«Το δημόσιο χρέος το οποίο το 2020 είχε ξεπεράσει το 210% του ΑΕΠ αναμένεται να πέσει κάτω από το 170% του ΑΕΠ το 2023» τονίζει στο AnatropiNews, o επίκουρος καθηγητής και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Οικονομική Πολιτική, τη Διακυβέρνηση και την Ανάπτυξη, Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κύριος Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, Δημήτρης Κατσίκας.
Όπως εξηγεί ο ίδιος «καθώς οι γεωπολιτικές παράμετροι λαμβάνονται ολοένα και περισσότερο υπόψη στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής στη νέα πολυπολική εποχή που διαμορφώνεται, ιδιαίτερα μετά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, νομίζω ότι το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις αρνητικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης από-παγκοσμιοποίησης».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
-Κύριε καθηγητά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ από την τρέχουσα χρονιά η χώρα μας θα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα, από πρωτογενές έλλειμμα του ΑΕΠ. Αντίστοιχες εκτιμήσεις κάνει το Ταμείο για σταδιακή μείωση του χρέους. Αυτές οι προβλέψεις πόσο σημαντικές είναι για την ελληνική οικονομία; Να θυμίσουμε ότι ένα τεράστιο πρόβλημα για την ελληνική οικονομία ήταν η «βίαιη» μείωση του ΑΕΠ την περίοδο της κρίσης.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, το 2023 το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα είναι 1,9% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές ισοζύγιο προβλέπεται πράγματι να έχει πλεόνασμα της τάξης του 0,9% του ΑΕΠ. Εφόσον επαληθευτούν οι εκτιμήσεις αυτές, πρόκειται για σημαντικές και θετικές εξελίξεις, καθώς δείχνουν επιστροφή στο δρόμο της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Λόγω των διαδοχικών κρίσεων της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία -με τις αρνητικές της επιπτώσεις στο ενεργειακό κόστος και τον πληθωρισμό- το δημοσιονομικό ισοζύγιο είχε εμφανίσει πολύ μεγάλο έλλειμμα, που ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ το 2020, καθώς η κυβέρνηση χρειάστηκε να πάρει μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Η μείωση αυτή του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν σηματοδοτεί κάποιου είδους «βίαιη» προσαρμογή, όπως έγινε στο παρελθόν, γιατί προέρχεται από την αναπόφευκτη μείωση των δαπανών μετά το πέρας της πανδημίας, αλλά και από τον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας που επιτεύχθηκε τα δύο τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για μια βελτίωση λόγω πολιτικών λιτότητας όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία -εξάλλου όπως βλέπουμε η κυβέρνηση συνεχίζει να κατευθύνει νέα κονδύλια προς στήριξη της οικονομίας και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται και στο ζήτημα του χρέους όπου παρατηρούμε σημαντική αποκλιμάκωση. Το δημόσιο χρέος το οποίο το 2020 είχε ξεπεράσει το 210% του ΑΕΠ αναμένεται να πέσει κάτω από το 170% του ΑΕΠ το 2023.
-Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, πρόσφατα από το Νταβός της Ελβετίας εκτίμησε ότι φέτος δεν θα έχουμε ύφεση, αλλά «αντιθέτως, είναι πιθανό να έχουμε ανάπτυξη πιο κοντά στο 2% απ’ ό,τι στο 1%». Μπορεί να συμβεί αυτό τελικά;
Πράγματι αυτή είναι η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αποτυπώνεται και στον προϋπολογισμό του 2023, όπου η μεγέθυνση της οικονομίας τοποθετείται στο 1,8%. Παρόμοια είναι η εκτίμηση και του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις προβλέψεις της τοποθετεί τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας χαμηλότερα, στο 1%. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε έναν θετικό ρυθμό μεγέθυνσης και αρκετά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που υποστηρίζουν αυτό το αισιόδοξο σενάριο όπως οι συνεχιζόμενες εισροές σημαντικών κονδυλίων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι εξαιρετικές προοπτικές του τουρισμού, οι πολύ καλές πρόσφατες επιδόσεις στον τομέα των εξαγωγών, αλλά και των εισερχόμενων άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς και η αποκλιμάκωση που παρατηρούμε ήδη από τις αρχές του χρόνου στο κόστος ενέργειας, η οποία αναμένεται να οδηγήσει και σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Βέβαια, σε κάποιο βαθμό όλα αυτά εξαρτώνται και από την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, συνεπώς υπάρχει ένα βαθμός αβεβαιότητας. Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και χρειάζονται συνεχείς και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου τα υψηλά ποσοστά μεγέθυνσης της οικονομίας να καταστούν διατηρήσιμα και στο μακροπρόθεσμο διάστημα.
-Σύμφωνα με την εαρινή έκθεση του ΔΝΤ «οι παρεμβάσεις πολιτικής που υιοθετούνται στο όνομα της οικονομικής ή εθνικής ασφάλειας μπορούν να έχουν ακούσιες συνέπειες ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν σκόπιμα για οικονομικά οφέλη σε βάρος άλλων». Αυτό τι σημαίνει ακριβώς;
Αν και θα έπρεπε να γνωρίζω το συγκείμενο για μπορώ να απαντήσω με σιγουριά, εικάζω πως πρόκειται για μια αναφορά στην πάγια θέση του ΔΝΤ, ως υπερασπιστή της φιλελεύθερης, διεθνούς οικονομικής τάξης. Συχνά, τα κράτη χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία ζητήματα οικονομικής και εθνικής ασφάλειας υιοθετούν μέτρα οικονομικής πολιτικής, όπως προστατευτικά εμπορικά μέτρα, κυρώσεις, επιδοτήσεις, κοκ., τα οποία στρέφονται κατ’ ουσίαν έναντι ξένων οικονομικών δρώντων. Καθώς οι γεωπολιτικές παράμετροι λαμβάνονται ολοένα και περισσότερο υπόψη στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής στη νέα πολυπολική εποχή που διαμορφώνεται, ιδιαίτερα μετά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, νομίζω ότι το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις αρνητικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης από-παγκοσμιοποίησης.
-Την ίδια στιγμή δεν γίνεται καμία αναφορά στο γεγονός ότι «δεκάδες εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με την πείνα», όπως επισημαίνει η οργάνωση Oxfam. Καμία συζήτηση δεν γίνεται επίσης για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης αλλά και του COVID-19. Μήπως τελικά τα θέματα δεν ιεραρχούνται όπως θα έπρεπε;
Πράγματι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη που στερούνται βασικών αγαθών και αυτό δεν είναι μυστικό. Ωστόσο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι ανισότητες παγκοσμίως -μεταξύ Βορρά και Νότου- έχουν μειωθεί, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, καθώς η ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία πολλών χωρών, ιδιαίτερα στην Ασία (π.χ. Κίνα, Ινδία, Βιετνάμ, κοκ.), έχει αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα και έχει βγάλει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από την φτώχεια. Ωστόσο, υπάρχει μια αλλαγή τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, καθώς καταγράφεται αύξηση της φτώχειας και επισιτιστική κρίση σε πολλές αναπτυσσόμενες και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, λόγω της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτό είναι κάτι που το έχουν αναδείξει όλοι οι μεγάλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ. Συνεπώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη ότι δεν γίνεται συζήτηση για αυτά τα ζητήματα. Θα σας έλεγα ως ερευνητής, ότι τα τελευταία χρόνια δεν συζητείτε σχεδόν τίποτα άλλο διεθνώς εκτός από τις επιπτώσεις της πανδημίας και τις πολιτικές μετάβασης προς την πράσινη οικονομία. Στην τελευταία έκδοση μάλιστα της εξαμηνιαίας έκθεσης του ΔΝΤ υπάρχουν δύο κεφάλαια αφιερωμένα στις επιπτώσεις της πανδημίας στους μισθούς και στις επιπτώσεις των πολιτικών απανθρακοποίησης της οικονομίας αντίστοιχα. Το αν αυτές οι μελέτες λαμβάνονται υπόψη στη διαμόρφωση πολιτικών διεθνώς είναι άλλο θέμα και εξαρτάται από τα κράτη, τα οποία κινούνται με βάση το δικό τους εθνικό συμφέρον.