Για τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το σοκ του 20% και εν αναμονή της μάχης ζωής ή θανάτου, στις 25 Ιουνίου, προκύπτουν πολλά ερωτήματα υπαρξιακής φύσης. Ο γράφων επιχείρησε έναν πρώτο και εν θερμώ απολογισμό της οδυνηρής ήττας που μεταβάλλει άρδην την αρχιτεκτονική του πολιτικού συστήματος όπως το γνωρίσαμε την τελευταία δεκαετία (εδώ), η ηγεσία του κόμματος θα κάνει τον δικό της μετά τον αιφνιδιασμό και την πολιτική κατάθλιψη που ακολούθησε.
Η 26η Ιουνίου θα βρεί τον ΣΥΡΙΖΑ με μία από τις ακόλουθες εκδοχές: α. να έχει διατηρήσει τις ισχνές πλέον δυνάμεις του και την μικρή απόσταση ασφαλείας από το ΠΑΣΟΚ, β. να τις έχει ενισχύσει κατά λίγες μονάδες, κάτι που θα είναι μία μικρή ανακούφιση, γ. με νέες απώλειες που θα θέσουν προοπτικά σε κίνδυνο ακόμα και την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ό,τι κι αν συμβεί, προκύπτει το ερώτημα εάν το επόμενο διάστημα, και με έναν Κυριάκο Μητσοτάκη απερίσπαστο και πανίσχυρο, με καθαρή προοπτική τετραετίας, είναι προτιμότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε αλλαγή ηγεσίας και επιστροφή στο “οχυρό” της ριζοσπαστικής αριστεράς, ή εάν είναι καλύτερο να παραμείνει ο ηττημένος Αλέξης Τσίπρας αλλά με ανάληψη ευθύνης, όχι μόνο για το σοκ της 21ης Μαϊου και όσων προηγήθηκαν, αλλά και για την ανατροπή των παθογενειών και ουσιαστικά την επανίδρυση του κόμματος.
Στην πρώτη περίπτωση, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας προτείνει διάδοχο και εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση -κρατώντας πιθανώς για τον εαυτό του τον άτυπο ρόλο του πολιτικού “πρεσβευτή” του ΣΥΡΙΖΑ εντός και εκτός Ελλάδας-, είναι μάλλον βέβαιο πως για ένα μεγάλο διάστημα θα επέλθει περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής του και έτσι θα δοθεί χρόνος και χώρος στο ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει (με μεγάλες πιθανότητες) την πρωτοκαθεδρία στην αντιπολίτευση.
Η δεύτερη περίπτωση λαμβάνει υπόψη της μερικά πραγματικά δεδομένα:
-Η μετακίνηση μεγάλων τμημάτων του εκλογικού πληθυσμού στον ΣΥΡΙΖΑ, από το 2012 και εντεύθεν, συντελέστηκε για πολλούς λόγους (τα μνημόνια και η βαθιά οικονομική και θεσμική κρίση, η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κοινωνικών ομάδων κ.ά), οφείλεται όμως σε μεγάλο βαθμό στην ηγετική φιγούρα του Αλέξη Τσίπρα, στην αδιαμφισβήτητη χαρισματικότητά του και στην αδιαμεσολάβητη σχέση που απέκτησε με τους πολίτες. Για πάρα πολλούς ο Τσίπρας “είναι ένας απ΄ αυτούς” κι έτσι ήταν έτοιμοι να του συγχωρήσουν τις ελλείψεις, τις εξάρσεις λαϊκισμού και τα λάθη του και να τα αντισταθμίσουν με την εντιμότητά του και την σχέση του με τον απλό κόσμο.
Ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι “ψηφοφόροι Τσίπρα”, με σχεδόν προδιαγεγραμμένο τέλος στην σχέση τους με το κόμμα αυτό όταν ο Αλέξης Τσίπρας θα κλείσει τον πολιτικό του κύκλο.
-Όσοι, ως εκ τούτου, μιλούν εύκολα για το πολιτικό τέλος του Τσίπρα και πως πρέπει να ανοίξει τον δρόμο της ανανέωσης πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι αυτό είναι εξαιρετικά πιθανό να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή των μικρών ή και πολύ μικρών εκλογικών επιδόσεων. Προς τέρψη, βεβαίως, αφενός του ΠΑΣΟΚ που θα επιστρέψει στο μίγμα του διπολισμού, και αφετέρου εκείνων στη Ν.Δ που επιζητούσαν την στρατηγική ήττα της δήθεν ηγεμονίας της αριστεράς. Αυτό είναι πιθανό να συμβεί ακόμα και εάν στην ηγεσία βρεθεί κάποιο από τα νεότερα και δημοφιλή στελέχη, όπως είναι η Έφη Αχτσιόγλου, ή άλλος/άλλη.
Μπορεί και πρέπει, λοιπόν, να παραμείνει ο Αλέξης Τσίπρας στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να μην απογοητευθούν και φύγουν εκατοντάδες χιλιάδες (περισσότεροι) ψηφοφόροι που είναι ταυτισμένοι με την προσωπικότητα του αρχηγού; Δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα. Διότι, αφενός η “ψυχολογία” του, μετά από μία πιθανή επικύρωση ή και διεύρυνση της στρατηγικής ήττας μάλλον θα τον οδηγήσει στην έξοδο, αφετέρου επειδή θα θεριέψουν οι αντιδράσεις της παλαιάς κομματικής γραφειοκρατίας (παρά τον ακρωτηριασμό που υπέστη με την μη εκλογή κορυφαίων στελεχών της) που θα επιδιώξει την οχύρωση στον αριστερό ριζοσπαστισμό. Ήδη, ο Δημήτρης Παπαδημούλης έριξε την ιδέα της “επιτροπείας” με Αχτσιόγλου, Χαρίτση, Ηλιόπουλο δίπλα στον αρχηγό ενόψει της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης.
Είναι, παράλληλα, σαφές πως για διάφορα “παράλληλα” κέντρα αποφάσεων ο εξοβελισμός Τσίπρα από την πολιτική σκηνή είναι επιθυμητή ως κατάργηση μιας απρόβλεπτης μεταβλητής.
Φτάνουμε, λοιπόν, σιγά σιγά σε ένα σημείο που θα εκδηλωθεί το χάσμα: ο (παλιός) ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει πιά τον Τσίπρα και ο Τσίπρας δεν μπορεί να χωρέσει στον (παλιό) ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, είναι βαριά η ευθύνη του ότι δεν έκανε και πολλά πράγματα για να τον αλλάξει, ιδιαίτερα όταν ήταν πανίσχυρος, όπως και το ότι φοβήθηκε να κάνει το μεγάλο βήμα της ανατροπής μετά την ήττα του 2019. Εκείνος ο χρόνος ήταν κατάλληλος, παρήλθε όμως και γέννησε εσωστρέφεια και παραλυσία.
Έχει, άραγε, τώρα, νόημα η ίδρυση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου που θα συγκεντρώσει τα νεότερα (όχι μόνο ηλικιακά) στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τις σημαντικές προσωπικότητες που προσχώρησαν τελευταία ανταποκρινόμενες στην πρόσκληση Τσίπρα, και μία νέα κεντροαριστερή τεχνοκρατία που δεν βρήκε ποτέ φιλόξενη στέγη στους καλά προστατευμένους και “αμόλυντους” χώρους της κομματικής γραφειοκρατίας;
Το “κενό” φαίνεται πως υπάρχει, η ανάγκη, ως εκ τούτου, προκύπτει, η απάντηση, όμως, πρέπει να δοθεί πρώτα από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Έχει τις αντοχές για ένα νέο ξεκίνημα που θα ισοδυναμεί με μία τελευταία ευκαιρία για τον ίδιο και την δυνατότητα να περιγράψει μια πρόταση αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, με πολιτικό ρεαλισμό, χωρίς βοναπαρτισμούς και βερμπαλισμούς, με απόλυτη γείωση με την πραγματικότητα; Έχει την δύναμη και την θέληση να ξεκινήσει σχεδόν από την αρχή και με τον κίνδυνο ακόμα και να απαξιώσει το ήδη τραυματισμένο (αλλά υπαρκτό) πολιτικό του κεφάλαιο;
Με ανθρώπινους όρους κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ δύσκολο. Η απογοήτευση και η κόπωση αλλά και η “ευλάβεια” απέναντι στην κομματική του διαδρομή και την ιστορία του χώρου του είναι πιθανότερο να τον οδηγήσει στην αποστρατεία. Από την άλλη η μελέτη της νέας αρχιτεκτονικής του πολιτικού συστήματος, η θριαμβευτική επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα κενά που δημιουργούνται ίσως τον ανακαλέσουν στην δράση με μία ολική επανεκκίνηση. Ας το αξιολογήσει. Κάθε πολιτικός διαπραγματεύεται, άλλωστε, κάποια στιγμή με την ιστορία και ορίζει την υστεροφημία του.