Κανείς δεν είπε ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι απλή υπόθεση – ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε τον τελευταίο χρόνο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μπορεί να ξεκαθάρισε την εικόνα στη Δύση, να υποχρέωσε ακόμη και το ΝΑΤΟ να συνέλθει από την …εγκεφαλική του βλάβη, αλλά προκάλεσε νέες ισορροπίες, ακόμη πιο περίπλοκες σχέσεις και ανέδειξε καινούργιους παίκτες, οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση την παγκόσμια τάξη.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα, στη Δύση επιστρατεύτηκαν ψυχολόγοι, επικοινωνιολόγοι και ειδικοί στη γλώσσα του σώματος προκειμένου να επιβεβαιώσουν αυτό που ήταν ήδη γνωστό: οι ρόλοι είχαν πλέον αντιστραφεί. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν έχει πλέον πίσω του τη μεγάλη «αρκούδα» ή την πάλαι ποτέ αδιαφιλονίκητη υπερδύναμη.
Ο Σι έφθασε στη Μόσχα ως κάτι πολύ περισσότερο από εμπορικός και πολιτικός εταίρος. Η γλώσσα του σώματος, σύμφωνα με τους ειδικούς, αποκάλυψε σχέση «κυρίαρχου μεγάλου αδελφού» με κάποιον εμφανώς πιο αδύναμο. Είναι ούτως ή άλλως σαφές ότι o ρώσος πρόεδρος, μέσα στην απομόνωσή του, χρειαζόταν αυτήν την επίσκεψη πολύ περισσότερο από όσο τη χρειαζόταν ο κινέζος ομόλογός του, ο οποίος τον στηρίζει μόνο τόσο όσο χρειάζεται για να μην καταρρεύσει, κρατώντας τον υποτελή.
Ταυτόχρονα, με το βλέμμα στην Ταϊβάν, ο κινέζος πρόεδρος έχει κάθε συμφέρον να υπονομεύει τη νομιμοποίηση των διεθνών κυρώσεων. «Οι δύο ηγέτες εξαρτώνται ουσιαστικά ο ένας από τον άλλον, αλλά η σχέση μεταξύ των δύο χωρών έχει πλέον αντιστραφεί: Ο Πούτιν δεν είναι πλέον παρά o σερβιτόρος του Σι και η Ρωσία ένα εκπτωτικό πρατήριο βενζίνης για την Κίνα», σχολίασε χαρακτηριστικά ο Κρίστοφ Χόισγκεν, επικεφαλής της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια και επί χρόνια διπλωματικός σύμβουλος της Άγγελα Μέρκελ.
Ποιος είναι το αφεντικό;
Φτηνό βενζινάδικο λοιπόν η Ρωσία; Και ο Πούτιν γκαρσόνι; Την εποχή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, το δόγμα στην εξωτερική πολιτική ήταν «κρύβε τις δυνατότητές σου, περίμενε την ώρα σου, μην παίρνεις ποτέ το προβάδισμα». Η Κίνα έπρεπε να μεγαλώνει αθόρυβα, να μην προκαλεί και να μην παίρνει (σαφή) θέση.
Ο Σι ωστόσο δεν φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη του ιστορικού ηγέτη της χώρας περί διακριτικής παρουσίας. Έφτιαξε σχεδόν από το μηδέν πολεμικό ναυτικό, το οποίο θα είναι το μεγαλύτερο του κόσμου έως το 2035, σχεδιάζει ναυτική βάση στην Ισημερινή Γουινέα, εκτελεί ναυτικές ασκήσεις με τη Ρωσία στη Βαλτική και δείχνει προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι σε θέση να αναλάβει στρατιωτική δράση ανά πάσα στιγμή.
Έχει όμως και περίεργη αίσθηση του χιούμορ – και της πραγματικότητας. Έφθασε στη Μόσχα μόλις λίγες ώρες μετά την έκδοση διεθνούς εντάλματος σύλληψης σε βάρος του ρώσου προέδρου για εγκλήματα πολέμου και μίλησε για «ειρηνική συνύπαρξη» και «αμοιβαία επωφελή συνεργασία», προκαλώντας ανατριχίλα σε πολλούς στη Δύση.
Η γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ έσπευσε να εκφράσει την απογοήτευσή της, κάνοντας λόγο για «χαμένη ευκαιρία». Στις ανακοινώσεις της ρωσικής και της κινεζικής κυβέρνησης για τη συνάντηση των δύο ηγετών δεν υπάρχει, παρατήρησε, η παραμικρή αναφορά στον πόλεμο της Ουκρανίας – «ούτε καν με άλλες λέξεις (…) λες και η τελευταία χρονιά δεν υπήρξε καν». Η υπουργός βέβαια, μπορεί να εμφανίζεται τολμηρή στις δηλώσεις της, αλλά δεν έχει ακόμη καταφέρει να παρουσιάσει μια ανάλογα ξεκάθαρη πρόταση για τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της Γερμανίας.
Εθνική ασφάλεια χωρίς στρατηγική – Είναι η Κίνα η νέα …Ρωσία;
Το πολυαναμενόμενο και πολυδιαφημισμένο κείμενο επρόκειτο να παρουσιαστεί στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, στο τέλος Φεβρουαρίου, αλλά οι διαφωνίες μεταξύ υπουργείου Εξωτερικών και Καγκελαρίας δεν το επέτρεψαν. Κεντρικό σημείο τριβής αποτελεί η πολιτική έναντι της Κίνας. Ο Όλαφ Σολτς δεν θεωρεί ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός νέου ψυχρού πολέμου, αλλά απλώς ότι τελειώνει μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος παγκοσμιοποίησης. Εκτιμά ότι η Κίνα έχει αναδειχθεί όχι σε υπερδύναμη, αλλά «μόνο» σε παγκόσμιο παίχτη μεγέθους που δεν επιτρέπει την απομόνωσή της ή τον περιορισμό της συνεργασίας μαζί της.
Κάπως έτσι θα πρέπει να σκεφτόταν και η Άγγελα Μέρκελ, η οποία επισκέφθηκε την Κίνα 12 φορές στη 16ετή θητεία της.
Ο σημερινός καγκελάριος πραγματοποίησε τον περασμένο Νοέμβριο την πρώτη του – δύσκολη – επίσκεψη στο Πεκίνο, πανηγύρισε επειδή ο Σι Τζινπίνγκ δήλωσε δημοσίως ότι πρέπει να αποφευχθεί η χρήση πυρηνικών όπλων στον πόλεμο και έκλεισε το μάτι στους γερμανούς βιομήχανους που συνεχίζουν να επενδύουν στην κινεζική αγορά και να διατηρούν την Κίνα ως τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας, με τον όγκο των συναλλαγών να φθάνει το 2021 τα 245 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον, παρά τις αντιρρήσεις των κυβερνητικών εταίρων του, ο καγκελάριος ουσιαστικά επέβαλε την πώληση στην COSCO του 24,9% του φορέα εκμετάλλευσης του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων Tollerort της Λιμενικής Αρχής του Αμβούργου. Ο ίδιος μπέρδεψε λίγο αργότερα το μήνυμα, προαναγγέλλοντας την …εκπαραθύρωση της κινεζικής Huawei από το γερμανικό δίκτυο 5G.
Ο Όλαφ Σολτς δεν συμμερίζεται ούτε την άποψη των ΗΠΑ που θεωρούν την Κίνα ως τη σημαντικότερη απειλή, αλλά ούτε καν αυτή της υπουργού Εξωτερικών του, η οποία – στη βάση της «εξωτερικής πολιτικής για τα ανθρώπινα δικαιώματα» – θα ήθελε με κάθε τρόπο να εμποδίσει ή έστω να περιορίσει τόσο τις γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα όσο και την ανάμιξη του Πεκίνου στις ευρωπαϊκές κρίσιμες υποδομές.
Το Βερολίνο παρακολουθεί τώρα αμήχανο την πολυεπίπεδη προσέγγιση Μόσχας – Πεκίνου και ανακαλύπτει με καθυστέρηση τη βαθύτερη προσωπική σχέση που συνδέει τους δύο – κατά τεκμήριο ιδιαίτερα καχύποπτους – ηγέτες. Και οι δύο ανδρώθηκαν σε μαρξιστικό-λενινιστικό σύστημα, ενώ ο πατέρας του Σι, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μάο, εκδιώχθηκε τελικά ως ρώσος κατάσκοπος, επειδή θεωρήθηκε υπερβολικά φιλορώσος. «Αδελφή ψυχή» είχε χαρακτηρίσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν ο κινέζος πρόεδρος το 2013, όταν στην πρώτη του επίσημη επίσκεψη επισκέφθηκε τη Μόσχα. Τώρα η Γερμανία – και μαζί της όλη η Ευρώπη – αναρωτιέται εάν (ή πότε) η Κίνα θα εξελιχθεί σε …νέα Ρωσία για την Ευρώπη.
Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος επιχειρεί ένα ριψοκίνδυνο σπαγγάτ μεταξύ της αδιαφιλονίκητης συμμαχίας με τους ευρωπαίους εταίρους και την Ουάσιγκτον από τη μία πλευρά και του «αναγκαίου κακού» που ενσαρκώνει σήμερα το όλο και πιο απολυταρχικό Πεκίνο. Παράλληλα, προσπαθεί να καλλιεργήσει νέες σχέσεις, κυρίως στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, για το διόλου απίθανο ενδεχόμενο η Κίνα να περάσει κι αυτή μελλοντικά καμιά κόκκινη γραμμή, όπως π.χ. με την παράδοση όπλων στη Ρωσία.
Ο Ντιρκ Σμιτ, καθηγητής Κινεζικής Πολιτικής και Οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Τρίερ, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην DW, εξέφρασε την πεποίθηση ότι το Πεκίνο θα έκανε το βήμα μόνο εάν ο Βλαντίμιρ Πούτιν απειλείτο με εξευτελιστική ήττα. Σε αυτήν την περίπτωση και υπό τον φόβο δομικών αλλαγών σε έναν γείτονα με τον οποίο μοιράζεται 4.200 χλμ συνόρων, η Κίνα θα έβρισκε τρόπο να βοηθήσει, αλλά έτσι ώστε να μπορεί να αρνηθεί ότι το κάνει – ίσως μέσω τρίτων χωρών, όπως το Αζερμπαϊτζάν, η Τουρκία ή τα Εμιράτα. «Η Κίνα είναι εξαιρετικά επιδέξια στην αποφυγή κυρώσεων», επισήμανε ο γερμανός καθηγητής.
Στο τέλος κερδίζει η η Realpolitik
Οι Γερμανοί θα προτιμούσαν πάντως η κυβέρνησή τους να προωθήσει την αυτάρκεια της χώρας τους, αντί να αναζητά στο εξωτερικό φθηνούς πλην όμως αναξιόπιστους εταίρους. Σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Civey για το «Προοδευτικό Κέντρο», το 40% απάντησε ότι ηγετική δύναμη στην καινοτομία παγκοσμίως είναι η Κίνα, 30% οι ΗΠΑ και μόνο 13% η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, το 78% δήλωσε ότι η κυβέρνηση δεν ενισχύει την καινοτομία της γερμανικής οικονομίας.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός όμως, μετά την απότομη και εξαιρετικά δαπανηρή απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, μάλλον δεν έχει την πολυτέλεια να γυρίσει την πλάτη στην αγορά των 1,4 δισεκατομμυρίων καταναλωτών της Κίνας. Αντιλαμβάνεται ασφαλώς ότι ο εταίρος στο Πεκίνο περιφρονεί βαθύτατα τις δυτικές αξίες περί κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επενδύει κυρίως στην παρακμή της σημερινής διεθνούς τάξης – με ηγέτη τις ΗΠΑ. Όσο όμως η Κίνα είναι «open for business» και κρατά τα προσχήματα στη σχέση της με τη Ρωσία, η Γερμανία θα συνεχίσει να κάνει τα στραβά μάτια και θα προσεύχεται να μη διαψευσθεί. Οι Γερμανοί άλλωστε έγραψαν και το …σχετικό «βιβλίο». Λέγεται Realpolitik.