Ένας στους έξι ανθρώπους παγκοσμίως εμφανίζει υπογονιμότητα, σύμφωνα με μια έκθεση η οποία αποκαλύπτει την έκταση του προβλήματος.
Περίπου το 17,5% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού–σχεδόν ένας στους έξι–θα εμφανίσει κάποια στιγμή στη ζωή του υπογονιμότητα, όπως αναφέρεται στην 98σέλιδη έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Τα στοιχεία αυτά είναι οι πρώτες εκτιμήσεις του Οργανισμού ως προς την έκταση της υπογονιμότητας εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Όπως είπε ο Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, η έκθεση υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της υπογονιμότητας ως ζήτημα δημόσιας υγείας και την επείγουσα ανάγκη να διευρυνθεί η πρόσβαση στην πρόληψη, τη διάγνωση και τις θεραπείες.
“Η έκθεση αποκαλύπτει μια σημαντική αλήθεια–η υπογονιμότητα δεν κάνει διακρίσεις. Το ποσοστό των ανθρώπων που πλήττονται δείχνει την αναγκαιότητα να διευρυνθεί η πρόσβαση στη φροντίδα της γονιμότητας και να διασφαλιστεί ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι πλέον παραγκωνισμένο ως προς την έρευνα και την πολιτική υγείας ώστε ασφαλείς, αποτελεσματικοί και οικονομικά εφικτοί τρόποι να επιτυγχάνουν την απόκτηση παιδιού και να είναι διαθέσιμοι σε εκείνους που τους επιζητούν”, είπε ο Τέντρος.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, δεν επαρκούν οι ενδείξεις ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε αν η εμφάνιση του φαινομένου είναι συχνότερη ή όχι.
Παραδόξως, οι νέες εκτιμήσεις του ΠΟΥ, που βασίζονται σε πάνω από 100 μελέτες που διεξήχθησαν από το 1990 ως το 2021, δείχνουν περιορισμένες αποκλίσεις ως προς την παρουσία του φαινομένου από περιοχή σε περιοχή.
Τα ποσοστά, εξάλλου, είναι συγκρίσιμα για χώρες υψηλού, μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, γεγονός που υποδηλώνει ότι η υπογονιμότητα είναι μια σοβαρή υγειονομική πρόκληση σε κάθε κοινότητα, χώρα και περιοχή του κόσμου.
Η ισόβια παρουσία του φαινομένου εμφανίζεται κατά 17,8% στις χώρες υψηλού εισοδήματος και κατά 16,5% στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
“Για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, ο δρόμος για να γίνουν γονείς μπορεί να είναι δυσπρόσιτος, αν όχι αδύνατος. Σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμάται ότι ένας στους έξι ανθρώπους πλήττεται από την αδυναμία να αποκτήσει παιδί κάποια στιγμή στη ζωή του. Αυτό είναι ανεξάρτητο από το που ζει και τι πόρους διαθέτει”, πρόσθεσε ο Τέντρος.
Η υπογονιμότητα είναι μια κατάσταση του ανδρικού ή του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, η οποία ορίζεται από την αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης έπειτα από 12 ή παραπάνω μήνες σεξουαλικών επαφών χωρίς τη λήψη μέτρων προστασίας, λέει η έκθεση. Μπορεί να προκαλέσει έντονο στρες και δυσφορία, στιγματισμό και οικονομικές δυσκολίες και να επηρεάσει την ψυχική κατάσταση του ατόμου.
“Τα αίτια της υπογονιμότητας ποικίλλουν και συχνά είναι σύνθετα, είναι κάτι που μπορεί να βιώσουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Πράγματι, μια μεγάλη γκάμα ανθρώπων σε όλες τις περιοχές μπορεί να χρειαστεί φροντίδα γονιμότητας. Η πρόσβαση στις υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας είναι ο πρωταρχικός τρόπος για να έχουν οι άνθρωποι τις καλύτερες ευκαιρίες να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν. Ωστόσο, στις περισσότερες χώρες αυτές οι υπηρεσίες είναι ανεπαρκείς”, σημείωσε ο Τέντρος.
Παρά την έκταση του ζητήματος, λύσεις για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία της υπογονιμότητας–περιλαμβανομένης της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (γνωστής ως εξωσωματική ή IVF) παραμένουν υποχρηματοδοτούμενες και απρόσιτες για πολλούς εξαιτίας του υψηλού κόστους, του κοινωνικού στίγματος και της περιορισμένης διαθεσιμότητας, αναφέρει η έκθεση.
Στις περισσότερες χώρες οι θεραπείες γονιμότητας χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικά, συχνά με αποτέλεσμα τα τεράστια οικονομικά κόστη.
Στις πιο φτωχές χώρες οι άνθρωποι δαπανούν ένα μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους για τη φροντίδα της γονιμότητας σε σύγκριση με τους ανθρώπους στις πλουσιότερες χώρες, γράφει η έκθεση.
Τα υψηλά κόστη εμποδίζουν τους ανθρώπους από το να έχουν πρόσβαση σε θεραπείες για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας ή μπορεί να τους βυθίσουν στη φτώχεια ως αποτέλεσμα της αναζήτησης αυτής της φροντίδας, προστίθεται στην έκθεση.
Παρότι η νέα αυτή έκθεση παρουσιάζει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία της μεγάλης παρουσίας της υπογονιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, δείχνει ακόμη μια εμμένουσα έλλειψη δεδομένων σε πολλές χώρες και σε κάποιες περιοχές.