Οι τελευταίες δημοσκοπικές καταγραφές επιβεβαιώνουν τη σταθερή εδώ και αρκετούς μήνες υπεροχή της ΝΔ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις εμφανείς πλέον ενδείξεις αυξανόμενης δυσαρέσκειας των πολιτών τόσο για την οικονομική τους κατάσταση, όσο και για πολλές από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης.
Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Δεν είναι όμως αντιφατικό να συνεχίζει να κερδίζει μια κυβέρνηση που αξιολογείται ως μέτρια; Πράγματι σε συνθήκες δικομματισμού –και το ελληνικό κομματικό σύστημα παραμένει δικομματικό παρά τη σύντομη περίοδο ανασύνθεσής του κατά το διάστημα 2010-2015– η απογοήτευση από την κυβέρνηση οδηγεί με τρόπο αυτόματο τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους από το κυβερνητικό κόμμα στο κόμμα που διεκδικεί την εξουσία από τη θέση της αντιπολίτευσης. Το λεγόμενο μοντέλο «επιβράβευσης και τιμωρίας» της εκάστοτε κυβέρνησης ερμηνεύει ικανοποιητικά τις εκλογικές επιλογές σε συνθήκες δικομματισμού γιατί ο πολίτης πράγματι επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της κυβέρνησης πριν από την κάλπη. Αν η αξιολόγηση είναι θετική, τότε επιβραβεύει την εκάστοτε κυβέρνηση με την ψήφο της. Αν είναι αρνητική, τότε επιθυμεί να τιμωρήσει την κυβέρνηση με την ψήφο του. Και η πιο ηχηρή τιμωρία είναι να ψηφίσει τον βασικό αντίπαλο, δηλαδή την αξιωματική αντιπολίτευση.
Ωστόσο, εμφανίζονται συχνά μικρά εμπόδια σε αυτήν τη φυσική ροή ψηφοφόρων από την κυβέρνηση προς την αντιπολίτευση. Ποια είναι αυτά τα εμπόδια στη συγκεκριμένη περίπτωση; Θα διέκρινα τρία.
Το πρώτο σχετίζεται με την ίδια την οικονομική κατάσταση των πολιτών, η επιδείνωση της οποίας οδηγεί, κατά κανόνα, στην επιλογή τιμωρίας της κυβέρνησης. Υπάρχει όμως μια σημαντική προϋπόθεση εδώ που στην περίπτωσή μας δεν τηρείται: η ευθύνη για την ακρίβεια και άρα την οικονομική κατάσταση του μέσου πολίτη αποδίδεται, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες έρευνες κοινής γνώμης, στη διεθνή συγκυρία, και όχι στην κυβέρνηση. Η εξωγένεια της ευθύνης περιορίζει την τιμωρητική διάθεση σε βάρος της κυβέρνησης.
Το δεύτερο εμπόδιο σχετίζεται με την υψηλή ιεράρχηση από την κοινή γνώμη του πολιτικού διακυβεύματος της σταθερότητας στη διακυβέρνηση, το οποίο θέτουν εμφατικά στο τραπέζι οι εκλογές της απλής αναλογικής. Για ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινής γνώμης, η σταθερότητα επιτυγχάνεται μόνο με αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις, άποψη που ευθυγραμμίζεται με την επιχειρηματολογία που προτάσσει η ΝΔ, ενώ την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να προτιμά κάποιον τύπο συμμαχικής κυβέρνησης, χωρίς την ίδια ώρα να αποσαφηνίζει από ποιους θα αποτελείται μια τέτοια κυβέρνηση.
Το τρίτο εμπόδιο είναι η ίδια η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος διακυβέρνησης. Μόνο 1 στους 4 ψηφοφόρους κρίνουν ότι «τα πράγματα στη χώρα θα ήταν καλύτερα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Πώς θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τα δεδομένα; Πώς θα ανοίξει τη στρόφιγγα των συγκοινωνούντων δοχείων, με άλλα λόγια; Η νίκη για τον ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει είτε αν αυξηθεί το ποσοστό εκείνων που τον βλέπουν ως καλύτερο της ΝΔ, είτε αν αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό εκείνων που τον βλέπουν ως τον λιγότερο κακό.
Το πρώτο είναι δυσκολότερο, καθώς θα πρέπει να πείσει σε ένα σχετικά σύντομο διάστημα για την πληρότητα και την ελκυστικότητα προγραμματικών θέσεων. Απαιτείται δηλαδή σοβαρό υπόβαθρο προεργασίας που δεν είναι εύκολο να γίνει εν μέσω της επικοινωνιακής μάχης της προεκλογικής περιόδου.
Το δεύτερο είναι ευκολότερο, καθώς απαιτεί απλώς από τον ΣΥΡΙΖΑ να άρει τα δύο εμπόδια σχετικά με το οικονομικό και το πολιτικό διακύβευμα που παρουσιάσαμε προηγουμένως. Δηλαδή αφενός να υπερτονίσει ότι η διεθνής κρίση δεν επιβάλλει μόνο έναν και μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης της ακρίβειας και ότι η κυβέρνηση φέρει μέρος της ευθύνης για τη συμπίεση της αγοραστικής δυνατότητας των πολιτών λόγω των επιλογών της. Αφετέρου να προχωρήσει σε μια σαφή πρόταση συμμαχικής διακυβέρνησης στο ΠΑΣΟΚ, ή και σε όποιο άλλο κόμμα, ώστε να καταστήσει σαφές ότι προτείνει μια διαφορετική και σταθερή πρόταση διακυβέρνησης. Και με τις δύο αυτές κινήσεις θα στερήσει από τη ΝΔ δύο σημαντικά άλλοθι που αυτήν τη στιγμή λειτουργούν υπέρ της.