Η «μεγάλη παραίτηση» συνεχίζεται, καθώς το κόστος ζωής ωθεί τους εργαζόμενους να αναζητήσουν αυξήσεις μισθών τη στιγμή που το ποσοστό των εργαζομένων που έχει διαθέσιμα χρήματα στο τέλος του μήνα μειώνεται σημαντικά.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την έρευνα «Hopes and Fears» που δημοσίευσε η PwC, η οποία αφορά το εργατικό δυναμικό του 2023 και παρουσιάζει λεπτομερώς τις τάσεις και τις συμπεριφορές σχεδόν 54.000 εργαζομένων σε 46 χώρες και γεωγραφικές περιοχές.
Αναλυτικότερα, ένας στους τέσσερις εργαζόμενους (26%) δηλώνει ότι είναι πιθανό να αλλάξει δουλειά μέσα στους επόμενους 12 μήνες, έναντι 19% πέρυσι. Αντίστοιχα, ανάμεσα στους εργαζόμενους που δήλωσαν ότι είναι πιο πιθανό να αλλάξουν εργοδότη περιλαμβάνονται εκείνοι που αισθάνονται ότι έχουν εργαστεί υπερβολικά (44%), εκείνοι που δυσκολεύονται να καλύψουν τα μηνιαία έξοδα (38%) και η γενιά Z (35%). Σύμφωνα με την έρευνα, ο εταιρικός σκοπός, η εταιρική κουλτούρα και η ενσωμάτωση παραμένουν καθοριστικοί παράγοντες για τους εργαζόμενους. Μεταξύ εκείνων που δήλωσαν ότι είναι πιθανό να αλλάξουν εργοδότη, λιγότεροι από τους μισούς (47%) απάντησαν πως θεωρούν την εργασία τους ικανοποιητική σε σύγκριση με το 57% εκείνων που δεν είναι πιθανό να αλλάξουν εργοδότη. Αντίστοιχα, όσοι είναι πιθανό να αλλάξουν εργοδότη, δηλώνουν σε μικρότερο ποσοστό ότι «αισθάνονται ο εαυτός τους» στην εργασία τους, σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους που σκοπεύουν να παραμείνουν στην τρέχουσα εργασία τους (51% έναντι 59%).
Σε διεθνές επίπεδο, οι εργαζόμενοι αισθάνονται ολοένα και περισσότερο ότι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα διαθέσιμα εισοδήματα, καθώς η συρρικνούμενη οικονομία και οι πληθωριστικές προκλήσεις συνεχίζουν να επηρεάζουν την οικονομική τους κατάσταση. Το ποσοστό του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού που δήλωσε ότι απομένουν χρήματα στο τέλος του μήνα μειώθηκε στο 38%, έναντι 47% πέρυσι. Ένας στους πέντε εργαζόμενους (21%) απασχολείται πλέον σε πολλαπλές θέσεις, με το 69% να δηλώνει ότι το κάνει επειδή χρειάζεται πρόσθετο εισόδημα. Το ποσοστό των εργαζομένων με πολλαπλές θέσεις απασχόλησης είναι υψηλότερο ανάμεσα σε εκείνους που ανήκουν στη γενιά Z (30%) και στις εθνικές μειονότητες (28%).
Η οικονομική στενότητα οδηγεί, επίσης, σε αύξηση των μισθολογικών απαιτήσεων, με το ποσοστό των εργαζομένων που σκοπεύουν να ζητήσουν αύξηση μισθού να αυξάνεται από 35% σε 42% σε ετήσια βάση. Μεταξύ των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, σχεδόν οι μισοί εξ αυτών (46%) σχεδιάζουν να ζητήσουν αύξηση στο άμεσο μέλλον.
Οι εργαζόμενοι που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα έχουν αντίστοιχα λιγότερες πιθανότητες και ευκαιρίες να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του μέλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να αναπτύξουν νέες δεξιότητες και να προσαρμοστούν στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Όπως αναφέρει η έρευνα της PwC, σε σύγκριση με τους εργαζόμενους που μπορούν να ανταποκριθούν άνετα στις υποχρεώσεις τους, εκείνοι που δυσκολεύονται ή αδυνατούν είναι 12 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο πιθανό να δηλώσουν ότι αναζητούν ενεργά ευκαιρίες για την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων (62% έναντι 50%). Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι που αισθάνονται πιο ασφαλείς οικονομικά, είναι πιο πιθανό να αναζητήσουν τη γνώμη των συναδέλφων και των προϊσταμένων τους στην εργασία και να την αξιοποιήσουν για να βελτιώσουν την απόδοσή τους (57%) σε σχέση με εκείνους που δυσκολεύονται οικονομικά (45%).
Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα, περισσότεροι από ένας στους τρεις (37%) εργαζόμενοι με καλή οικονομική κατάσταση δηλώνουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα βελτιώσει την παραγωγικότητά τους σε σχέση με τους συναδέλφους τους (24%). Αντίστοιχα, οι οικονομικά ευκατάστατοι εργαζόμενοι πιστεύουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες απασχόλησης (24% έναντι 19%) ενώ σε μικρότερο ποσοστό δήλωσαν ότι θα αλλάξει τη φύση της εργασίας τους με προς το χειρότερο (13% έναντι 18%).
Όπως αναφέρουν στις απαντήσεις τους οι ερωτηθέντες, οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση το ταχέως μεταβαλλόμενο οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον. Στο ίδιο κλίμα, οι εργαζόμενοι που δήλωσαν ότι η εργασία τους απαιτεί εξειδικευμένες δεξιότητες είναι πιο πιθανό να προβλέψουν τις επερχόμενες αλλαγές. Περισσότεροι από τους μισούς (51%) απάντησαν στην έρευνα ότι οι δεξιότητες που απαιτεί η δουλειά τους θα μεταβληθούν σημαντικά τα επόμενα πέντε χρόνια, σε σύγκριση με μόλις 15% για τους εργαζόμενους που δεν έχουν εξειδικευμένη κατάρτιση. Αντίστοιχα, μεταξύ των εξειδικευμένων εργαζομένων, περίπου τα δύο τρίτα δήλωσαν βέβαιοι ότι ο εργοδότης τους θα τους βοηθήσει να αναπτύξουν τις μελλοντικά απαραίτητες ψηφιακές, αναλυτικές και συνεργατικές δεξιότητες. Τα ποσοστά αυτά πέφτουν κάτω από το 50% μεταξύ εκείνων που δεν απασχολούνται σήμερα σε θέσεις εργασίας που απαιτούν εξειδικευμένη κατάρτιση.
Σύμφωνα με την έρευνα της PwC, οι εργοδότες χάνουν την πρόσβαση σε πολύτιμο ταλέντο λόγω απαρχαιωμένων προσεγγίσεων πρόσληψης και ανάπτυξης των εργαζομένων τους. Περισσότεροι από το ένα τρίτο (35%) των ερωτηθέντων με εξειδικευμένες δεξιότητες συμφωνούν σε μέτριο βαθμό ή απολύτως ότι έχουν χάσει ευκαιρίες εργασίας επειδή δεν γνωρίζουν τους κατάλληλους ανθρώπους.
Ταυτόχρονα, περισσότεροι από το ένα τρίτο (35%) των εργαζομένων δήλωσαν ότι έχουν δεξιότητες που δεν προκύπτουν ή δεν αναδεικνύονται από το βιογραφικό τους σημείωμα ή το επαγγελματικό ιστορικό τους, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εταιρείες μπορεί να «χάνουν» ταλέντα που διαθέτουν ήδη στο δυναμικό τους. Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ σε συνεργασία με την PwC, διαπίστωσε ότι η δημιουργία αγορών εργασίας που δίνουν προτεραιότητα στις δεξιότητες θα μπορούσε να συνεισφέρει επιπλέον 100 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με την έρευνα της PwC 26th Annual Global CEO Survey, τέσσερις στους 10 διευθύνοντες σύμβουλοι εκτιμούν ότι η εταιρεία τους δεν θα επιβιώσει πάνω από 10 χρόνια χωρίς μετασχηματισμό. Την ίδια στιγμή, το εργατικό δυναμικό εμφανίζεται πιο αισιόδοξο, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται στο 33%, μολονότι η απαισιοδοξία αυξάνεται σε ποσοστό 40% μεταξύ των νεότερων γενεών.
Η εμπιστοσύνη στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης θεωρείται, επίσης, κλειδί για τη διατήρηση του εργατικού της δυναμικού. Οι εργαζόμενοι που πιστεύουν ότι η εταιρεία τους δεν θα επιβιώσει μια δεκαετία με την τρέχουσα πορεία της, είναι πολύ πιο πιθανό να αποχωρήσουν μέσα στους επόμενους 12 μήνες (43% δηλώνουν ότι είναι πιθανό να αποχωρήσουν έναντι 19% μεταξύ των εργαζομένων που πιστεύουν ότι η εταιρεία τους θα επιβιώσει περισσότερο από μια δεκαετία).
Περισσότεροι από τους μισούς (52%) εργαζόμενους παγκοσμίως αναμένουν να βιώσουν κάποια θετική επίδραση στην εργασία τους λόγω της Τεχνητής Νοημοσύνης τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ σχεδόν το ένα τρίτο (31%) δηλώνει συγκεκριμένα ότι αυτή θα αυξήσει την παραγωγικότητα του στην εργασία. Σχεδόν ένας στους τρεις εργαζόμενους (27%) θεωρεί, επίσης, την Τεχνητή Νοημοσύνη ως μια ευκαιρία να αναπτύξει τις δεξιότητές του αποκτώντας νέες.
Τέλος, η έρευνα αποκαλύπτει έντονες διαφορές στη στάση των εργαζομένων απέναντι στην Τεχνητή Νοημοσύνη ανάλογα με την ηλικία τους. Οι νεότερες γενιές είναι πιο πιθανό να αναμένουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα επηρεάσει τη σταδιοδρομία τους, τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Συγκεκριμένα, το ένα τρίτο 34% των Baby Boomers εκτιμούν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα επηρεάσει τη σταδιοδρομία τους, ενώ μόνο το 14% της Gen Z και το 17% των Millennials συμφωνούν.
Να σημειωθεί ότι, όταν ο καθηγητής συμπεριφοράς Άντονι Κλότζ επινόησε τον όρο «η Μεγάλη Παραίτηση» το 2021, το έκανε για να σχολιάσει μια τάση. Δύο χρόνια μετά, όμως, διερωτάται αν δημιούργησε, σε κάποιο βαθμό, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σύμφωνα με το BBC.
Κάνει, δε, αυτή την παρατήρηση γιατί φαίνεται πως η παραίτηση μάλλον έχει αρχίσει να γίνεται «viral». Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα στοιχεία του Ιανουαρίου, που έχουν δημοσιευθεί από το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας της χώρας έδειξαν ότι σχεδόν 49 εκατομμύρια εργαζόμενοι και εργαζόμενες εγκατέλειψαν τις δουλειές τους το 2021 και περισσότεροι από 50 εκατομμύρια εργαζόμενοι παραιτήθηκαν το 2022.
Μία άλλη δημοσκόπηση που διεξήγαγε η πλατφόρμα του LinkedIn σε 2.000 εργαζομένους, έδειξε πως σχεδόν τα 3/4 της λεγόμενης «Gen Z», που εκπροσωπούν τις ηλικίες ατόμων έως και 23 ετών, καθώς και τα 2/3 των millennials, που εκπροσωπούν τις ηλικίες έως και 38 ετών σκέφτονται να παραιτηθούν φέτος.
Οι λόγοι για τους οποίους οι εργαζόμενοι/ες υποβάλλουν την παραίτησή τους ποικίλουν. Περισσότερη ευελιξία, καλύτεροι μισθοί, η ανάγκη για καλύτερο εργασιακό κλίμα, είναι μερικοί από αυτούς. Ωστόσο, οι ερευνητές παρατηρούν την ανάδυση ενός φαινομένου που ονομάζεται «μεταδοτικότητα της αλλαγής» για να περιγράψουν μία συνθήκη κατά την οποία, όταν ένα άτομο παραιτείται, η πιθανότητα οι συνάδελφοί τους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους αυξάνεται. Μία σχετική έκθεση που έχει δημοσιευθεί, καταγράφει ένα ποσοστό της τάξεως του 25%.
Ο Κλοτζ, αναφέρει πως ο «παράγοντας coolness», που νιώθει κανείς όταν εγκαταλείπει μια δουλειά μπορεί να δώσει έναν αέρα ενδυνάμωσης στους εργαζόμενους.
«Πολλοί από εμάς αισθανθήκαμε ανίσχυροι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ακόμη και πριν από αυτήν», αναφέρει, ενώ σημειώνει πως «η παραίτηση από τη δουλειά σας μπορεί να είναι μια στιγμή ενδυνάμωσης».
Εξηγώντας, ο Κλόντζ σημειώνει πως «κατά τη διάρκεια της εργασιακής μας απασχόλησης, ο εργοδότης έχει τη δύναμη. Χρειαζόμαστε ένα μισθό, επομένως ανεχόμαστε πράγματα που θέλει ο εργοδότης να κάνουμε, ακόμα κι αν δεν το θέλουμε. Μόλις αρχίσετε να σκέφτεστε να παραιτηθείτε, αυτή η δυναμική ισχύος αρχίζει να αλλάζει. Και αυτό είναι ελκυστικό. Όταν αρχίζεις να σκέφτεσαι «Δεν το χρειάζομαι πια αυτό. Θα μπορούσα να κάνω ό,τι έκανε ο συνάδελφός μου και να πάω να δουλέψω σε άλλο οργανισμό» δημιουργείται μία δυναμική.
Αυτή η αίσθηση ενδυνάμωσης είναι η θετική πλευρά. Ωστόσο, η τάση της παραίτησης μπορεί να επισκιάσει το γεγονός ότι, το να μείνει κάποιος χωρίς δουλειά, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο Κλόντζ εξηγεί πως, ένα από τα μειονεκτήματα της «δημοφιλίας» της παραίτησης, είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι αποτελεί μια αρκετά γρήγορη και εύκολη απόφαση. Αυτό θα μπορούσε να τους οδηγήσει να πάρουν μια αρκετά επιπόλαιη απόφαση, προτού σταθμίσουν τις επιλογές τους.
Εφόσον είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν όλοι, φαίνεται εύκολο να γίνει, λέει ο Κλοντζ, «όταν στην πραγματικότητα, είναι μια από τις μεγαλύτερες αποφάσεις καριέρας που μπορείς να πάρεις» σημειώνει.
Ταυτόχρονα, η έναρξη ενός νέου ρόλου δεν είναι απλή. «Συχνά χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες έως ένα χρόνο για να μάθει κανείς τη δουλειά και να χτίσει τις σχέσεις που χρειάζεται για να είναι αποτελεσματικός σε αυτόν τον ρόλο», σημειώνει η Κέιτλιν Πόρτερ, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Memphis.
Συμπληρώνει δε, ότι, «όλη σου η ζωή αλλάζει. Όταν ξεκινάς μια νέα δουλειά, είναι στην πραγματικότητα μια από τις πιο αγχωτικές στιγμές».
Ακόμη, όμως, και αν μία νέα επαγγελματική πρόταση προσφέρει καλύτερο μισθό, ευελιξία ή και επιπλέον οφέλη, η συστηματική αλλαγή δουλειάς, κάνει πιο δύσκολη τη δυνατότητα να ανέλθει κανείς επαγγελμνατικά. Οι ειδικοί αναφέρουν πως εάν οι εργαζόμενοι παραιτούνται νωρίτερα από ότι έπρεπε μπορεί να δημιουργήσουν φραγμούς στην καριέρα τους.