«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πάντα ένα στοίχημα που δοκιμάζεται διαρκώς» επισημαίνει σε άρθρο του ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Κέμπριτζ, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων.
Χαρακτηριστικά, στο άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο ίδιος τονίζει: «Η μεγάλη πρόκληση για τον Τσίπρα παραμένει μπροστά του ‒και ανεκπλήρωτη‒ από το 2019, δηλαδή το να αλλάξει σε βάθος το κόμμα του: Σε ιδέες και ανθρώπινο δυναμικό. Θα αλλάξει και ο ίδιος στη διαδρομή αυτή, αναζητώντας μια νέα πολιτική φυσιογνωμία, ρεαλιστική κεντροαριστερή και μετριοπαθή;».
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Γιάννη Λούλη, «ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ καλούνται να ξεκινήσουν μία ριζικά νέα διαδρομή από το χαμηλό σημείο στο οποίο πλέον έχουν πέσει», συμπληρώνοντας: «Όπως βρίσκονται τώρα τα πράγματα, δηλαδή λίγο πολύ καταλαγιασμένα, μην περιμένουμε θαύματα και οποιεσδήποτε ανατροπές».
Ολόκληρο το άρθρο του Γιάννη Λούλη
«Με τον προηγούμενο γύρο των εκλογών, υπό το σύστημα της απλής αναλογικής, εξαρχής υπήρχε η εντύπωση πως η ΝΔ διέθετε το προβάδισμα. Όμως η μάχη στο νήμα, θα ήταν σκληρή, ή έστω αρκετά σκληρή, στο βαθμό που κάποιος θα μπορούσε να εμπιστευθεί τις δημοσκοπήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ακόμη ανταγωνιστικός, αλλά σταδιακά έμοιαζε να χάνει ξανά κάποιο έδαφος. Τι συνέβη όμως στη συνέχεια; Απρόσμενα, εκδηλώθηκαν, από τη μια στιγμή στην άλλη, ισχυροί αυτοτραυματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ. Τα αίτιά τους, καραδοκούσαν από καιρό. Η εκρηκτική τους εμφάνιση, χρειάζονταν απλώς μια εκπυρσοκρότηση. Από εκεί και πέρα, το σκηνικό άλλαξε δραματικά. Ξημέρωσε ένα νέο τοπίο μετά την έκρηξη. Ανοίγοντας μια νέα σελίδα, στο νέο τοπίο, που δεν είχε γυρισμό. Η αλλαγή σκηνικού ήταν ολοκληρωτική. Και εν πολλοίς απρόβλεπτη. Όταν συνέβη όμως, τα χαλάσματα που άφησε πίσω της, με δεδομένη τη διαδρομή του Τσίπρα από το 2019 μέχρι το εκλογικό σταυροδρόμι, όλα έμοιαζαν πιθανά, σε έναν ΣΥΡΙΖΑ που διαρκώς παραπατούσε. Που άλλαζε, και δεν άλλαζε! Που αρχικά ανέβαινε αργά στην ανηφόρα. Για να πάρει την κατηφόρα. Μια και καλή!
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Όταν η ΝΔ επικράτησε το 2019 με αισθητή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ (39,85% έναντι 31,53%), ήταν φανερό πως υπήρχαν καλές προοπτικές η ΝΔ να κυριαρχήσει και στις επόμενες εκλογές. Ο Μητσοτάκης είχε ως ισχυρό όπλο στο εξωτερικό την άνετη και συγκροτημένη διεθνή του παρουσία. Στέκονταν πολύ καλά στη διεθνή σκηνή. Η κυβερνητική του ομάδα αλλού ήταν μέτρια, με τον Δένδια να ξεχωρίζει. Βεβαίως, ακολούθησαν οι υποκλοπές και η ανομία τους, συν αρκετές σκληρές διαδρομές. Η χειρότερη στιγμή για τον Μητσοτάκη, ήταν ασφαλώς η τραγωδία στα Τέμπη και η διαχείριση όλης της συγκυρίας. Παρόλα αυτά, όμως, ως πρωθυπουργός, συνολικά, ο Μητσοτάκης είχε στιβαρότητα. Παρέμεινε λοιπόν κυρίαρχος, καθώς ο Τσίπρας ήταν «παγωμένος». Και κυρίως, περιβάλλονταν από ασημαντότητες. Νέες στιβαρές και φρέσκιες μορφές, δεν τον πλαισίωναν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τις γεννούσε. Ούτε τις προσέλκυε. Ενώ και στη ΝΔ οι μετριότητες περίσσευαν.
Δυστυχώς, επίσης, για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Τσίπρας δεν θέλησε, ή δεν τόλμησε, να δημιουργήσει μια νέα ομάδα, από ποιοτικά στελέχη, που να τον περιβάλλουν διαρκώς, ως η πολιτικά ποιοτική ελίτ. Αυτή η ελίτ θα έδινε μια σύγχρονη και εμπροσθοβαρή εικόνα στον ΣΥΡΙΖΑ. Περί τον Τσίπρα, συνωθούντο οι μέτριοι των μετρίων. Ήσαν κατάλοιπα παρακμής του κομματικού συστήματος! Η εικόνα, βεβαίως, των “ξεχωριστών” δεν χτίσθηκε ποτέ. Οι ποιοτικοί σύμβουλοι, και με απειροελάχιστες εξαιρέσεις, βρίσκονταν στα αζήτητα. Αποδείχθηκαν ένα μεγάλο κενό. Παράλληλα ο Τσίπρας δεν τόλμησε σταδιακά να χτίσει μια σπονδυλωτή στήλη κεντροαριστερών συνεργατών, οι οποίοι να σπρώξουν στην ίδια κατεύθυνση τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας, είχε μια τετραετία για να μεταμορφώσει τον ΣΥΡΙΖΑ: Με ένα φρέσκο ανθρώπινο υλικό, σε μια μορφή σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Δεν το έπραξε όμως. Η στασιμότητα που επέλεξε, ήταν πολύ απλά, ένας βολικός συμβιβασμός. Για τους βολεψίες!
Ο χρόνος ήταν ανεκτίμητος σε έναν απόλυτα τελματωμένο ΣΥΡΙΖΑ. Και όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, αν ηγείτο πιο τολμηρά ο Τσίπρας, θα μπορούσε να αποκτήσει μια νέα και δυναμική εικόνα. Αν εξαιρέσει κανείς πολλά στελέχη του κόμματος που έχουν προσκολληθεί σε άλλες εποχές, οι οποίες δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Εκτός εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιστρέψει στη νηπιακή του ηλικία, και βεβαίως στη συνέχεια επιλέξει να ολοκληρώσει ηρωικά την αυτοκτονία του. Εκείνοι όμως που προστέθηκαν στο εκρηκτικό υλικό, το οποίο γέννησαν οι τοξικότητες που έχουν φωλιάσει σε περιθωριακές γωνίες του ΣΥΡΙΖΑ, προκάλεσαν έναν ισχυρότατο σεισμό στα θεμέλιά του. Για να κατρακυλήσει το κόμμα, μετά από δεκαετίες αρκετά υψηλών ποσοστών, στο ισχνό 20% στις τελευταίες εκλογές. Έχοντας την ανάσα του Ανδρουλάκη αρκετά κοντά του.
Το εκλογικό πλήγμα που δέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ο ίδιος ο Τσίπρας, ήταν φυσικά εξωγενές, και προήλθε από τις αυτοκτονικές διαθέσεις ενός ημι-ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, του Γιώργου Κατρούγκαλου. Ο τελευταίος, με τις δηλώσεις του για σκληρή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών (που είναι άγνωστο τι ακριβώς τις προκάλεσε) γκρέμισε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στο 20%! Λίγο αργότερα, μάλιστα, η Φωτίου έσπευσε να διατυπώσει παρεμφερείς απόψεις. Ο Κατρούγκαλος βρέθηκε εκτός εκλογικής λίστας, αλλά το πλήγμα στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τεράστιο, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των οργισμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ κατευθύνθηκε στη ΝΔ, εκτοξεύοντας τα ποσοστά της! Τούτο το διπλό πλήγμα, το οποίο δέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως το μήνυμα που στάλθηκε στην κοινωνία ότι αυτός καταρρέει, αποτέλεσε έναν εκλογικό σεισμό. Ακόμη πιο σημαντικό και τραυματικό ήταν το γεγονός ότι η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι του Κατρούγκαλου, ήταν άκρως παθητική, μη διαθέτοντας οτιδήποτε το νευρώδες και καταγγελτικό στην εκφορά της.
Παρατηρώντας και αναλύοντας το τοπίο, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές με ένα περισσότερο πλειοψηφικό σύστημα, μπορούν να γίνουν κάποιες σκέψεις για το όλο σκηνικό. Ηγεσίες και κόμματα, που εκτοξεύθηκαν εκλογικά, όχι μέσα από κάποιες δικές τους αντιδράσεις, αλλά μέσα από την αυτοκαταστροφή των ανταγωνιστών τους, στην ουσία ωθούνται από τους ισχυρότατους ανέμους που σαρώνουν το πολιτικό πεδίο. Σε αυτό λοιπόν το πεδίο, η οργή και αποδοκιμασία προσδιορίζει συχνά τη θέση νικητών και ηττημένων. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν το θύμα της θύελλας Κατρούγκαλου, πρόβαλλε ελάχιστες αντιστάσεις. Μετά τη θύελλα έγινε απλός παρατηρητής της. Δεν είχε κανένα ζωντανό και νευρώδες κύτταρο για να χτίσει άμυνες.
Απέναντι σε έναν ημιπαράλυτο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, η ΝΔ, έστω κι αν φθείρεται, θα έχει υπέρ της σοβαρά πλεονεκτήματα. Εκτός, “αν έρθουν τα πάνω κάτω”. Κάτι που για την ώρα δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Απέναντι σε έναν γνώριμο ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα στην τωρινή του φάση, η σημερινή μέτρια ΝΔ, θα έχει το εύκολο πλεονέκτημα. Πλην κάποιας αυτοκαταστροφικής ανατροπής. Που δεν προκύπτει στον ορίζοντα.
Φυσικά, όλα τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία, βρίσκονται συχνά σε απρόσμενα και επικίνδυνα σταυροδρόμια. Η αλήθεια είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει επικοινωνιακό χάρισμα. Αυτό δεν αρκεί. Ο βασικός ανταγωνιστής του (η ΝΔ), όπως έχουν έρθει τα πράγματα, μοιάζει να διασφαλίζει την κυριαρχία του χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Η μεγάλη πρόκληση για τον Τσίπρα παραμένει μπροστά του ‒και ανεκπλήρωτη‒ από το 2019, δηλαδή το να αλλάξει σε βάθος το κόμμα του: Σε ιδέες και ανθρώπινο δυναμικό. Θα αλλάξει και ο ίδιος στη διαδρομή αυτή, αναζητώντας μια νέα πολιτική φυσιογνωμία, ρεαλιστική κεντροαριστερή και μετριοπαθή; Παράλληλα, βεβαίως, μπορεί να ευνοηθεί από έναν ανταγωνιστή, που είναι πιθανό να διαπερασθεί, όπως ο Μητσοτάκης, από έπαρση και αλαζονεία. Η σημερινή πάντως ΝΔ, και αν μη τι άλλο, αξιοποιεί τις αδυναμίες των αντιπάλων της. Τουλάχιστον, στο παρόν σταυροδρόμι.
Κλείνοντας: Το σκηνικό άλλαξε, αλλά όχι δραματικά. Υπήρχαν οι δύο γνωστοί ανταγωνιστές και στη φάση αυτή κυριαρχεί μόνο ο ένας. Απόλυτα. Αν δεν μεταμορφωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, σε βάθος χρόνου ο Τσίπρας κινδυνεύει να αποδυναμωθεί ακόμα περισσότερο. Στο σημείο αυτό, δεν μπορεί κανείς να περιμένει κάτι το εντυπωσιακό. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πάντα ένα στοίχημα που δοκιμάζεται διαρκώς. Στη στιγμή αυτή προφανώς χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία. Στο όλο σκηνικό προκύπτει μόνο ένας κυρίαρχος: η ΝΔ. Από εκεί και πέρα, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ καλούνται να ξεκινήσουν μία ριζικά νέα διαδρομή από το χαμηλό σημείο στο οποίο πλέον έχουν πέσει. Όπως βρίσκονται τώρα τα πράγματα, δηλαδή λίγο πολύ καταλαγιασμένα, μην περιμένουμε θαύματα και οποιεσδήποτε ανατροπές».
(Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Κέμπριτζ, είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων, με πιο πρόσφατο το «Η τοξική εποχή μας» (Καστανιώτης, 2022)