Πριν από λίγες μέρες εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, σε ηλικία 103 ετών ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος, που κατέδειξε στα 103 αυτά χρόνια ότι τελικά η ύπαρξη ίσως και να μην είναι τόσο μάταιο πράγμα.
Εξαρτάται από το τι αποφασίζεις να κάνεις με αυτήν.
Ο ρουμανικής καταγωγής και εβραίος Μπεν -Μπέντζαμιν- Φέρενς, υπηρετούσε σε μια από τις μονάδες του αμερικανικού στρατού που απελευθέρωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, του Μαουτχάουζεν και του Έμπενζεε.
Ο ίδιος έχει διηγηθεί πώς έσκαψε συχνά με τα χέρια του ομαδικούς τάφους για να ανασυρθούν τα πτώματα.
Μετά το τέλος του πολέμου και καθώς είχε σπουδάσει νομικά, βρέθηκε επικεφαλής εισαγγελέας σε μια από τις πιο σημαντικές δίκες της Νιρεμβέργης, στην οποία δικάζονταν 22 αξιωματικοί των SS, επικεφαλής όλοι τους των περίφημων ταγμάτων θανάτου. Τα τάγματα θανάτου δρούσαν στις κατεχόμενες περιοχές της Ευρώπης και η δουλειά τους ήταν να εκτελούν εν ψυχρώ αμάχους εβραίους, ρομά, και γενικώς όποιον δεν άρεσε στους ναζί.
Συνολικά ευθύνονται για περισσότερες από ένα εκατομμύριο εκτελέσεις.
«Για μένα το πιο σημαντικό ήταν να καταλάβω τη νοοτροπία των μαζικών δολοφόνων», είπε το 2018. «Είχαν δολοφονήσει ένα εκατομμύριο ανθρώπους, ανάμεσά τους χιλιάδες μικρά παιδιά. Ήθελα να καταλάβω πώς μορφωμένοι άνθρωποι -πολλοί από αυτούς είχαν διδακτορικά ή ήταν στρατηγοί του γερμανικού στρατού- όχι απλώς ανέχτηκαν αυτά τα εγκλήματα, αλλά τα ενορχήστρωσαν και τα εκτέλεσαν κιόλας».
Άγνωστο εάν κατάφερε να το κατανοήσει. Προσωπικά θα μου έκανε εντύπωση εάν ένας κατά βάση καλός άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει το κακό, ιδιαίτερα σε τέτοια έκταση. Σε όποια έκταση. Να το αποδεχθείς, ίσως και να μπορείς, να το κατανοήσεις, όμως, απαιτεί μια έλλειψη ενσυναίσθησης τόσο απόλυτη που οι κατά βάση καλοί άνθρωποι αδυνατούν να προσεγγίσουν.
Ο Φέρενς διατήρησε την αισιοδοξία του για το ανθρώπινο είδος, παρόλα αυτά, την πίστη του στην καλοσύνη των ανθρώπων.
Μετά τη Νιρεμβέργη ενεπλάκη στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, έγινε ένας από τους σημαντικότερους δωρητές για την ανέγερση του μνημείου του Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον και -βασικότερο όλων- ένας από τους ανθρώπους που πολέμησαν με κάθε τρόπο και επί πολλές δεκαετίες για τη δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτόν το σκοπό τη δεκαετία του ’60, λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ. Έκλεισε το δικηγορικό του γραφείο και τάχθηκε στο στόχο του, με το μόττο «δικαιοσύνη και όχι πόλεμος».
Το Δικαστήριο δημιουργήθηκε τελικά το 2002 στη Χάγη και ο ίδιος μνημονεύεται ως μια από τις εμβληματικότερες μορφές του διεθνούς ποινικού δικαίου.
«Μόνο εάν καταλάβεις τον τρόπο που σκέπτεται ένας άλλος άνθρωπος μπορείς να συζητήσεις μαζί του και να του αλλάξεις τη γνώμη», είπε πριν από τρία χρόνια, 100 ετών πλέον, σε συνέντευξή του.
«Οι ισχυροί πάντα θα φοβούνται όσους προσπαθούν να μειώσουν την ισχύ τους. Αλλά, η πρόοδος είναι μια αργή και σύνθετη διαδικασία. Μπορούμε ακόμη να κάνουμε θαύματα. Αλλαγές όπως το τέλος της αποικιοκρατίας και της δουλείας, τα δικαιώματα των γυναικών, ή ακόμη και η προσελήνωση ανθρώπων, όλα αυτά δεν τα θεωρούσαμε αδιανόητα πριν από λίγες δεκαετίες;»
Όταν του ζήτησαν να δώσει τρεις συμβουλές σε όποιον ενδιαφέρεται να τον ακούσει, απάντησε: «Πρώτη, μην τα παρατάς ποτέ. Δεύτερη, μην τα παρατάς ποτέ. Τρίτη; Ποτέ μην τα παρατάς».
Θεώρησα ότι του αξίζει να τον ξέρουμε όλοι.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook