Η ενεργειακή μετάβαση με στόχο την κλιματική ουδετερότητα είναι ο υπέρτερος στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδανικά της παγκόσμιας κοινότητας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και τη διάσωση του πλανήτη υπέρ των επόμενων γενεών. Οι στόχοι, όμως, προοδευτικής μείωσης των εκπομπών: 55% το 2030 σύμφωνα με τον Κανονισμό της ΕΕ για το κλίμα και 80% μέχρι το 2040 σύμφωνα με τον εθνικό κλιματικό νόμο δεν επαρκούν αφ´εαυτών για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, που είναι ένα πολύ πιο σύνθετο εγχείρημα το οποίο μόνο το νέο οικονομικό μοντέλο της κυκλικής οικονομίας μπορεί να διασφαλίσει.
Του Γιώργου Κρεμλή
Η κυκλική οικονομία έχει όμως και μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα, αυτήν της κοινωνικής κυκλικής οικονομίας, με μια έντονη συμμετοχική διάσταση σε μια bottom up προσέγγιση.
Ο «κυκλικός πολίτης» και το «κυκλικό νοικοκυριό» είναι στο επίκεντρό της. ‘Ο,τι είναι η κοινωνική κυκλική οικονομία για την κυκλική οικονομία είναι και η ενεργειακή δημοκρατία για την ενεργειακή μετάβαση, τηρουμένων των αναλογιών.
Έτσι, ενεργειακή μετάβαση χωρίς ενεργειακή δημοκρατία δεν νοείται μια που το μέλλον δεν μπορεί να υπονομεύει το παρόν και το δικαίωμα στην ενέργεια, που είναι νέας γενεάς δικαίωμα κάθε πολίτη, ειδικά αυτή την περίοδο της ενεργειακής κρίσης και της ενεργειακής φτώχειας που πλήττει ιδίως συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Οι τρέχουσες εξελίξεις στην αγορά ενέργειας, σε συνδυασμό με την ανάγκη προοδευτικής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα – κυρίως το λιγνίτη και το πετρέλαιο και μεσοπρόθεσμα το αέριο ως καύσιμο μετάβασης – έχουν αναδείξει σε μείζον ζήτημα της καθημερινότητας την πρόσβαση σε προσιτή καθαρή ενέργεια, την ενημέρωση γύρω από αυτήν και τους τρόπους προστασίας των πολιτών που σήμερα είναι ενεργειακά πιο ευάλωτοι.
Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας ή, άλλως, ενεργειακής ένδειας και η επίλυση των προβλημάτων τα οποία συνεπάγεται στη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί παγκόσμια πρόκληση.
Η πανδημία, οι αυξανόμενες τιμές των ενοικίων και το υψηλό κόστος ζωής ως αποτέλεσμα και του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και της κρίσης στην εφοδιαστική αλυσίδα, έχουν εντείνει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που οφείλεται στο συνδυασμό υψηλού ενεργειακού κόστους, χαμηλού εισοδήματος των νοικοκυριών και υψηλής κατανάλωσης ενέργειας λόγω της χαμηλής ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και κατοικιών (μερική ή παντελής έλλειψη θερμομόνωσης, παλαιάς τεχνολογίας κουφώματα και ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις).
- Παρότι δεν υπάρχει κοινός ευρωπαϊκός ορισμός για το φαινόμενο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει την κρισιμότητά του και τον αρνητικό του αντίκτυπο στην υγεία, αποστέρηση και κοινωνική απομόνωση.
Τόσο η ενεργειακή μετάβαση όσο και η αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας χρειάζονται ένα σύστημα με περισσότερες ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και με πράσινη ενέργεια, προσιτή και αξιοποιήσιμη σε επίπεδο επιχείρησης και καταναλωτών, όπου η συμμετοχή των πολιτών και όχι μόνο των μεγάλων παραγωγών ενέργειας είναι απαραίτητη για να εξασφαλίσει όχι μόνο προϋποθέσεις κοινωνικής αποδοχής για τους μεγάλους επενδυτές σε ΑΠΕ αλλά και πρόσβαση στις ΑΠΕ σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων αλλά και νοικοκυριών.
- Το πρόγραμμα της ΕΕ Repower EU ενισχύει το διπλό αυτό στόχο. Στο πλαίσιο αυτό η ενεργειακή παιδεία των πολιτών είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους ως αυτοπαραγωγών αλλά και καταναλωτών πράσινης ενέργειας και για τη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας ενεργειακής μετάβασης και ΑΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπονται υπέρ των επιχειρήσεων αλλά και των καταναλωτών τα εξής μέτρα.
Εγκατάσταση φωτοβολταϊκών (ΦΒ) στη στέγη:
- Τα συστήματα αυτά στη βασική τους σύλληψη εξυπηρετούν την παραγωγή για ιδιοκατανάλωση μέσω απλού ενεργειακού συμψηφισμού και απευθύνονται κυρίως σε πολίτες οι οποίοι μένουν σε ιδιόκτητη κατοικία ή επιχειρήσεις που διαθέτουν κατάλληλη στέγη. Κάθε ΦΒ σύστημα συνδέεται με μία μόνο παροχή που πρέπει να βρίσκεται στο σημείο εγκατάστασης, ενώ η περίσσεια παραγόμενη ενέργεια εγχέεται στο δίκτυο. Αφού καταμετρηθεί, «αποθηκεύεται» εικονικά στο δίκτυο και εν συνεχεία πιστώνεται στον παραγωγό όταν έχει έλλειμμα. Υπάρχει όμως και πρέπει να θεσπισθεί – όπως ισχύει στη Γερμανία – και η δυνατότητα αποθήκευσης με μπαταρίες του πλεονάσματος της ενέργειας – πέραν από τις ανάγκες ιδιοκατανάλωσης – και πώλησής του σε πιό ανταγωνιστικές τιμές σε άλλους καταναλωτές ή επιχειρήσεις σε P2P βάση.
Συλλογική αυτοπαραγωγή:
- Πρόκειται για την από κοινού παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που συμψηφίζεται με καταναλώσεις σε ίδια ή γειτονικά ακίνητα. Στη χώρα μας δεν έχει θεσπισθεί ακόμη το σχετικό πλαίσιο, παρόλο που μπορεί να δώσει λύση στο σκόπελο που αντιμετωπίζουν τα φωτοβολταϊκά στη στέγη λόγω της πολυϊδιοκτησίας και της έλλειψης κατάλληλου/επαρκούς χώρου σε ταράτσες πολυκατοικιών.
Συμμετοχή σε ενεργειακές κοινότητες:
- Οι ενεργειακές κοινότητες είναι τοπικοί συνεταιρισμοί, μέσω των οποίων πολίτες, ΟΤΑ και τοπικές επιχειρήσεις μπορούν να παράγουν καθαρή ενέργεια για πώληση ή ιδιοκατανάλωση. Επιπλέον μπορούν να αναπτύσσουν υπηρεσίες και να υλοποιούν έργα εξοικονόμησης ενέργειας, αποθήκευσης και διαχείρισης ενέργειας, ηλεκτροκίνησης, να παρέχουν στα μέλη τους εκπαίδευση και συμβουλευτική υποστήριξη και να σχεδιάζουν έργα και δράσεις για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.
Παρά την πρόθεση συμμετοχής σε ενεργειακές κοινότητες, όπως αποτυπώθηκε σε πρόσφατη έρευνα του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, η έλλειψη τεχνογνωσίας και ενημέρωσης αποτελεί σημαντική τροχοπέδη. ´Άλλες προκλήσεις αποτελούν το γενικότερο κύμα ακρίβειας που συμπαρασύρει το κόστος των εγκαταστάσεων, όπως και η ανάγκη αναβάθμισης του δικτύου, προκειμένου να γίνει εφικτή η σύνδεση επιπλέον φωτοβολταϊκών.
- Η ενεργειακή δημοκρατία αναπτύσσεται εδώ και χρόνια στην Ευρώπη, και δεν είναι κάτι νέο για τα δεδομένα της Χώρας μας. Πρωτοπόρους ενεργειακούς συνεταιρισμούς, με ευρεία κοινωνική αποδοχή, συναντούμε τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική Ελλάδα, πολύ πριν από τη θέσπιση του Νόμου 4513/2018.
Είναι προφανές πως η ενέργεια δεν είναι μια πολυτελής υπηρεσία που παρέχει υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, αλλά ένα βασικό αγαθό, η απουσία του οποίου μπορεί να αποκλείσει τους ανθρώπους από τη συμμετοχή στη ζωή. Είναι σημαντικό οι καταναλωτές να μην επιβαρυνθούν δυσανάλογα με το κόστος του μετασχηματισμού του τομέα της ενέργειας όσο προχωρά η διείσδυση των ΑΠΕ και αυξάνονται οι απαιτήσεις για ευελιξία, αποθήκευση και αναβάθμιση των δικτύων. ´Όσο πιο δημοκρατικός, διαφανής, και ενεργειακά αποδοτικός είναι ο τρόπος παραγωγής, εμπορίας, προμήθειας και κατανάλωσης ενέργειας, τόσο λιγότερο εκτίθενται οι πολίτες στον κίνδυνο της ενεργειακής φτώχειας. Αυτό, εκτός από κρατική παρέμβαση, απαιτεί και ένα θεσμικό πλαίσιο για το «δικαίωμα στην ενέργεια», με επίκεντρο την ενεργειακή δημοκρατία, προκειμένου να ενδυναμωθούν και να προστατευθούν οι πολίτες.
- Ο καταναλωτής ενέργειας εξελίσσεται προοδευτικά σε αυτοπαραγωγό της – από consumer σε prosumer – και μάλιστα σε netprosumer είτε σε ατομικό είτε σε ομαδικό επίπεδο, ικανοποιώντας έτσι ατομικές αλλά και συλλογικές ανάγκες και μάλιστα παρέχοντας πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει δίκτυο, σε όμορες δηλαδή κατοικίες ή επιχειρήσεις.
Σε επαυξημένη και πλέον αποδοτική μορφή, τα συστήματα αυτά μετεξελίσσονται με την προσθήκη αποθήκευσης, υπό τη μορφή μπαταριών, του πλεονάσματος της ενέργειας για μεταγενέστερη χρήση, αποφορτίζοντας το ηλεκτρικό δίκτυο. Ιδανικά, κατ’ αντιστοιχία του Γερμανικού μοντέλου, πέραν από τις ανάγκες ιδιοκατανάλωσης θα μπορούσε να υιοθετηθεί σύντομα η πώληση της πλεονάζουσας ενέργειας σε πιο ανταγωνιστικές τιμές σε άλλους καταναλωτές ή επιχειρήσεις, με την βοήθεια μιας πλατφόρμας μικροσυναλλαγών ενέργειας.
Στην κατεύθυνση της ενεργειακής αυτονομίας συμβάλλουν προφανώς και οι ενεργειακές κοινότητες. Πάντως, σημαντική πέραν της κρατικής μέριμνας είναι η ανάγκη θέσπισης ή οργάνωσης χρηματοδοτικών εργαλείων που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των σχεδίων μετάβασης σε συλλογικό επίπεδο. Η κάθετη χωροταξική οργάνωση των πόλεων μειώνει την αναλογούσα ενέργεια ανά πολίτη-κάτοικο, και επιβάλλει τις συλλογικές δράσεις με τη μορφή των ενεργειακών κοινοτήτων, οι οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν ποικιλοτρόπως.
Ανάλογες συμπληρωματικές ενέργειες θα πρέπει να στοχεύουν στην ηλεκτρική μικροκινητικότητα, και τη διευκόλυνση ή και επιβολή μέτρων ελάχιστου αριθμού σημείων φόρτισης.
Η εισαγωγή και ενίσχυση των ηλεκτροκαυσίμων (e-fuels, συνθετικά καύσιμα), συνιστά επίσης ισχυρό κρίκο σε σχήματα κυκλικής οικονομίας, συνδέοντας την έκλυση διοξειδίου, την ηλεκτροπαραγωγή και την παραγωγή πράσινου υδρογόνου, με αποτέλεσμα αρνητικό ισοζύγιο έκλυσης αερίων του θερμοκηπίου. Εισχωρούν δε στο μεγάλο ενεργειακό πυρήνα της κίνησης και θέρμανσης κάνοντας χρήση των υφιστάμενων δικτύων κοινής ωφέλειας και διανομής, επιφέροντας ταχύτερα αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας, διευρύνοντας τις ευκαιρίες για κοινωνική συμμετοχή και αποδοχή.
- Αξιοποιώντας τις ΑΠΕ, που η Χώρα διαθέτει πλουσιοπάροχα και επιταχύνοντας τη θέσπιση των χωροταξικών ΑΠΕ και τις δυνατότητες συλλογικής και ατομικής αποθήκευσης, αυξάνουμε τη διείσδυσή τους και τις δυνατότητες αυτοπαραγωγής και ιδιοκατανάλωσης, μειώνοντας έτσι την ενεργειακή εξάρτηση της Χώρας και τις τιμές.
Πρόκειται για επιλέξιμες επενδύσεις στο πλαίσιο του Repower EU αλλά και όλων των χρηματοδοτικών μέσων της ΕΕ, σύμφωνες με τον Κανονισμό Taxonomy, αλλά και με το πνεύμα πρωτοποριακών προγραμμάτων όπως το «Εξοικονομώ». Η αξιοποίησή τους ενισχύει και τη θέσπιση σε επίπεδο επιχειρήσεων της περιβαλλοντικής και κοινωνικής διακυβέρνησης – ΕSG – που στο μέλλον θα αποτελέσει αιρεσιμότητα για πράσινες χρηματοδοτήσεις αλλά και συμμόρφωση με την Πράσινη Συμφωνία και τους Στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, SDGs.