Μετακινείται, για την προσεχή εβδομάδα, η εισαγωγή στην ολομέλεια του νομοσχεδίου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας όσο αφορά την ιδιωτικοποίηση της παροχής νερού.
Η επεξεργασία του νομοσχεδίου, ολοκληρώνεται σήμερα Δευτέρα, σε β΄ ανάγνωση, στην επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής και ο αρχικός προγραμματισμός ήταν να συζητηθεί και να ψηφιστεί στην ολομέλεια, σε μια συνεδρίαση, την τρέχουσα εβδομάδα. Όπως όμως ανακοινώθηκε και στη Διάσκεψη των προέδρων που έγινε νωρίτερα σήμερα, και στην έναρξη της β΄ ανάγνωσης στην επιτροπή της Βουλής, η συζήτηση στην ολομέλεια θα γίνει την προσεχή εβδομάδα, προκειμένου να διατεθούν δύο συνεδριάσεις και όχι μια συνεδρίαση, δεδομένου ότι το νομοσχέδιο αρθρώνεται σε πολλά άρθρα και θα πρέπει να δοθεί χρονική άνεση για να λάβουν τον λόγο το δυνατό περισσότεροι βουλευτές.
Τις προηγούμενες ημέρες, κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στην επιτροπή της Βουλής, μεγάλο μέρος της κριτικής των κομμάτων της αντιπολίτευσης επικεντρώθηκε στην μεταβίβαση της αρμοδιότητας για το νερό στη ΡΑΕ. Η κυβέρνηση έχει υπογραμμίσει ότι οι πάροχοι ύδατος στην Ελλάδα είναι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις και ότι αυτό περιγράφεται, με σαφήνεια, στο σχέδιο νόμου. Έχει διαβεβαιώσει παράλληλα ότι θέλει να διατηρήσει το δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών παροχής ύδατος, και του πόσιμου νερού στις πόλεις και του αρδευτικού νερού στις καλλιέργειες. Όπως όμως έχει δηλώσει, σήμερα ο έλεγχος είναι πλημμελής και γι΄ αυτό απαιτείται συστηματικά να ελέγχει και να εποπτεύει μια δημόσια ανεξάρτητη αρχή.
Την ίδια ώρα ωστόσο οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) επισημαίνουν ότι στο νομοσχέδιο (άρθρο 11) ορίζεται πως η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (σ.σ. σήμερα είναι η ΡΑΕ) θα πρέπει να «παρακολουθεί και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών ύδατος σε τρίτους». Ευλόγως συνεπώς, όπως σημειώνουν «όλοι οι φορείς της αυτοδιοίκησης έχουν την άποψη ότι, εν τέλει, πίσω από την υπόθεση αυτή, κρύβεται ιδιωτικοποίηση». Στο ίδιο περίπου κλίμα κινούνται και οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΣΔΑ), οι οποίοι ζητούν ενίσχυσή τους, με μόνιμο προσωπικό, και απόσυρση του νομοσχεδίου.
H ίδια η Ρυθμιστική Ενέργειας έχει δηλώσει για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στο νερό και στα απόβλητα, ότι το κύριο αντικείμενο της δεν είναι ρυθμιστικό. Είναι εποπτικό και διαχειριστικό. Σε κάθε περίπτωση για να ανταποκριθεί στον ρόλο της ζητάει υποστήριξη, σε προσωπικό και μέσα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει ότι το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό και κινείται αντίθετα με την απόφαση του ΣτΕ για το νερό. «Το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν, για να ρυθμίζεται σε καθεστώς αγοράς», έχουν υπογραμμίσει. Έχουν καταγγείλει επίσης και σωρεία φωτογραφικών διατάξεων για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, και στα άλλα μέρη του σχεδίου νόμου και καταλογίζουν στην κυβέρνηση ότι «ολοκληρώνει συμβόλαια» λίγο πριν τη λήξη της θητείας της.
Υπενθυμίζεται πως αυτή είναι η μία από τις δύο κινήσεις της κυβέρνησης προς την ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου αγαθού, μέσα σε λίγες μέρες, με την δεύτερη να είναι η ιδιωτικοποίηση του ογκολογικού νοσοκομείου παίδων.
Αντίθετος ο Καλογιάννης
Μια σημαντική διαφοροποίηση από το εσωτερικό της κυβερνητικής πλειοψηφίας καταγράφηκε τη Δευτέρα πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο ανοίγει «παράθυρο» για ιδιωτικοποίηση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης.
Ο γαλάζιος βουλευτής της ΝΔ, Σταύρος Καλογιάννης εξέφρασε ανοικτά την αντίθεσή του, υποστηρίζοντας ότι ενέργεια και ύδατα είναι δύο αγαθά που έχουν διαφορετικές εμπορικές προσεγγίσεις και «αλληλοσυγκρουόμενες στοχεύσεις».
«Μια Ρυθμιστική αρχή θα καλούνταν καθημερινά να σταθμίσει τα δύο αυτά αγαθά θέτοντας εν αμφιβόλω την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας», είπε χαρακτηριστικά επιμένοντας ότι το Υπουργείο θα πρέπει να διατηρήσει την εποπτεία κι όχι η ρυθμιστική αρχή.
Θα πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι ενώ η συζήτηση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής είχε προγραμματιστεί για αύριο 14/3, τελικά θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα (Δευτέρα – Τρίτη), καθώς κρίθηκε ότι απαιτούνται περισσότερες ημέρες συζήτησης.