι γίνεται ενημέρωση των αρχηγών των κομμάτων σχετικά με θέματα που αφορούν τις άρσεις του απορρήτου, η νομοθεσία αυτή ισχύει από το 2003. Και, όπως είχε ερμηνευθεί μέχρι χθες, η ενημέρωση αυτή συνίστατο στις εκθέσεις τις οποίες έστελνε η ΑΔΑΕ και οι οποίες ανέφεραν συνολικά στοιχεία για τον αριθμό των άρσεων, είχαν κάποιες συστημικές παρατηρήσεις και κάποιες προτάσεις βελτίωσης. Ουδέποτε, στα τελευταία είκοσι χρόνια, υπήρξε αναφορά στο ποιος ήταν εκείνος, στο τηλέφωνο του οποίου είχε αρθεί το απόρρητο, και καμία απολύτως προσωποποιημένη αναφορά. Χθες, για πρώτη φορά, επέλεξε η ΑΔΑΕ, διά του προέδρου της -δεν γνωρίζω εάν υπήρχε απόφαση της ολομέλειας- να αλλάξει την ερμηνεία, η οποία είχε αποδοθεί από τον ίδιο τον κ. Ράμμο 3,5 χρόνια και για πρώτη φορά να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς, τον κ. Τσίπρα δηλαδή -τον πρωθυπουργό τον ενημέρωσε πολύ αργότερα- για τα φερόμενα πρόσωπα για τα οποία είχε αρθεί το απόρρητο. Εξ αντικειμένου, ο κ. Ράμμος καθίσταται μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Ο κ. Ράμμος επέλεξε να μεταστρέψει την ερμηνεία σχετικά με την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών, όχι σε ένα πολιτικά ουδέτερο χρόνο, αλλά λίγους μήνες πριν από τις εκλογές. Αυτό συνιστά μία πράξη, την οποία θα έπρεπε να είχε σκεφθεί δύο φορές. Χωρίς να έχει αλλάξει το ρυθμιστικό περιβάλλον, ο κ. Ράμμος επιλέγει, αντί για τις τακτικές εκθέσεις […], να δώσει προσωποποιημένη πληροφόρηση».
Εν κατακλείδι, «οι διοικητικές πράξεις κρίνονται από τα δικαστήρια και ήδη το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει επιληφθεί, νομίζω κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως του κ. Ανδρουλάκη. Ο κ. Ράμμος, εάν θεωρεί ότι υπήρχε η οποιαδήποτε συνταγματική παραβίαση, κατά την άποψή μου, θα όφειλε πρώτα και πάνω από όλα να είχε ενημερώσει τα αρμόδια πολιτειακά όργανα και τον πρωθυπουργό. Ο κ. Ράμμος, 3,5 χρόνια δεν έχει ζητήσει να δει ούτε μία φορά τον πρωθυπουργό. Αντ’ αυτού, υπάρχει μία απολύτως περιοδική συζήτηση με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Τσίπρας έχει επισκεφθεί τα γραφεία της ΑΔΑΕ, ο πρόεδρος της οποίας δεν έκρινε ότι θα έπρεπε να ενημερωθεί ο πρωθυπουργός», υπογράμμισε ο κ. Γεραπετρίτης.
Ως προς τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, τέλος, σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «είναι απόλυτη προνομία του πρωθυπουργού. Όπως έχει πει, από τον Απρίλιο και εντεύθεν θα έχουμε τις εκλογές. Λογίζεται ότι έχει ολοκληρωθεί η τετραετία. Η άνοιξη είναι ένας κατάλληλος χρόνος για να πάμε στις κάλπες. Το διεθνές περιβάλλον είναι αρκετά ρευστό, οφείλουμε να έχουμε την επόμενη ημέρα των εκλογών μία σταθερή κυβέρνηση, η οποία θα σταθεί απέναντι στις προκλήσεις αλλά και τους κινδύνους».