Έναν χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή, η μετατροπή του πολέμου σε μία γενικευμένη σύγκρουση αποτελεί έναν όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αποκλείσουμε την παροχή στρατιωτικής υποστήριξης της Κίνας προς τη Ρωσία, κάτι που θα οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από την Ουάσινγκτον στο Πεκίνο και τη συνακόλουθη κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
του Michel Duclos (*)
Ένα άλλο σενάριο είναι το άνοιγμα ενός «δεύτερου μετώπου», για παράδειγμα στο Ιράν, που θα οδηγήσει σε μία γενικότερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Για τους Δυτικούς, το δίλημμα μοιάζει με εκείνο που περιέγραφε το 1951 ο Ρεϊμόν Αρόν: «Να κερδίσεις τον περιορισμένο πόλεμο για να μη χρειαστεί να διεξαγάγεις έναν ολοκληρωτικό πόλεμο».
Οι ηγέτες μας πρέπει να σκεφτούν σοβαρά αυτό το δίλημμα, πολύ περισσότερο καθώς φαίνεται να αναδύεται μία νέα εποχή συγκρούσεων ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, υπό το βλέμμα ενός Νότου με νέα, αχαλίνωτα μέλη (Ινδία, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ιράν) που κοιτάζουν αποκλειστικά τα συμφέροντά τους.
Οι μεγάλοι παίκτες της Δύσης (και οι σύμμαχοί τους στην Ασία) πρέπει να λάβουν υπόψη δύο επιβαρυντικούς παράγοντες. Ο ένας είναι η αύξηση του πυρηνικού κινδύνου και ο δεύτερος είναι η ουσιαστική αχρήστευση του Συμβουλίου Ασφαλείας λόγω των κωλυμάτων που θέτουν οι Ρώσοι. Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν; Η πιο άμεση δράση αφορά την Ουκρανία. Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να εργαστούν για τον τερματισμό του πολέμου το συντομότερο δυνατό, όχι επικυρώνοντας τα εδαφικά κέρδη των Ρώσων, αλλά παρέχοντας στις ουκρανικές δυνάμεις τα μέσα που χρειάζονται για να διασπάσουν το ρωσικό μέτωπο και να απειλήσουν σοβαρά τις ρωσικές θέσεις στην Κριμαία. Μόνο εάν ο Πούτιν νιώσει ότι μπορεί να χάσει την Κριμαία θα συρθεί σε διαπραγματεύσεις, έστω κι αν παραλλήλως απειλεί με τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Το δεύτερο που πρέπει να κάνει η Δύση είναι να αποκαταστήσει με τον Νότο μία σχέση εμπιστοσύνης. Ο Πρόεδρος Μακρόν έχει δίκιο που παίρνει πρωτοβουλίες σε αυτήν την κατεύθυνση για την καλύτερη συνδιαχείριση των «παγκοσμίων κοινών αγαθών» (κλίμα, βιοποικιλότητα, ανάπτυξη, υγεία κ.λπ.). Τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας θα μπορούσαν, επίσης, να εξετάσουν τη δυνατότητα διεύρυνσης ή μεταρρύθμισης του Συμβουλίου, καθώς και περιορισμού του δικαιώματος του βέτο.
Η τρίτη γραμμή δράσης είναι η Ευρώπη. Έχει ζωτική σημασία για την τελευταία να σχεδιάσει τον εξοπλισμό της, ώστε να μην είναι υποχείριο της Ανατολής ή της Δύσης. Προϋπόθεση για μία ισχυρή Ευρώπη, όμως, είναι η αναγνώριση του παράγοντα που την απειλεί, και δεν είναι άλλος από τη ρωσική ηγεμονία.
(*) O Μισέλ Ντικλό είναι πρέσβης ε.τ. και σύμβουλος στο Institut Montaigne
(Πηγή: Le Monde)