Όσο πλησιάζουμε τις 14 Μαΐου, ημερομηνία διεξαγωγής των γενικών εκλογών στην Τουρκία τόσο τα ερωτηματικά παραμένουν εάν αυτή η αναμέτρηση είναι πραγματικά μια της ανατροπής ή η συνέχιση του ιδίου πολιτικού σκηνικού.
Του Δημήτρη Τριανταφύλλου
Οι δημοσκοπήσεις μας έχουν μπερδέψει, όπως και τους Τούρκους ψηφοφόρους, αλλά ενδεχομένως η διαφοροποίηση των ευρημάτων μεταξύ δημοσκοπικών εταιρειών μπορεί να σηματοδοτεί ότι η εκλογική αναμέτρηση είναι πραγματικά αμφίρροπη.
Το άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτές οι ιστορικές εκλογές διεξάγονται σε μια ιστορική χρονιά, αυτή που η Τουρκία γιορτάζει την πρώτη της εκατονταετηρίδα. Αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με το πως η Τουρκική πολιτική ελίτ αντιλαμβάνονται την προάσπιση και την ισχυροποίηση του ρόλου και της θέσης της χώρας τους σε ένα μεταβαλλόμενο περιφερειακό και παγκόσμιο πλαίσιο καθορίζει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Η δημοσιοποίηση των εκλογικών μανιφέστο του κυβερνώντος κόμματος, του AKP, και του κύριου συνασπισμού της αντιπολίτευσης μας προϊδεάζουν για τις προτεραιότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Δηλαδή, το σημείο εκκίνησης είναι το σημερινό με τις αμφισβητήσιμες διεκδικήσεις της κυριαρχίας ελληνικών νησιών, με την συνέχιση της Γαλάζιας Πατρίδας και του στρατιωτικού αποτυπώματος στην Λιβύη, την Συρία, και το Καύκασο μεταξύ άλλων, με την νομιμοποίηση της διχοτόμησης της Κύπρου, κλπ. Διαφέρουν ως προς την τακτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Ενώ για την κυβερνητική παράταξη η συνέχιση και η εδραίωση του νέου «Αιώνα της Τουρκίας» είναι επιβεβλημένη, για την αντιπολίτευση η χώρα θα πρέπει πρωτίστως να επιδιορθώσει τις σχέσεις με την Δύση, τα κράτη που την απαρτίζουν, και τους θεσμούς που την εκπροσωπούν (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης). Αλλά η αντιπολίτευση δεν συνιστά ιδιαίτερη αλλαγή πλεύσης όσον αφορά την ανάγκη εδραίωσης της πολιτικής, οικονομικής, και ενεργειακής παρουσίας και ηγετικού ρόλου της Τουρκίας στην ευρύτερη γειτονία της.
Εξάλλου, οι συγκυριακοί παράγοντες όπως η εν εξέλιξη συστημική αλλαγή σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο έχουν συμβάλλει στην αποστασιοποίηση της Τουρκίας από την Δύση και τους δυτικούς θεσμούς καθώς και στην διαμόρφωση μιας αυτόνομης πορείας που συνδυάζεται με την ισχυροποίηση της οικονομικής ισχύς της χώρας και τη ραγδαία ανάπτυξη μιας βιώσιμης εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία αυτοπροσδιορίζεται ως χώρα με επίκεντρο την ασφάλεια. Αυτό διαποτίζει και ορίζει την κοσμοθεωρία της Τουρκίας και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά της στην εξωτερική της πολιτική. Για παράδειγμα, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος, και κατ’ επέκταση τα ελληνοτουρκικά, θεωρούνται ως ζητήματα κυριαρχίας. Ο στόχος είναι η σταθερότητα δια της ήπιας ή και της σκληρής ισχύος σε μια γειτονία όπου η Τουρκία έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ως εκ τούτου, το μορατόριουμ που επικαλούνται οι δύο χώρες είναι επακόλουθο της διπλωματίας των σεισμών που συνιστά ύφεση στην ένταση μεταξύ των δυο χωρών αλλά όχι ουσιαστική αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα όσον αφορά την Ελλάδα, την Κυπριακή Δημοκρατία, και τα ελληνοτουρκικά.
Για την Ελλάδα, ομολογουμένως η εξωτερική πολιτική δεν κυριαρχεί στον μέχρι τώρα προεκλογικό αγώνα. Τα ευρήματα της πρόσφατης δημοσκόπηση της MRB (27 Απριλίου) είναι ενδεικτικά. Στο ερώτημα «ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα των πολιτών;», μόνο το 7,8% απαντά πως είναι τα ελληνοτουρκικά.
Το βασικό μέλημα για την Αθήνα είναι η προετοιμασία για την επόμενη μέρα όταν οι σχεδιασμοί και τα θέλω της Άγκυρας ξεκινήσουν να εκδηλώνονται και να εφαρμόζονται πιο εντατικά. Τα ελληνικά πλεονεκτήματα εμπεριέχουν, γενικά, τις ξεκάθαρες θέσεις αναφορικά με το πλαίσιο διαλόγου με την Τουρκία και την επίλυση των διαφορών, δηλαδή την επίκληση της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών, την συνεχιζόμενη στήριξη της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας, την ξεκάθαρη θέση κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία με την επιβολή και εφαρμογή κυρώσεων κατά της Μόσχας και την πολιτική και υλική στήριξη του Κίεβου, την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή στην λήψη των πολλαπλών αποφάσεων σχετικά με την ανθεκτικότητα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και των κρατών μελών της απορρέοντας από της επιπτώσεις της ρωσικής δράσης, και τέλος την εμβάθυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πρέπει να προβάλλει τις προτεραιότητες της διπλωματίας της και να τις ενισχύσει. Στο πρόσφατο Φόρουμ των Δελφών, ο Αμερικανός πρέσβης, Τζορτζ Τσούνης τόνισε ότι η Ελλάδα εξελίσσεται σε logisticshubγια το ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή. Η αύξηση των ρυθμών και τις ποιότητας ξένων επενδύσεων, όπως και αυτές που προέρχονται από αμερικανικούς οικονομικούς κολοσσούς σηματοδοτούν την αύξηση εμπιστοσύνης προς την χώρα, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες της να γίνει σημαντικός κρίκος της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Το ίδιο ισχύει με την διεύρυνση των στρατηγικών σχέσεων με τις ΗΠΑ με την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία που αποκτούν η Σούδα, η Αλεξανδρούπολη, και η Λάρισα και οι προοπτικές να ενταχθούν η Καβάλα και ο Βόλος στους σχεδιασμούς πέραν της ενίσχυσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με την αναμενόμενη συμμετοχή της στο πρόγραμμα των F-35, μεταξύ άλλων.
Συμπερασματικά, η μετά εκλογική περίοδος στις δύο χώρες θα είναι διπλωματικά έντονη στο πεδίο των ελληνοτουρκικών και με αυξημένες προσδοκίες για Αθήνα και Άγκυρα αντιστοίχως. Επόμενος, η σημερινή σχετική νηνεμία προσφέρεται για τον σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων και, ιδιαίτερα για την εκπόνηση ενός σχεδίου δράσης που θα λαμβάνει υπόψη τα νέα δεδομένα και θα προβάλλει ξεκάθαρα τα ελληνικά πλεονεκτήματα για την αντιμετώπιση των πολλαπλών «μπρα ντε φερ» που θα εκδηλωθούν.
Δημήτρης Τριανταφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο KadirHas της Κωνσταντινούπολης και εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΙΔΙΣ