Η στάση πολλών Αμερικανών απέναντι στην εργασία τους φαίνεται πως έχει αλλάξει κατά τη μακρά περίοδο της πανδημίας – και όχι προς το καλύτερο.
Του Steven Rattner
Σιωπηλή αποχώρηση. Τηλεργασία. Μεγάλη Παραίτηση.
Όπως κι αν την ονομάσετε, η στάση πολλών Αμερικανών απέναντι στην εργασία τους φαίνεται πως έχει αλλάξει κατά τη μακρά περίοδο της πανδημίας – και όχι προς το καλύτερο. Η νέα προσέγγιση απειλεί να προκαλέσει μακροχρόνια ζημιά στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
Μέχρι την πανδημία του κορονοϊού, οι περισσότεροι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο μοτίβο στην καθημερινότητά τους επί δεκαετίες: ξύπνημα, ντους, πρωινό, μετακίνηση, τουλάχιστον οκτώ ώρες εργασίας στο γραφείο ή στο εργοστάσιο, επιστροφή στο σπίτι και -ίσως- ένα ποτήρι κρασί ή μια μπύρα. Και ξανά το ίδιο, κάθε ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή.Play Video
Μια απλή καθημερινή κατάσταση: αγγαρεία για πολλούς, ευχαρίστηση για λίγους – συνήθως για αυτούς που έχουν τις περισσότερες ευθύνες και συγχρόνως βρίσκονται στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια.
Η καθημερινότητα άλλαξε στην έξαρση της πανδημίας, ιδίως για τους εργαζόμενους σε γραφεία. Δεν χρειαζόταν να ασχοληθούν με την γκαρνταρόμπα τους. Δεν έχαναν χρόνο στις μετακινήσεις. Δεν τους περιτριγύριζαν οι εργοδότες. Για μερικούς, άδειασε η ατζέντα συναντήσεων και συνεδριάσεων.
Με τη χαλάρωση των lockdown, πολλοί Αμερικανοί άρχισαν να επαναξιολογούν τη σχέση τους με τη δουλειά. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup, το ποσοστό των Αμερικανών που “ασχολούνται ενεργά” με την εργασία τους έχει μειωθεί από το 2020.
Ως επί το πλείστον, οι μεγαλύτεροι ηλικιακά εργαζόμενοι αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στις δουλειές τους, ένα φαινόμενο που έγινε γνωστό ως η Μεγάλη Παραίτηση. Εάν τα ποσοστά συμμετοχής είχαν παραμείνει σταθερά, περίπου 2,1 εκατομμύρια περισσότεροι Αμερικανοί θα περιλαμβάνονταν σήμερα στο εργατικό δυναμικό. Στο μεταξύ, ο αριθμός των Αμερικανών που εργάζονται με μερική απασχόληση για μη οικονομικούς λόγους (δηλαδή, όχι λόγω έλλειψης εργασίας) έχει αυξηθεί κοντά στο ανώτατο επίπεδο του Ιανουαρίου 2020.
Και όλα αυτά παρόλο που σε κάθε άνεργο Αμερικανό αντιστοιχούν περίπου δύο θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Το ερώτημα που πλανάται στο μυαλό πολλών ανθρώπων που μιλάω (και στο δικό μου) είναι: Μαλθάκεψε η Αμερική;
Σε πρόσφατο δημοσίευμα της Wall Street Journal τονίζεται ότι σε έρευνα της Qualtrics -με δείγμα 3.000 εργαζομένων και διευθυντικών στελεχών- το 38% δήλωσε ότι η σημασία της εργασίας για τη ζωή του μειώθηκε κατά την πανδημία, ενώ το 25% πως ενισχύθηκε. (Οι υπόλοιποι απάντησαν ότι παρέμεινε αμετάβλητη).
Τα οικονομικά μέτρα στήριξης και η ταυτόχρονη μείωση των εξόδων κατά την πανδημία ενίσχυσαν αυτές τις τάσεις. Στο αποκορύφωμα της πανδημίας, οι Αμερικανοί είχαν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς 2,1 τρισ. δολάρια περισσότερα από τα κανονικά επίπεδα – σήμερα διαθέτουν “πλεονάζουσες αποταμιεύσεις” ύψους περίπου 900 δισ. δολαρίων.
Πολλοί αρνήθηκαν να επιστρέψουν στο γραφείο, μπαίνοντας σε αντιπαράθεση με τους εργοδότες τους. Γιατί οι εταιρείες είναι ανένδοτες όσον αφορά το ζήτημα της επιστροφής στον εργασιακό χώρο; Έχω μιλήσει με δεκάδες στελέχη επιχειρήσεων και όλοι συγκλίνουν πως η τηλεργασία είναι λιγότερο παραγωγική από την εργασία με φυσική παρουσία στο γραφείο.
Η συνεργασία είναι πιο δύσκολη, όπως και η καθοδήγηση. Η σύντομη επίσκεψη στο γραφείο ενός συναδέλφου για ένα γρήγορο ερώτημα ή αίτημα γίνεται μια επίπονη διαδικασία. Η τηλεργασία “δεν αποδίδει σε νεαρές ηλικίες, δεν ευνοεί τον αυθορμητισμό ή τη διαχείριση”, σημείωσε τον Ιανουάριο ο Jamie Dimon, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, στο ετήσιο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.
“Ούτε αποδίδει”, όπως είπε πριν από δύο χρόνια, “για όσους θέλουν να κάνουν γρήγορα τη δουλειά τους”. Πολλοί εργοδότες πιστεύουν ότι το προσωπικό δεν εργάζεται το ίδιο σκληρά από το σπίτι, όπου οι περισπασμοί είναι πολλοί και η εποπτεία πιο δύσκολη.
Ακόμη και ορισμένες εταιρείες της Silicon Valley που έσπευσαν να “αγκαλιάσουν” την τηλεργασία αλλάζουν στάση. Ο Marc Benioff, CEO της Salesforce, τόνισε πρόσφατα ότι το προσωπικό που προσελήφθη κατά την πανδημία ήταν λιγότερο παραγωγικό από τους μακροχρόνιους υπαλλήλους και υπέθεσε ότι η έλλειψη “κουλτούρας γραφείου” ίσως είναι ένας λόγος γι’ αυτό. Παρόμοια παρατήρησε έκανε και ο Mark Zuckerberg, CEO της Meta, την προηγούμενη εβδομάδα. “Ο προσωπικός χρόνος βοηθά στη δημιουργία σχέσεων και στην επίτευξη περισσότερων στόχων”, έγραφε ένας μεσότιτλος σε μακροσκελές υπόμνημα προς το προσωπικό του.
Υπάρχει και η περίπτωση της Silicon Valley Bank. Ακόμη και όταν αποκλιμακωνόταν η κρίση της πανδημίας, μεγάλο μέρος της ηγετικής ομάδας της τράπεζας παρέμενε διασκορπισμένο σε όλη τη χώρα, γεγονός που προκαλούσε εμπόδια στην επικοινωνία και συνεργασία. Μάλιστα, τον Μάρτιο, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προειδοποίησε μέσα από την ετήσια έκθεσή του ότι “ενδέχεται να αντιμετωπίσει αρνητικές επιπτώσεις από την παρατεταμένη τηλεργασία”.
Η επιμονή κάποιων εταιρειών για φυσική παρουσία του εργαζομένου στο γραφείο και τις πέντε ημέρες της εβδομάδας δεν έχει αποτέλεσμα, ιδίως εάν ο υπάλληλος έχει εναλλακτική να αλλάξει δουλειά και να πάει σε μια εταιρεία με πιο ευέλικτη “πολιτική”. Θέλοντας και μη, πολλές εταιρείες έχουν αποδεχθεί ότι στο μέλλον οι μέρες στη δουλειά θα είναι τρεις ή τέσσερις – και ποτέ Παρασκευή.
Η έννοια της ευέλικτης εργασίας είναι ένα προνόμιο για τους υπαλλήλους. Οι Αμερικανοί που εργάζονται σε εργοστάσια ή σε εστιατόρια ή καταστήματα δεν έχουν την πολυτέλεια να εργάζονται από το σπίτι.
Δεν με πειράζει οι Αμερικανοί να μετριάσουν ή να εξαλείψουν την τρέλα της καθημερινότητας. Άλλωστε, η αυξανόμενη ευημερία θα πρέπει να σημαίνει περισσότερος ελεύθερος χρόνος.
Το 1900, ο μέσος Αμερικανός εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης εργαζόταν περίπου 2.900 ώρες τον χρόνο (ή 56 ώρες ανά ημερολογιακή εβδομάδα). Με την εκβιομηχάνιση, οι ώρες εργασίας μειώθηκαν σταθερά. Χαρακτηριστική είναι η πρόβλεψη του οικονομολόγου John Maynard Keynes (το 1930) ότι σε “σε εκατό χρόνια θα δουλεύουμε 15 ώρες την εβδομάδα”.
Σχεδόν έχει παρέλθει ο αιώνας, αλλά πέρυσι, οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ εξακολουθούσαν να δουλεύουν κατά μέσο όρο 34,6 ώρες την εβδομάδα, δηλαδή περίπου 1.800 ώρες ετησίως.
Καθώς η παραγωγικότητα αυξήθηκε από την εποχή του Keynes, θα μπορούσαμε να είχαμε μειώσει τις ώρες εργασίας μας -πολύ περισσότερο από ό,τι κάναμε- και συγχρόνως να διατηρήσουμε το βιοτικό επίπεδο του 1930. Αντ’ αυτού, επιλέξαμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για να απολαμβάνουμε μεγαλύτερες υλικές απολαβές – τα πραγματικά εισοδήματα έχουν 7πλασιαστεί -το λιγότερο- από το 1900.
Σήμερα, πολλοί είναι αυτοί που μπορούν να επιλέξουν μια εργασιακή αλλαγή. Αυτό είναι λογικό, αλλά μην κοροϊδευόμαστε: λιγότερη παραγωγικότητα -είτε ως συνέπεια των λιγότερων ωρών εργασίας είτε της χαμηλότερης αποδοτικότητας- εντέλει οδηγεί σε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου (ή, έστω, φρενάρει τον ρυθμό του).
Αναγνωρίζω πως, εκτός από το συρρικνωμένο εργατικό δυναμικό, τα στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο των νέων ρυθμίσεων για την απασχόληση είναι -στην καλύτερη περίπτωση- ασαφή, καθώς τα στατιστικά δεδομένα έχουν αλλοιωθεί από τον αντίκτυπο της κρίσης της πανδημίας. Ομολογώ πως η τεχνολογία, ιδίως η τηλεδιάσκεψη, έχει καταστήσει την τηλεργασία πιο εφικτή, ιδίως εάν έχουν οριστεί συγκεκριμένες ημέρες για την εφαρμογή της. Τέλος, παραδέχομαι ότι μέρος του χρόνου που απαιτείται για τη μετακίνηση προς τον χώρο εργασίας (όπως ίσως και για την ατομική περιποίηση) μπορεί να θεωρηθεί χαμένο.
Πρέπει όμως να γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, ιδίως στην Κίνα, τον μεγαλύτερο στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ. Στα κινεζικά το “996” σημαίνει εργασία από τις 9 π.μ. έως τις 9 μ.μ., 6 ημέρες την εβδομάδα. Ενώ το Πεκίνο προσπαθεί να μειώσει τον εργασιακό χρόνο, στο πλαίσιο μιας σειράς μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι μέσα από τις επαφές μου με επιχειρηματίες και επενδυτές στην Κίνα, η ισχύουσα εργασιακή ηθική είναι εξαιρετική.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Wall Street Journal, η εταιρεία διαχείρισης ακινήτων JLL διαπίστωσε ότι η πληρότητα των γραφείων στην Ασία κυμαίνεται από 80% έως 110% (πράγμα που σημαίνει ότι σε ορισμένες πόλεις υπάρχει περισσότερο προσωπικό στα γραφεία από ό,τι πριν από πανδημία). Συγκριτικά, η πληρότητα των γραφείων στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 40%-60% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, ποσοστό χαμηλότερο ακόμη και από της Ευρώπης όπου κυμαίνεται στο 70%-90%. (Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι τα υψηλότερα ευρωπαϊκά ποσοστά οφείλονται στα μικρότερα διαμερίσματα και σπίτια της Γηραιάς Ηπείρου, που καθιστούν την εργασία στο σπίτι λιγότερο άνετη).
Οι μεταβαλλόμενες εργασιακές συνήθειες ίσως κωδικοποιούν μια πραγματικότητα: την 4ήμερη εργασία εβδομαδιαίως. Σχετική νομοθεσία έχει εισαχθεί στην Καλιφόρνια, το Μέριλαντ και άλλες πολιτείες. Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι με μία επιπλέον ημέρα ξεκούρασης, οι επιμελείς εργαζόμενοι μπορούν να επιτύχουν όσα κατάφεραν σε πέντε ημέρες. Ίσως. Προσωπικά είμαι επιφυλακτικός ως προς αυτό καθώς και ως προς την αντίληψη -όσον αφορά τα εργασιακά- πως “ουκ εν τω πολλώ το ευ”.
* Ο Steven Rattner είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Willett Advisors και διετέλεσε σύμβουλος του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Ομπάμα.