Στο Ecofin1 που έλαβε χώρα την Τρίτη 14.03 συμφωνήθηκαν οι βασικές συντεταγμένες για το πλαίσιο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής που θα ισχύει από το 2024, έτος που – όπως όλα δείχνουν – θα ανασταλεί η ρήτρα διαφυγής και θα (επαν)ενεργοποιηθεί το (αναθεωρημένο) Σύμφωνο Σταθερότητας.
Παράλληλα οι Υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με τα κράτη – μέλη προκειμένου έως το τέλος του τρέχοντος έτους να οριστικοποιηθεί το νέο πλαίσιο και να λάβει την απαραίτητη νομοθετική ισχύ.
Το κείμενο των αποφάσεων του Ecofin στηρίζεται στην πρόταση που είχε καταθέσει ο αρμόδιος Επίτροπος της DGEcFin Paolo Gediloni τον περασμένο Νοέμβριο και την είχαμε αναλύσει σε άρθρο στο Kreport 2. Οι πιο βασικές κατευθύνσεις-συγκλίσεις που εμπεριέχονται στο κείμενο του Ecofin είναι οι εξής:
1. Οι στόχοι για το ετήσιο έλλειμμα (3%/ΑΕΠ) και τον λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ (60%/ΑΕΠ) που εμπεριέχονται στην Συνθήκη της Ε.Ε. παραμένουν αμετάβλητοι. Το αναθεωρημένο πλαίσιο θα διασφαλίζει ότι τα συγκεκριμένα όρια θα τηρούνται τρόπο αποτελεσματικό, αποδοτικό και βιώσιμο.
2. Το σύνολο των κρατών-μελών υποχρεούνται να παρουσιάσουν εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια τους, τα οποία θα οφείλουν να καλύπτουν τη δημοσιονομική πολιτική, τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα ειδικά χαρακτηριστικά (της κάθε χώρας) όσο και τις κοινές ευρωπαϊκές προκλήσεις (πληθωρισμός και επιτόκια αναχρηματοδότησης, κλιματική αλλαγή, δημογραφικές επιπτώσεις, ψηφιακή μετάβαση, ανταγωνιστικότητα κ.α.)
3. Στα εθνικά σχέδια θα περιγράφεται με σαφήνεια το δημοσιονομικό «μονοπάτι», με τον δείκτη των «καθαρών πρωτογενών δαπανών» να αποτελεί τον βασικό συντελεστή παρακολούθησης της δημοσιονομικής πορείας.
4. Η προετοιμασία των σχεδίων θα γίνεται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλισθεί μια κοινή μεθοδολογία. Οι απαραίτητες επικαιροποιήσεις και οι όποιες πιθανές τροποποιήσεις θα αξιολογούνται από την Επιτροπή, με κοινή μεθοδολογία ενώ στο τέλος θα είναι απαραίτητη η έγκριση από το Συμβούλιο.
5. Σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο της DGEcFin, εμπεριέχεται πλέον η συμπερίληψη του εκλογικού κύκλου ως πιθανού παράγοντα αναθεώρησης των εθνικών σχεδίων, υπό την προϋπόθεση κατάθεσης του ανάλογου αιτήματος από την ενδιαφερόμενη χώρα.
6. Δίνεται η δυνατότητα παράτασης της δημοσιονομικής προσαρμογής, υπό την δεσμευτική προϋπόθεση ότι το εκάστοτε κράτος-μέλος θα παρουσιάσει ένα αναθεωρημένο συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα συμβάλλει στην ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.
7. Για τα κράτη-μέλη με δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ άνω του 60%, τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η αναλογία θα μειώνεται σταθερά. Για τα κράτη-μέλη με ποσοστό χρέους κάτω του 60% που αντιμετωπίζουν οικονομικές προκλήσεις, το εθνικό σχέδιο θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο λόγος χρέος/ΑΕΠ θα παραμένει σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Για τα κράτη-μέλη με χαμηλές προκλήσεις για το δημόσιο χρέος η δημοσιονομική πορεία στα εθνικά σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το έλλειμμα διατηρείται αξιόπιστα κάτω από 3% σε συνεχή βάση ή μειώνεται επαρκώς προς αυτήν την κατεύθυνση, με τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ να διατηρείται στα επιτρεπτά επίπεδα.
8. Η εξέταση της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος βάσει παραβίασης του κριτηρίου του χρέους θα πρέπει να ξεκινά στην περίπτωση απόκλισης από τη συμφωνημένη δημοσιονομική πορεία για την ικανοποίηση του στόχου (του χρέους).
9. Η γενική ρήτρα διαφυγής στο ενδεχόμενο έκτακτων κλυδωνισμών της ευρωπαϊκής οικονομίας θα διατηρηθεί στην φαρέτρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
10. Παράλληλα θα δίνεται η δυνατότητα ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής για μεμονωμένες περιπτώσεις στο ενδεχόμενο εκδήλωσης καταστάσεων που θα θεωρούνται εκτός του ελέγχου της εκάστοτε κυβέρνησης, κατόπιν έγκρισης από το Συμβούλιο.
11. Η Διαδικασία Μακροοικονομικής Ανισορροπίας παραμένει κεντρική για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διόρθωση των ενδεχόμενων ανισορροπιών.
Στο ίδιο μήκος κύματος το Eurogroup 3 της Δευτέρας 13.03 κάλεσε τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης να προχωρήσουν στη σταδιακή απόσυρση των γενικευμένων μέτρων στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ελήφθησαν κατά την περίοδο κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης και τον παράλληλο περιορισμό τους μόνο προς τις πιο ευάλωτες περιπτώσεις. Παράλληλα τονίσθηκε ότι τα όποια μέτρα οφείλουν να έχουν προσωρινό χαρακτήρα προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημοσιονομική ισορροπία.
Το επόμενο διάστημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς απαραίτητο στοιχείο για τις κατευθυντήριες γραμμές της διαβούλευσης μεταξύ Ε.Ε. και μελών-κρατών θα έχουν οι πιθανές αποφάσεις που θα παρθούν στο κορυφαίο επίπεδο της επικείμενης Συνόδου Κορυφής. Οι ισχυρές χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, προεξάρχουσας της Γερμανίας, έχοντας θέσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση του ζητήματος του πληθωρισμού θεωρούν ως ενδεδειγμένη λύση τη σύσφιξη τόσο της δημοσιονομικής όσο και της νομισματικής πολιτικής χωρίς εξαιρέσεις «χαλάρωσης» σε κάποιες χώρες-μέλη. Όσον αφορά το πολιτικό ζήτημα που είχε αρχικά τεθεί σχετικά με την ενδυνάμωση του ρόλου της Ε.Ε., ο καθαριστικός ρόλος που δόθηκε στο Συμβούλιο των Υπουργών για την τελική έγκριση των εθνικών σχεδίων και η τήρηση των συμφωνημένων ορίων για το έλλειμμα και το χρέος δημιούργησαν το κατάλληλο πλαίσιο συμβιβασμού για τον καθορισμό των επιμέρους ρόλων.
Παράλληλα, αρκετές χώρες έχουν βάλει στο τραπέζι ενδιαφέρουσες προτάσεις όπως η εξαίρεση των επενδύσεων για την «πράσινη» μετάβαση και των δαπανών για αμυντικούς εξοπλισμούς και την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού από τη μέτρηση του ετήσιου ελλείμματος, σημεία που θα αποτελέσουν μέρη της διαπραγμάτευσης στο επίπεδο των αρχηγών κρατών.
Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε για την Ελλάδα είναι η μετάβαση σε μια νέα φάση, πιο απαιτητική και λιγότερο γενναιόδωρη σε σύγκριση με την τελευταία τριετία. Μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών το μίγμα των μέτρων στήριξης (τα διάφορα επιδόματα με τον χαρακτηριστικό τίτλο pass και οι επιχορηγήσεις στους ενεργειακούς λογαριασμούς) δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί ως προς την μεθοδολογία και τη στόχευση του. Η επόμενη ημέρα σαφώς θα είναι διαφορετική, αλλά οφείλουμε να παραδεχθούμε πιο ευνοϊκή σε σύγκριση με τις απαιτήσεις του ισχύοντος ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Ταυτόχρονα, χωρίς να γνωρίζουμε το ακριβές ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα πρέπει να επιτύχουμε από το 2024 (με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να το φέρουν στην περιοχή του 2%/έτος) είναι προφανείς οι αυξημένες απαιτήσεις και τα καθήκοντα των πολιτικών κομμάτων για τον σχεδιασμό του απαιτητού αναλυτικού εθνικού σχεδίου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.
* Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός – Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report