Από τότε που ο Σι Τζινπίνγκ επανεξελέγη ως ηγέτης της Κίνας στο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος στις 23 Οκτωβρίου 2022, υπήρξε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στον τόνο από Κινέζους αξιωματούχους, απέναντι στις ΗΠΑ.
Αυτή η αλλαγή στον τόνο σε συνδυασμό με την κινεζική αυτοσυγκράτηση στη στήριξη της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία οδήγησαν σε εικασίες ότι η Κίνα αλλάζει πορεία, απομακρύνεται από τη Ρωσία και στρέφεται προς τις ΗΠΑ και τη Δύση.
Οι ΗΠΑ απάντησαν σε αυτές τις εικασίες τον Ιανουάριο, δημιουργώντας στο Κογκρέσο μια Επιτροπή για τον Στρατηγικό Ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί υποστήριξαν με συντριπτικά ποσοστά τη σύσταση της νέας επιτροπής, που θα αποκαλύψει τη «στρατηγική της Κίνας να υπονομεύσει την αμερικανική ηγεσία και την αμερικανική κυριαρχία».
Η Κίνα κατέστησε σαφές, κατά την άφιξη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν το 2022, ότι η επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ξεπέρασε την κόκκινη γραμμή της Κίνας και αμφισβήτησε προκλητικά τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ όμως απάντησαν, όχι προσαρμόζοντας τη στάση τους, αλλά ανακοινώνοντας ότι ο επόμενος πρόεδρος της Βουλής θα επαναλάμβανε την πρόσκληση. Στις 23 Ιανουαρίου 2023, ανακοινώθηκε ότι ο νέος Πρόεδρος της Βουλής Κέβιν ΜακΚάρθι σχεδιάζει μια εαρινή επίσκεψη στην Ταϊβάν. Η Κίνα, για άλλη μια φορά, διαμαρτυρήθηκε, «προτρέποντας τις ΗΠΑ να τηρήσουν ειλικρινά την αρχή της μίας Κίνας».
Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, στις 27 Οκτωβρίου 2022, η Κίνα επανέλαβε ότι «θα στηρίξει σθεναρά τη ρωσική πλευρά, υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, για να ενώσει τον ρωσικό λαό για να ξεπεράσει δυσκολίες και διακοπές, να πραγματοποιήσει τον στρατηγικό στόχο της ανάπτυξης και να ενισχύσει περαιτέρω την καθεστώς της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης».
Τον Δεκέμβριο 2022, η Κίνα και η Ρωσία πραγματοποίησαν κοινές ναυτικές ασκήσεις που «εμβαθύνουν περαιτέρω τη συνολική στρατηγική εταιρική σχέση συντονισμού της νέας εποχής Κίνας-Ρωσίας». Και στη συνομιλία τους στις 20 Δεκεμβρίου 2022, ο Σι είπε στον Πούτιν ότι «Υπό την κοινή μας ηγεσία, η γενική συνεργασία Ρωσίας-Κίνας και η στρατηγική συνεργασία καταδεικνύουν ωριμότητα και ικανότητα να αντέχουν τις προκλήσεις σε αυτή τη νέα εποχή». Είπε επίσης, ότι η Κίνα είναι «έτοιμη να οικοδομήσει στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία, παρέχοντας η μία στην άλλη ευκαιρίες ανάπτυξης και παραμένοντας παγκόσμιοι εταίροι προς όφελος των χωρών μας…».
Όμως, οι ΗΠΑ ήταν κωφές στην αλλαγή του τόνου στα σήματα που προέρχονται από το Πεκίνο. Όπως έκαναν με τη Ρωσία, επέλεξαν να συνεχίσουν να πιέζουν στρατιωτικά την Κίνα, περικυκλώνοντάς την και καταπατώντας την κόκκινη γραμμή της, την Ταϊβάν.
Οι εξελίξεις του τελευταίου τριμήνου, το επιβεβαιώνουν.
ΤΑ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΑ ΑΕΡΟΣΤΑΤΑ
Στις ειδήσεις στις αρχές Φεβρουαρίου, κυριαρχούσε η κατάρριψη από τις ΗΠΑ και τον Καναδά τεσσάρων αντικειμένων στον εναέριο χώρο τους. Παρά τις ευρέως διαδεδομένες υποθέσεις, αξιωματούχοι των ΗΠΑ προσπαθούσαν για ημέρες να προσδιορίσουν ποια είναι τα τρία τελευταία αντικείμενα. Δεν ήταν σε θέση να πουν ποιος τα εκτόξευσε και προσπαθούσαν να καταλάβουν την προέλευσή τους. Το πρώτο αντικείμενο υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, ότι ήταν ένα κινεζικό αερόστατο επιτήρησης.
Αλλά αν η αντίδραση της Βόρειας Αμερικής έγινε είδηση, το γεγονός ότι η Κίνα μπορεί να κατασκοπεύει τις ΗΠΑ, δεν είναι κάτι που ξενίζει. Οι παγκόσμιες δυνάμεις, τόσο οι μεγάλες όσο και οι μεσαίες, κατασκοπεύουν η μια την άλλη συνεχώς. Οι ΗΠΑ έχουν δορυφόρους που κατασκοπεύουν την Κίνα και αντιστρόφως. Η Συνθήκη Ανοικτών Ουρανών του 2002 επιτρέπει στις χώρες ακόμη και να πραγματοποιούν άοπλες αναγνωριστικές πτήσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πάνω από το έδαφος άλλων χωρών με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τις στρατιωτικές τους δυνάμεις.
Το 1956, οι ΗΠΑ έστειλαν αερόστατα επιτήρησης πάνω από την Κίνα, που είχαν ακριβώς το ίδιο μέγεθος με το αερόστατο που κατέρριψαν οι ΗΠΑ στον εναέριο χώρο τους. Αλλά αυτά δεν ήταν τα τελευταία από τα αερόστατα επιτήρησης των ΗΠΑ πάνω από την Κίνα. Τον Φεβρουάριο του 2022, το Politico αποκάλυψε ότι το Πεντάγωνο εργάζεται σε «αερόστατα μεγάλου υψόμετρου» που θα πετούσαν «σε ύψος μεταξύ 60.000 και 90.000 πόδια [και] θα προστεθούν στο εκτεταμένο δίκτυο επιτήρησης του Πενταγώνου. . . .». Το Πεντάγωνο, το οποίο έχει ξοδέψει εκατομμύρια για το έργο, ελπίζει ότι τα αερόστατα «μπορούν να βοηθήσουν στην παρακολούθηση και αποτροπή υπερηχητικών όπλων που αναπτύσσονται από την Κίνα και τη Ρωσία».
Στις 13 Φεβρουαρίου, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας Ουάνγκ Γουένμπιν δήλωσε «ότι οι ΗΠΑ είχαν πετάξει αερόστατα μεγάλου υψόμετρου στον εναέριο χώρο της Κίνας περισσότερες από 10 φορές από τις αρχές του 2022».
Επομένως, το ότι η Κίνα μπορεί να κατασκοπεύει τις ΗΠΑ δεν είναι είδηση. Αλλά η κάλυψη των ειδήσεων των κατασκοπευτικών μπαλονιών, έχει αποσπάσει την προσοχή από την πραγματική είδηση. Η πραγματική είδηση ήταν η αυξανόμενη εχθρότητα των ΗΠΑ προς την Κίνα και η αποτυχία των προσπαθειών της Ουάσινγκτον να σύρει την Κίνα στο καθεστώς κυρώσεων και να τη χωρίσει από τη Ρωσία.
Στις 2 Φεβρουαρίου, η βουλευτής Μίκι Σερρίλ της Επιτροπής της Βουλής για τον Στρατηγικό Ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος χαρακτήρισε την Κίνα «απειλή για τη δημοκρατία και τον τρόπο ζωής μας».
Αλλά η απειλή προήλθε, όχι από την Κίνα, αλλά από τις ΗΠΑ. Την ίδια μέρα που η Σερρίλ αποκαλούσε την Κίνα απειλή για τις ΗΠΑ, οι ΗΠΑ ανακοίνωναν την ολοκλήρωση μιας συμφωνίας με τις Φιλιππίνες που επεκτείνει την πρόσβαση των ΗΠΑ στις στρατιωτικές βάσεις των Φιλιππίνων. Οι ΗΠΑ θα αποκτήσουν πρόσβαση σε άλλες τέσσερις βάσεις εκτός από τις πέντε στις οποίες έχουν ήδη πρόσβαση. «Με τη συμφωνία», αναφέρει το BBC, «η Ουάσιγκτον έχει ενώσει το χάσμα στο τόξο των συμμαχιών των ΗΠΑ που εκτείνονται από τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία στο βορρά, έως την Αυστραλία στο νότο», περικυκλώνοντας την Κίνα. Η Κίνα προειδοποίησε ότι η συμφωνία θα «κλιμακώσει την περιφερειακή ένταση και θα υπονομεύσει την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα».
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης ανακοινώσει σχέδια για την ανάπτυξη περαιτέρω μονάδων πεζοναυτών στην Ιαπωνία και τη δημιουργία μιας νέας βάσης πεζοναυτών στο Γκουάμ. Στις 11 Φεβρουαρίου, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι διαπραγματεύονταν μια Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας με την Παπούα Νέα Γουινέα.
Αν και είχε μονοπωλήσει τα πρωτοσέλιδα, που δεν περιλαμβάνουν ποτέ την είδηση ότι οι ΗΠΑ κατασκοπεύουν την Κίνα με τον ίδιο τρόπο, δεν είναι είδηση ότι η Κίνα κατασκοπεύει τις ΗΠΑ. Είδηση είναι ότι οι ΗΠΑ σαμποτάρισαν τις συνομιλίες που θα μπορούσαν να είχαν τερματίσει τον πόλεμο στις πρώτες μέρες του και είναι επίσης είδηση ότι οι ΗΠΑ σαμποτάρισαν τον αγωγό Nord Stream, μια πολεμική πράξη, που προοριζόταν να διασφαλίσει ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί. Είναι επίσης είδηση –και ίσως πιο σημαντική– ότι οι ΗΠΑ περικυκλώνουν την Κίνα με τον ίδιο τρόπο που το ΝΑΤΟ περικύκλωσε τη Ρωσία και ότι οι ΗΠΑ, απέτυχαν να απομακρύνουν την Κίνα από τη Ρωσία
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΠΛΩΝ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Στις 3 Φεβρουαρίου, μετά το περιστατικό με το αερόστατο, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν ακύρωσε το ταξίδι του στην Κίνα. Στις 18 Φεβρουαρίου είχε μια δεύτερη ευκαιρία στο περιθώριο της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, να εκφράσει τις θέσεις του.
Αφού επέπληξε την Κίνα για τα αερόστατα που οδηγούν σε «απαράδεκτη παραβίαση της κυριαρχίας των ΗΠΑ και του διεθνούς δικαίου» ‒για την οποία η Κίνα δεν ζήτησε «καμία συγγνώμη»‒ και την προειδοποίησε ότι μια τέτοια «ανεύθυνη πράξη δεν πρέπει να συμβεί ποτέ ξανά», ο Μπλίνκεν προειδοποίησε επίσης την Κίνα, για τις «συνέπειες» εάν η Κίνα παρέχει υλική υποστήριξη στη Ρωσία ή βοήθεια για την αποφυγή συστημικών κυρώσεων».
Αμερικανοί αξιωματούχοι περιέγραψαν τη συνάντηση μεταξύ του Μπλίνκεν και του Κινέζου εκπροσώπου Γουάνγκ Γι ως «συγκρουσιακή». Την επομένη της συνάντησης, ο Μπλίνκεν ισχυρίστηκε ότι οι ΗΠΑ έχουν «πληροφορίες που μας προκαλούν ανησυχία ότι [η Κίνα] εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει θανατηφόρα υποστήριξη στη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας». Οι ΗΠΑ έχουν διατυπώσει παρόμοιους ισχυρισμούς στο παρελθόν. Τον Μάρτιο του 2022, Αμερικανοί αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η Ρωσία ζήτησε από την Κίνα στρατιωτικό εξοπλισμό.
Όταν ο Άντονι Μπλίνκεν προειδοποίησε τον Γουάνγκ Γι για συνέπειες, εάν η Κίνα παράσχει υλική υποστήριξη στη Ρωσία, το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών υπενθύμισε στις ΗΠΑ ότι «είναι οι ΗΠΑ, όχι η Κίνα, που έχουν διασπείρει όπλα στο πεδίο της μάχης» προτού απαντήσει σθεναρά ότι «[η] συνολική στρατηγική συνεργασία συντονισμού Κίνας-Ρωσίας είναι . . . εντός του κυρίαρχου δικαιώματος οποιωνδήποτε δύο ανεξάρτητων κρατών» και ότι «[δεν] αποδεχόμαστε τις υποδείξεις ή ακόμη και τον εξαναγκασμό των ΗΠΑ που στοχεύουν τις σχέσεις Κίνας-Ρωσίας».
Αν και η παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού στη Ρωσία θα ήταν μια αλλαγή στην προσέγγιση της Κίνας στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν θα ήταν μια αλλαγή στη μακροχρόνια κινεζική πολιτική.
Η Κίνα και η Ρωσία απολαμβάνουν μια πολύ στενή συνολική στρατηγική εταιρική σχέση που «δεν έχει όρια». Αλλά και στο παρελθόν, πριν από τη Ρωσία, η Κίνα απολάμβανε μια πολύ στενή εταιρική σχέση με το Πακιστάν. Αυτή η σχέση, όπως και η σχέση Κίνας-Ρωσίας, ήταν από πολλές απόψεις πιο στενή από μια συμμαχία. Η φύση της υποστήριξης της Κίνας προς το Πακιστάν, κατά τη διάρκεια των πολλών πολέμων του με την Ινδία, μπορεί να αξίζει της προσοχής της διεθνούς κοινότητας.
Η ρωσο-κινεζική στρατηγική εταιρική σχέση δεν είναι στρατιωτική συμμαχία. Δεν υπάρχει αμοιβαία υποχρέωση άμυνας. Η εταιρική σχέση αναγνωρίζει την ανάγκη κάθε χώρας να επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα. Η Κίνα θα έρχονταν στη βοήθεια της Ρωσίας μόνο εάν απειλούνταν τα συμφέροντα ασφαλείας της Κίνας. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο, εάν η Κίνα δει μια υπαρξιακή απειλή για τον στρατηγικό της εταίρο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα δεν θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο αποστολής όπλων ή εξοπλισμού στη Ρωσία, όπως έκανε για το Πακιστάν.
Η ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Στις 24 Φεβρουαρίου, η Κίνα δημοσίευσε τη «Θέση για την πολιτική διευθέτηση της κρίσης της Ουκρανίας». Οι ΗΠΑ αντέδρασαν πολύ αρνητικά και πολύ γρήγορα. Αντέδρασαν πιο αρνητικά ακόμη και από την Ουκρανία.
Τι είναι αυτό με την κινεζική πρόταση που εκνευρίζει τόσο τις ΗΠΑ; Δεν πρόκειται για μια πλήρως ανεπτυγμένη πρόταση διευθέτησης, έτοιμη για διαπραγμάτευση. Είναι απλώς μια δήλωση της θέσης της Κίνας και μια υπόσχεση ότι η Κίνα είναι πρόθυμη να αναλάβει «έναν εποικοδομητικό ρόλο σε αυτό το θέμα».
Σε μια πρώτη απάντηση που φαίνεται να προορίζονταν μόνο για δημόσια κατανάλωση, οι ΗΠΑ απαξίωσαν την Κίνα ως διαμεσολαβητή επειδή δεν είναι ουδέτερη στον πόλεμο στην Ουκρανία και στη συνέχεια, την επέπληξαν επειδή σκέφτεται να στείλει όπλα στη Ρωσία.
Αν και η ουδετερότητα μπορεί να είναι μια επιθυμητή στάση για έναν μεσολαβητή της ειρήνης, οι ΗΠΑ, που πολλές φορές στην πρόσφατη ιστορία έχουν απαιτήσει το ρόλο του μεσολαβητή χωρίς την απαιτούμενη ουδετερότητα, έχουν επιφυλάξει το δικαίωμα να ενθαρρύνουν ή να αποθαρρύνουν τις ειρηνευτικές συνομιλίες στον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ είναι κατάφωρα μη ουδέτερες σε αυτό τον πόλεμο: πολύ λιγότερο ουδέτερες από την Κίνα. Και όσον αφορά το ενδεχόμενο αποστολής όπλων, οι ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει το όριο των 46,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Αν και Αμερικανοί αξιωματούχοι αντέδρασαν αρνητικά και στις 12 ενότητες της κινεζικής πρότασης, φαίνεται ότι οι ενότητες δύο και δέκα, είναι αυτές που ενοχλούν περισσότερο την Ουάσιγκτον. Όχι ότι κάποια άλλη από τις ενότητες θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπέρ της πολιτικής των ΗΠΑ.
Η ενότητα δύο ζητά «Εγκατάλειψη της νοοτροπίας του Ψυχρού Πολέμου». Αντιτίθεται στα «στρατιωτικά μπλοκ» και απαιτεί «η ασφάλεια μιας χώρας να μην επιδιώκεται σε βάρος άλλων». Το πρώτο σημείο στοχεύει στο ΝΑΤΟ και το τελευταίο είναι ένα σημείο που διατύπωσε εδώ και καιρό η Ρωσία. Οι ΗΠΑ υπερασπίστηκαν τη διατήρηση της πόρτας του ΝΑΤΟ ανοιχτή για την Ουκρανία, κάνοντας έκκληση στη διεθνή αρχή του ελεύθερου και κυρίαρχου δικαιώματος των κρατών να επιλέγουν τις δικές τους ευθυγραμμίσεις ασφαλείας. Όμως, η Ρωσία έχει εδώ και καιρό προβάλλει το αδιαίρετο της ασφάλειας: τη διεθνή αρχή ότι η ασφάλεια ενός κράτους δεν πρέπει να επιτυγχάνεται σε βάρος της ασφάλειας ενός άλλου.
Η ενότητα δέκα αναφέρει ότι «η Κίνα αντιτίθεται στις μονομερείς κυρώσεις που δεν έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ». Αναφέρεται σε κάποιες χώρες οι οποίες θα πρέπει να σταματήσουν να καταχρώνται μονομερείς κυρώσεις που δεν μπορούν να λύσουν το ζήτημα και δημιουργούν μόνο νέα προβλήματα. Το κείμενο αναφέρει ότι η υπέρβαση των μονομερών κυρώσεων είναι απαραίτητη για την αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία.
Η Κίνα υποστηρίζει ότι μεταξύ 2000 και 2021, οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά ξένων οντοτήτων αυξήθηκαν κατά 933%. Θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ή έχουν επιβάλει οικονομικές κυρώσεις σε σχεδόν 40 χώρες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κούβας, της Κίνας, της Ρωσίας, της Βόρειας Κορέας, του Ιράν και της Βενεζουέλας, επηρεάζοντας σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού.
Το κυριότερο αποτέλεσμα από την παρέμβαση της Κίνας, είναι η πραγματική αποτυχία των προσπαθειών απομόνωσης της Ρωσίας, διότι όσα λέγονται στο Πεκίνο παραδοσιακά ακούγονται στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Και στα μάτια των χωρών και των κατοίκων αυτών των ηπείρων, η θέση της συλλογικής Δύσης χάνει αυτή τη διεθνή νομική νομιμότητα που είχε μέχρι πρόσφατα. Σημαντικό πλήγμα έχει δεχθεί η ελκυστικότητα και οι προοπτικές της «Σύνοδος Κορυφής των Δημοκρατιών», την οποία ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος. Σήμερα είναι ήδη προφανές ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης Τζο Μπάιντεν να περιορίσει τον ΟΗΕ, αντικαθιστώντας τον με παρόμοια σχήματα που επικεντρώνονται στην Ουάσιγκτον, αποτυγχάνει.
Όταν σε λίγες ημέρες ο Τζο Μπάιντεν θα συγκαλέσει τη δεύτερη «Σύσκεψη Κορυφής των Δημοκρατιών» σε διαδικτυακή μορφή, αυτή θα είναι η αρχή του τέλους αυτού του θνησιγενούς σχηματισμού, ακριβώς επειδή είναι απολύτως σαφές σε όλους, το που διαμορφώνεται η ιστορική δυναμική
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΑΟΥΔΙΚΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ-ΙΡΑΝ
Οι ΗΠΑ διατηρούν επί δεκαετίες τον ρόλο τους ως ο μοναδικός διαπραγματευτής στη Μέση Ανατολή. Όμως, στις 10 Μαρτίου, η Κίνα εμφανίστηκε ως ο μεσολαβητής μιας συμφωνίας μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ οι ΗΠΑ. Η πιο σημαντική πρόσφατη αναδιάταξη της Μέσης Ανατολής, διαμορφώθηκε από την Κίνα.
Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία διερεύνησαν τη βελτίωση των σχέσεων τους τα τελευταία χρόνια. Ξεκίνησαν με συνομιλίες το 2020, που εξελίχθηκαν σε αρκετές συναντήσεις στο Ιράκ και το Ομάν. Το 2021, οι δυο τους ανακοίνωσαν ότι το Ιράν είχε ξαναρχίσει τις εξαγωγές στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν εξέφρασε την ιδέα να ανοίξουν εκ νέου τα προξενεία και να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις.
Τόσο οι δηλώσεις του Ιράν όσο και της Σαουδικής Αραβίας μετά τη νέα τους συμφωνία αναγνώρισαν αυτές τις συνομιλίες και ευχαρίστησαν το Ιράκ και το Ομάν για τις προσπάθειές τους. Αλλά ήταν η Κίνα που τους έφερε στο τραπέζι και ολοκλήρωσε τη συμφωνία.
Οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή «συμφωνίας για την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ τους και την επαναλειτουργία των πρεσβειών και των αποστολών τους εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες». Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία συμφώνησαν επίσης για τον «σεβασμό της κυριαρχίας και τη μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου». Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν «συμφώνησαν περαιτέρω να εφαρμόσουν τη μεταξύ τους Συμφωνία Συνεργασίας για την Ασφάλεια» που είχε αρχικά υπογραφεί στις 17 Απριλίου 2001.
Οι δύο χώρες συμφώνησαν επίσης να «εφαρμόσουν τη Γενική Συμφωνία Συνεργασίας στους Τομείς της Οικονομίας, του Εμπορίου, των Επενδύσεων, της Τεχνολογίας, της Επιστήμης, του Πολιτισμού, του Αθλητισμού και της Νεολαίας» που υπεγράφη στις 27 Μαΐου 1998. Αυτή η συμφωνία ευνοεί τη διεύρυνση διαφόρων τρόπων που άρχισαν οι Σαουδάραβες το 2021 για να κάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν.
Η συμφωνία με τη μεσολάβηση της Κίνας αντιπροσωπεύει μια σεισμική αναδιάταξη στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να έχουν παράπονο για αυτό. Η σταθερότητα στην περιοχή είναι καλή για όλους και ο ρόλος της Κίνας στη στήριξη της διεθνούς τάξης και ως δύναμη σταθερότητας είναι ακριβώς αυτό που απαιτούν οι ΗΠΑ από αυτή. Αλλά οι ΗΠΑ είναι δυσαρεστημένες για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ήταν η Κίνα που αναδείχθηκε ως η αποτελεσματική δύναμη στην περιοχή. Ο δεύτερος είναι ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν ευνοεί την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, απαιτεί σχίσματα για να διαχειρίζεται τις αντιθέσεις.
Η συμφωνία διαλύει τον συνασπισμό που είχαν διαμορφώσει οι ΗΠΑ και το Ισραήλ κατά του Ιράν, αφού η Σαουδική Αραβία αποχωρεί από αυτόν. Παράλληλα, το Ριάντ ανακοίνωσε τι θα ζητούσε από τις ΗΠΑ, εάν επρόκειτο να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με το Ισραήλ. Για να επιτευχθεί αυτή η συμφωνία, οι ΗΠΑ θα πρέπει να δώσουν στη Σαουδική Αραβία εγγυήσεις ασφαλείας και να βοηθήσουν στην ανάπτυξη του μη στρατιωτικού πυρηνικού της προγράμματος. Αυτές οι εγγυήσεις ασφαλείας θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ονομασία της Σαουδικής Αραβίας, ως σημαντικό σύμμαχο εκτός ΝΑΤΟ. Όμως, οι ΗΠΑ ανησυχούν ότι η υποστήριξη του πυρηνικού προγράμματος θα επέτρεπε στη Σαουδική Αραβία να αναπτύξει πυρηνικά όπλα, ανατρέποντας τις ισορροπίες στη περιοχή.
Η συμφωνία είναι μια άμεση απόδειξη της ενίσχυσης του οράματος της Κίνας για έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο μπορούν να συναφθούν συμφωνίες χωρίς παρέμβαση, υπαγόρευση ή αναδιάρθρωση της εσωτερικής πολιτικής άλλων χωρών.
Η εμφάνιση αυτού του πολυπολικού κόσμου, στον οποίο οι ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν τον μόνο λόγο, ή τον τελευταίο λόγο στις πολιτικές και στον οποίο μπορεί να μην υπάρχουν μπλοκ, αποτελεί απειλή για τον μονοπολικό κόσμο υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον.
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΣΙ ΤΖΙΝΠΙΝΓΚ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ
Η Ρωσία είναι η πρώτη χώρα που επισκέφτηκε ο ηγέτης του ΚΚ Κίνας και πρόεδρος της Κίνας μετά την ανάληψη των εξουσιών του. Στην παράδοση των διεθνών σχέσεων, αυτό είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι της διευθέτησης των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου. Σημαντικό είναι και το πλαίσιο της επίσκεψης.
Οι ελπίδες της Δύσης ότι ο Σι Τζινπίνγκ θα συμπεριλάμβανε τη Ρωσία σε μια συγκεκριμένη λίστα χωρών που θα επισκεπτόταν κατά τη διάρκεια της περιοδείας του, δεν υλοποιήθηκαν. Οι υπολογισμοί της Ουάσιγκτον ότι η αφορμή για την επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη στη Μόσχα θα ήταν η 9η Μαΐου, επίσης κατέρρευσαν.
Σε ότι αφορά την βιντεοκλήση μεταξύ Σι Τζινπίνγκ και Ζελένσκι, παρά το ενδιαφέρον της Δύσης να την χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στην επίσκεψη στη Μόσχα, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Το Κρεμλίνο διευκρίνισε ότι ο Σι Τζινπίνγκ επιστρέφει από τη Μόσχα στο Πεκίνο. Δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση από το πρωτόκολλο. Επομένως, εάν όντως γίνει η συνομιλία με τον Ζελένσκι, θα είναι έξω από το σχήμα της συνάντησης της Μόσχας.
Πριν από την επίσκεψη, οι Κινέζοι ηγέτες είχαν θίξει δύο φορές ένα συγκεκριμένο θέμα: γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αντιτίθενται στην κινεζική στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία, την ίδια στιγμή προωθούν την προμήθεια όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού στο καθεστώς της Ταϊβάν; Με βάση αυτή τη λογική, δεν αποκλείεται η περίπτωση, ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν αυτή τη γραμμή των «διπλών σταθμών», τότε η Κίνα μπορεί να προσαρμόσει την ουδέτερη θέση της στο θέμα αυτό στο «μέγεθος» των αμερικανικών στρατιωτικών προμηθειών στην Ταϊβάν. Όχι λιγότερο ενδεικτική του κλίματος, είναι και η έναρξη διεθνών ναυτικών ασκήσεων στην Αραβική Θάλασσα με τη συμμετοχή του ρωσικού, κινεζικού και ιρανικού ναυτικού, «Marine Security Belt – 2023» πριν από την άφιξη του Σι στη Μόσχα.
Από κινεζικής πλευράς, μέχρι στιγμής, έχει αποφευχθεί η όξυνση της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, τουλάχιστον άμεσης (τα επόμενα βήματα για την υπονόμευση του status quo στην κορεατική χερσόνησο μπορούν να θεωρηθούν έμμεσα. Η απάντηση στις νέες ασκήσεις ΗΠΑ-Νοτίου Κορέας όταν ξεκίνησαν, ήταν νέες εκτοξεύσεις πυραύλων από τη Βόρεια Κορέα, συμπεριλαμβανομένου ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου «Hwaseong-17»). Παράλληλα, οι εικασίες συνεχίζονται για το ζήτημα της Ταϊβάν. Συγκεκριμένα, μια πιθανή συνάντηση του νέου προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν ΜακΚάρθι με την επικεφαλής της φιλοαμερικανικής κυβέρνησης του νησιού, Τσάι Ινγκ-γουέν, συζητείται ευρέως από την αρχή του χρόνου. Ωστόσο, αν νωρίτερα υπήρχαν αναφορές για ένα ταξίδι του ΜακΚάρθι στην Ταϊπέι, τώρα όλα περιορίζονται για πιθανές επαφές κάπου στις ακτές του Ειρηνικού, των ΗΠΑ.
Εκτός από τα προηγούμενα, αυτό που ανησυχεί τις αρχές της Ουάσιγκτον είναι ότι οι πολύμηνες προσπάθειες για αποσταθεροποίηση του «ευάλωτου υπογάστριου» της Ρωσίας στον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και τη Μολδαβία όχι μόνο δεν παράγουν αποτελέσματα με τη μορφή ενός «δεύτερου μετώπου» κατά της Ρωσίας, αλλά τείνουν να οδηγήσουν σε αντίθετες συνέπειες. Ο εσωτερικός παράγοντας διαμαρτυρίας στο Ισραήλ, τη Γεωργία και τη Μολδαβία επιδεινώνει τα περιφερειακά προβλήματα της Ουάσιγκτον και ο συνδυασμός όλων αυτών των γεγονότων με την «ειρηνική επίθεση» της Κίνας και τους περιορισμούς που επιβάλλει η κατάσταση στις ενέργειες των ΗΠΑ στην Ουκρανία, σηματοδοτεί τα όρια της Αμερικανικής παρέμβασης και επιρροής.
Τέλος, την παραμονή της επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα, τράβηξε την προσοχή και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα στο «Ευρασιατικό Τρίγωνο». Μόνο τον τελευταίο μήνα, εκτός από τη συμφωνία μεταξύ Τεχεράνης και Ριάντ, ο Ιρανός πρόεδρος Ιμπραήμ Ραΐσι πραγματοποίησε μια επίσκεψη στο Πεκίνο, ενώ ο πρόεδρος της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο επισκέφθηκε τις πρωτεύουσες της Κίνας και του Ιράν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αλυσίδα αυτών των συλλογικών προσπαθειών εξωτερικής πολιτικής, συμβάλλει στο να περιορίσει η Ανατολή την παγκόσμια πρωτοβουλία από τη Δύση, η οποία, μετά τη Διάσκεψη του Μονάχου και το ταξίδι του Τζο Μπάιντεν στην Πολωνία και την Ουκρανία, φαίνεται να χάνει σε δυναμική, μη συμβαδίζοντας με τη δραστηριότητα των ευρασιατών αντιπάλων.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν πρόσθετα αποτελέσματα της επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα.
Πρώτον, έγινε σαφές ότι, έχοντας καθοδηγήσει την απόφαση του ΔΠΔ της Χάγης κατά του Βλαντιμίρ Πούτιν, την παραμονή της ρωσο-κινεζικής συνάντησης, η συλλογική Δύση, απέτυχε. Υποστηρίζοντας τον Ρώσο πρόεδρο ως εγγυητή της περαιτέρω προόδου στις διμερείς σχέσεις Κίνας-Ρωσίας, οι οποίες από την επίσκεψη αυτή έγιναν καθοριστικός παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις, ο Σι Τζινπίνγκ ακύρωνε επιπλέον όλη την απήχηση από την απόφαση του ΔΠΔ, προσκαλώντας τον Ρώσο ηγέτη στο Πεκίνο. Όχι μόνο για μια επίσκεψη, αλλά και στο τρίτο φόρουμ των χωρών που συμμετέχουν στο Belt and Road. Τα δύο πρώτα τέτοια φόρουμ, που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του 2017 και τον Απρίλιο του 2019 με τη συμμετοχή του Πούτιν, συγκέντρωσαν 28 και 40 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των χωρών της Ευρασίας, αντίστοιχα. Αυτή τη φορά, για ευνόητους λόγους, αναμένεται ακόμη μεγαλύτερος αριθμός ανώτατων αξιωματούχων.
Δεύτερον, η συνάντηση μεταξύ του Σι και του Ρώσου πρωθυπουργού Μιχαήλ Μισούστιν ήταν πολύ ενδεικτική . Το Φόρουμ Belt and Road θα διεξαχθεί τον Μάιο, αλλά ο Κινέζος πρόεδρος, απευθυνόμενος στον Μισούστιν, του πρότεινε να έρθει στην Κίνα «το συντομότερο δυνατό. Πιθανότατα, ακόμη και πριν από τον Μάιο, πριν από την επίσκεψη Πούτιν στο Πεκίνο. Ο λόγος είναι ότι ο νέος πρωθυπουργός της Κίνας Λι Τσιάνγκ «θα δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία», σύμφωνα με τον Σι Τζινπίνγκ. Και έτσι, ο ηγέτης της ΛΔΚ κατέστησε σαφές, πρώτον, ότι η σημασία των συμφωνιών που επιτεύχθηκε με τον Πούτιν την προηγούμενη μέρα, κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας κατ’ ιδίαν, απαιτεί την άμεση έναρξη κοινής εργασίας και, δεύτερον, ότι η κινεζική κυβέρνηση είναι τώρα προσηλωμένη σε μια ενιαία γενική γραμμή, όχι ακριβώς την ίδια όπως ήταν υπό τον πρώην πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ. Εξ ου και η ακρίβεια των συμπερασμάτων όσων επεσήμαναν τις ανακατατάξεις του πολιτικού προσωπικού που πραγματοποιήθηκαν από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΚ και την πρόσφατη σύνοδο του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου, ως αποτέλεσμα του αποκλεισμού από την ηγεσία των πρώην στελεχών που προωθούσαν την προτεραιότητα αλληλεπίδρασης με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τρίτον, είναι το εσωτερικό και το εξωτερικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η επίσκεψη Σι Τζινπίνγκ σχετικά με την πορεία σημαντικών εξελίξεων. Ήδη από την Παρασκευή 18 Μαρτίου, η ρωσική κυβέρνηση έδωσε εντολή στο υπουργείο Εξωτερικών και τη Roscosmos να διαπραγματευτούν με την κινεζική πλευρά και να δημιουργήσουν μια κοινή επιτροπή για τη δορυφορική πλοήγηση προκειμένου να διασφαλιστεί η συμβατότητα και η συμπληρωματικότητα των ρωσικών και κινεζικών συστημάτων πλοήγησης GLONASS και Beidou. Και στις 20 Μαρτίου, την ημέρα της άφιξης του Σι στη Μόσχα, η ρωσική κυβερνητική επιτροπή νομοθετικών δραστηριοτήτων ενέκρινε ένα σχέδιο για τη δημιουργία τεσσάρων νέων Ελεύθερων Οικονομικών Ζωνών (FEZ) για την περίοδο έως το 2050.
Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσπάθησαν να ναρκοθετήσουν την επίσκεψη, χρησιμοποιώντας τον αποχαρακτηρισμό των πληροφοριών για την προέλευση της πανδημίας από τον κορωνοϊό, ώστε να συμπέσει με την επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, μια ακόμη προσπάθεια γίνεται στο Κογκρέσο να υπονομευθεί η μεταχείριση του πιο ευνοημένου έθνους για την Κίνα στο εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ταυτόχρονα, να ξεκινήσει η προσπάθεια υπέρ του επαναπροσανατολισμού της κύριας εστίασης της ξένης στρατιωτικής βοήθειας από την Ουκρανία στην Ταϊβάν, κάτι που επιβεβαιώνει ότι η Ουάσιγκτον σχεδιάζει να υπονομεύσει τη συλλογική ασφάλεια στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Έγινε όμως και μια προσπάθεια ισοσκελισμού της επίσκεψης Σι, με την επίσκεψη στο Κίεβο του οικοδεσπότη της μελλοντικής συνόδου κορυφής της G7, Ιάπωνα πρωθυπουργού Φουμίο Κισίντα. Η επίσκεψη είχε προγραμματιστεί τον Φεβρουάριο, αλλά ακυρώθηκε για λόγους ασφαλείας. Τώρα αποδεικνύεται ότι ο λόγος της ακύρωσης ήταν διαφορετικός ‒ να αντιταχθεί ο Κισίντα στον Σι Τζινπίνγκ και το Κίεβο στη Μόσχα.
Στο Πεκίνο και στη Μόσχα θεωρούν ότι οι 20 και 21 Μαρτίου 2023 θα αποδειχθούν καθοριστικές για την εξέλιξη των διεθνών ισορροπιών και την προώθηση του σχεδίου για έναν πολυπολικό κόσμο.
Πηγή
(O Βαγγέλης Χωραφάς, διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής geoeurope.org, δημοσιεύει καθημερινά πρωτότυπα άρθρα και αναλύσεις και στην προσωπική του σελίδα στο facebook).