Το τέλος της περιόδου αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση («ρήτρα διαφυγής») ανήγγειλε η Κομισιόν, χωρίς όμως να επανέρχονται σε πλήρη εφαρμογή οι δρακόντειοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Για το 2024, που είναι ένα μεταβατικό έτος μέχρι να συμφωνηθούν οι αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες, τα κράτη μέλη καλούνται να καταρτίσουν τους προϋπολογισμούς με βάση εθνικούς στόχους που θα συμφωνηθούν με τις Βρυξέλλες, οι οποίοι θα είναι περισσότερο αυστηροί για τα κράτη με μεγάλο χρέος, όπως η Ελλάδα.
Η Επιτροπή κατέληξε σε αυτή τη συμβιβαστική λύση μερικής επαναφοράς των δημοσιονομικών κανόνων, καθώς σημειώνεται πολύ αργή πρόοδος στις διαπραγματεύσεις στο Ecofin για το νέο πλαίσιο και επειδή αναγνωρίζεται από όλους η ανάγκη να μην εφαρμοσθούν παλαιοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα ήταν εντελώς παράλογο να εφαρμοσθούν στις σημερινές συνθήκες, μετά τη μεγάλη αύξηση χρέους σε όλες τις χώρες στη διάρκεια της πανδημίας.
Για παράδειγμα, ένας κανόνας που θεωρείται εντελώς αδύνατο να εφαρμοσθεί είναι ο γερμανικής εμπνεύσεως κανόνας, που ορίζει ότι τα κράτη με χρέος που υπερβαίνει το όριο του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να το μειώνουν κάθε χρόνο κατά το 5% της υπέρβασης. Μια χώρα, όπως η Ελλάδα, με χρέος στο 180% του ΑΕΠ, θα όφειλε, με βάση αυτόν τον κανόνα, να μειώσει το χρέος το 2024 κατά 6% του ΑΕΠ, ενώ μεγάλες μειώσεις θα ήταν υποχρεωμένες να πετύχουν τα περισσότερα κράτη, αφού έχουν πλέον απομακρυνθεί πολύ από το όριο του 60%.
Έτσι, η Κομισιόν κρατά τους βασικούς κανόνες για τα όρια ελλείμματος και χρέους (3% και 60%, αντίστοιχα), αλλά κάνει δύο προσωρινού χαρακτήρα αλλαγές, με βάση το κείμενο καθοδήγησης προς τα κράτη μέλη που παρουσίασε σήμερα, ενόψει της κατάρτισης, τον Μάιο, των νέων μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής. Δύο αλλαγές που ενσωματώνουν ιδέες οι οποίες ήδη συζητούνται για την κατάρτιση του νέου δημοσιονομικού πλαισίου:
- Κάθε χώρα θα ακολουθεί τη δική της δημοσιονομική πολιτική, με δικούς της στόχους για το έλλειμμα και το χρέος, οι οποίοι θα διαμορφώνονται με βάση και τις υποδείξεις που θα κάνει σε κάθε χώρα ξεχωριστά η Κομισιόν. Με άλλα λόγια, δεν θα υπάρχει η ομοιόμορφη υποχρέωση μείωσης του χρέους κατά 5% της υπέρβασης από τον στόχο του 60%, αλλά θα υπάρχει ευελιξία για να ασκεί κάθε εθνική κυβέρνηση την πολιτική της, υπό τον όρο ότι θα κρίνεται και από την Κομισιόν ότι είναι δημοσιονομικά συνετή και δεν οδηγεί σε μονοπάτια διόγκωσης του χρέους. Ειδικά για τις χώρες με μεγάλο χρέος, όπως η Ελλάδα, η Κομισιόν θα επιμένει σε μια πολιτική που θα διασφαλίζει τη μείωσή του. Έτσι, έρχεται και πάλι στο προσκήνιο ο παλαιός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, που είχε θεωρηθεί ότι θα διασφάλιζε τη βιωσιμότητα του χρέους, αν και η κυβέρνηση περιμένει ότι, στη διαβούλευση που θα γίνει με την Κομισιόν, ο στόχος που θα τεθεί θα είναι αρκετά χαμηλότερος.
- Το νέο δημοσιονομικό μέγεθος, που θα παρακολουθεί πλέον η Κομισιόν και θα αποτελεί την ακρογωνιαία λίθο των δημοσιονομικών προγραμμάτων θα είναι οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, από τις οποίες θα εξαιρούνται οι δαπάνες τόκων και οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της κυκλικής ανεργίας. Οι συστάσεις που θα δώσει σε κάθε κράτος η Κομισιόν θα διαμορφώνουν, ουσιαστικά, ένα πλαφόν στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες και το οποίο θα αποτελεί την «άγκυρα» ολόκληρης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κομισιόν θα διατυπώσει συστάσεις στις κυβερνήσεις ειδικά για τις δαπάνες για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, οι οποίες ήταν εξαιρετικά αυξημένες το 2022 και συνολικά ανήλθαν στο 1,2% του ΑΕΠ. Επίσης, η Κομισιόν τονίζει ότι δεν θα πρέπει να κριθεί φέτος αν κάποιες χώρες θα πρέπει να υπαχθούν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, αλλά σημειώνει ότι αυτό θα γίνει το 2024, με βάση τα αποτελέσματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2023.
Η ανακοίνωση της Κομισιόν
Ειδικότερα, η Κομισιόν ανακοίνωσε σήμερα ότι παρέχει σήμερα καθοδήγηση στα κράτη μέλη σχετικά με την άσκηση και τον συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής για το επόμενο έτος. Όπως τονίζει, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές πραγματοποιούνται καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις σχετικά με το μελλοντικό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Συνολικά, οι δημοσιονομικές πολιτικές το 2024 θα πρέπει να διασφαλίζουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και να προωθούν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη σε όλα τα κράτη μέλη.
Ειδικότερα, η Κομισιόν σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι:
Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία προβλέπει προσωρινή απόκλιση από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις που ισχύουν συνήθως σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης, θα απενεργοποιηθεί στο τέλος του 2023. Μετά την έξοδο από την περίοδο κατά την οποία ίσχυε η γενική ρήτρα διαφυγής θα επαναληφθούν οι ποσοτικοποιημένες και διαφοροποιημένες ειδικές ανά χώρα συστάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική.
Οι συζητήσεις για ένα αναθεωρημένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, με βάση τους προσανατολισμούς της Επιτροπής που παρουσιάστηκαν τον Νοέμβριο του 2022, βρίσκονται σε εξέλιξη. Έως ότου τεθεί σε εφαρμογή ένα νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης και ενόψει της νέας πραγματικότητας μετά την πανδημία, δεν είναι σκόπιμο να επιστρέψουμε στην αποκλειστική εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ίσχυαν πριν από την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2020.
Δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη θεσπιστεί νέο θεσμικό πλαίσιο, με βάση το αποτέλεσμα της εν εξελίξει επανεξέτασης της οικονομικής διακυβέρνησης, το ισχύον νομικό πλαίσιο εξακολουθεί να ισχύει. Ταυτόχρονα, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια αποτελεσματική γέφυρα προς τους μελλοντικούς δημοσιονομικούς κανόνες και να ληφθούν υπόψη οι τρέχουσες προκλήσεις, ορισμένα στοιχεία των μεταρρυθμιστικών προσανατολισμών της Επιτροπής που συνάδουν με την ισχύουσα νομοθεσία θα μπορούσαν ήδη να ενσωματωθούν στον κύκλο δημοσιονομικής εποπτείας.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι έτοιμη να προτείνει ειδικές ανά χώρα συστάσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική για το 2024, οι οποίες θα περιλαμβάνουν ποσοτική απαίτηση, καθώς και ποιοτική καθοδήγηση σχετικά με τα επενδυτικά και ενεργειακά μέτρα. Οι συστάσεις αυτές θα συνάδουν με τα κριτήρια που προτείνονται στους προσανατολισμούς της Επιτροπής, ενώ παράλληλα θα παραμένουν συνεπείς με την ισχύουσα νομοθεσία στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Κατευθυντήριες γραμμές για την κατάρτιση σχεδίων σταθερότητας και σύγκλισης: Τα κράτη μέλη καλούνται να καθορίσουν δημοσιονομικούς στόχους στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης που συμμορφώνονται με τα κριτήρια δημοσιονομικής προσαρμογής που καθορίζονται στους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής. Καλούνται επίσης να συζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο τα μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά τους σχέδια αναμένεται να συμβάλουν στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων των στόχων της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης και ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στους προσανατολισμούς των μεταρρυθμίσεων.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι έτοιμη να προτείνει ειδικές ανά χώρα συστάσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική για το 2024, οι οποίες θα είναι σύμφωνες με τους δημοσιονομικούς στόχους που θέτουν τα κράτη μέλη στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης, εφόσον οι στόχοι αυτοί συνάδουν με τη διασφάλιση ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους βαδίζει προς τα κάτω ή παραμένει σε συνετό επίπεδο και ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Επίσης, οι συστάσεις θα ποσοτικοποιούνται και διαφοροποιούνται με βάση τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά το δημόσιο χρέος. Οι συστάσεις θα διαμορφώνονται με βάση τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, όπως προτείνεται στους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής.
Επιπλέον, η Επιτροπή θα συνεχίσει να δίνει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις στις ειδικές ανά χώρα συστάσεις της σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να προστατεύουν τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ιδίως για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και τους στόχους ανθεκτικότητας.
Οι ειδικές ανά χώρα συστάσεις θα παρέχουν επίσης καθοδήγηση σχετικά με το δημοσιονομικό κόστος των ενεργειακών μέτρων.
Εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος: Δεδομένης της επίμονα υψηλής αβεβαιότητας για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές στην παρούσα συγκυρία, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αν θα υπαχθούν τα κράτη μέλη στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος την άνοιξη. Η Επιτροπή θα προτείνει στο Συμβούλιο να κινήσει διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος με βάση το έλλειμμα την άνοιξη του 2024 με βάση τα στοιχεία για το αποτέλεσμα της εκτέλεσης προϋπολογισμού για το 2023, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές διατάξεις.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψη κατά την εκτέλεση των προϋπολογισμών τους για το 2023 και κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης την άνοιξη και των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων για το 2024 το φθινόπωρο.
Επικείμενες προτάσεις για την οικονομική διακυβέρνηση: Οι συζητήσεις σχετικά με τη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης σημειώνουν πρόοδο, σε συνέχεια των προσανατολισμών της Επιτροπής που παρουσιάστηκαν τον Νοέμβριο του 2022, με την εμφάνιση σύγκλισης απόψεων σε διάφορα βασικά ζητήματα. Άλλα ζητήματα πρέπει να αποσαφηνιστούν. Η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2023.