Εξεγέρσεις γίνονται σχεδόν κάθε μέρα. Άλλες μικρές, άλλες πιο μεγάλες, μερικές τόσο εκτεταμένες που θεωρούνται από πολλούς αποσταθεροποιητικές για τη χώρα που συμβαίνουν.
Του Χρήστου Κίσσα
Μεγάλες εξεγέρσεις είχαμε στο Λος Άντζελες το 92, στο Παρίσι το 2005, στην Αθήνα το 2008, στο Λονδίνο το 2011 και πάλι στο Παρίσι τις προηγούμενες μέρες. Αυτές είναι που προβάλλονται από τα μέσα, με τα σχετικά θεαματικά βίντεο, χωρίς φυσικά να εξηγείται ότι αφορούν συγκεκριμένες περιοχές που δεν υπερβαίνουν το 2% της χώρας. Υπάρχουν όμως και οι άλλες που συμβαίνουν σε συνεχή βάση. Όπως, κάθε τρεις και δυο σε κάποια αμερικάνική πόλη, όταν ένας αστυνομικός σκοτώσει ή κακοποιήσει έναν μαύρο. Όλες αυτές οι εξεγέρσεις έχουν ένα κοινό σημείο: ότι δεν έχουν καμία σχέση με επανάσταση. Ούτε μπορούν να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά μία χώρα. Διότι επανάσταση κάνει μόνο η αστική τάξη, τα παιδιά των μεσαίων και μεγαλο-μεσαίων οικογενειών που είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν και να διαβάσουν τους θεωρητικούς του περασμένου αιώνα και μπορούν να οργανωθούν και να καταστρώσουν σχέδια. Και κυρίως να έχουν έστω ένα κομμάτι της κοινωνίας μαζί τους.
Αντίθετα, οι ταραχές, όπως αυτές των προηγουμένων ημερών στα παρισινά προάστια, δεν έχουν κανέναν μαζί τους, ούτε καν τους γονείς των ταραχοποιών. Η δε οργάνωση και στρατηγική τους είναι όσο φτάνει το οπτικό τους πεδίο. Όποιο αυτοκίνητο δουν μπροστά τους θα το κάψουν και όποιο μαγαζί της γειτονιάς τους μπορέσουν θα το ανοίξουν για να πάρουν κανένα κινητό ή καμιά τηλεόραση πλάσμα. Μέχρις εκεί φτάνει η στρατηγική τους. Οι δε ιθύνοντες, το “επιτελικό κράτος”, τα γνωρίζει πολύ καλά όλα αυτά και τα διαχειρίζεται ανάλογα.
Πηγαίνοντας σε συναυλία το βράδυ των καταστροφών, (και λικνιζόμενος επιδεικτικά μετά της συζύγου του), ο Μακρόν έκανε ένα statement: ότι τους έχει γραμμένους. Διότι ξέρει ότι αφού κάψουν μερικές εκατοντάδες, ή και χιλιάδες, αυτοκίνητα, θα επιστρέψουν στα σπίτια τους, στις θλιβερές γειτονιές τους· ότι ουσιαστικά είναι ακίνδυνοι για το κράτος.
Θα μου πείτε “και οι καταστροφές;” Κι αυτές υπερτιμημένες είναι. Κάθε πρωτοχρονιά στη Γαλλία καίνε περίπου 1.000 αυτοκίνητα μέσα σε μια βραδιά, έτσι είναι το “έθιμο”. Ε τώρα, μια φορά στη δεκαετία, έκαψαν 5.000· σιγά το φοβερό. Ασφαλισμένα είναι όλα αυτά, πιθανόν να αυξηθούν λίγο όλα τα ασφάλιστρα και το κόστος θα απορροφηθεί.
Εξάλλου υπάρχει ένα little dirty secret σ’ αυτή την ιστορία: ότι το κόστος αυτών των ζημιών, τόσο των καθημερινών όσο και των εκτάκτων, είναι απείρως μικρότερο από το κόστος που θα είχε μια μεγάλη συγκροτημένη προσπάθεια εξάλειψης των αιτίων που οδηγούν στις εξεγέρσεις.
Το επιχείρησε κάποτε στην Αμερική ο Λύντον Τζόνσον με το πρόγραμμα Great Society που έβγαλε από τη μιζέρια το 30% του μαύρου πληθυσμού και παραλίγο να χρεοκοπήσει η χώρα. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει καμία σκέψη για ανάλογο πρόγραμμα, αλλά ούτε κι αν το επιχειρούσαν είναι σίγουρο ότι θα έφερνε αποτέλεσμα.
Διότι το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο και, αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, δεν έχει σχέση ούτε με τη λαθρομετανάστευση, ούτε με την ενσωμάτωση. Νόμιμα ήρθε η συντριπτική πλειοψηφία των γονιών ή των παππούδων των σημερινών νέων των προαστίων, την εποχή που η σιδηρουργία και η αυτοκινητοβιομηχανία είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια. Εντελώς ενσωματωμένα είναι τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Το ερώτημα είναι σε τί ενσωματώθηκαν, σε ποιό πρότυπο; Σ’ αυτό του μέσου αστού ή στον τρόπο ζωής του μικρού “παραβατικού των προαστίων”, του “loubard de banlieue”, όπως αποκαλούνταν οι κλασικοί λευκοί γηγενείς κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών, τους οποίους μιμήθηκαν και με τους οποίους αναμείχθηκαν. Μάλλον το δεύτερο.
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, το βασικό πρόβλημα είναι το χωροταξικό, ή οικιστικό, δεν ξέρω ποιά είναι η πιο κατάλληλη λέξη. Όσο ζουν στα τεράστια αυτά μπλόκ πολυκατοικιών, που για να φτάσεις στη δική σου είσοδο πρέπει να περάσεις από τρεις ομάδες επιθετικών δεκαεξάχρονων που θα σε τσεκάρουν ή θα σε ληστέψουν, εκεί που αστυνομία δεν μπαίνει ποτέ, λύση δεν υπάρχει. Όσο ο κάθε νεαρός θα πρέπει να ενταχθεί σε μια συμμορία για να επιβιώσει και να αποφύγει το μπούλιγκ από τους άλλους, πάλι λύση δεν μπορεί να βρεθεί. Και επειδή μιλάμε για εκατομμύρια ανθρώπους, που δεν γίνεται να μετακομίσουν σε μία μέρα, (ή σε λίγους μήνες ή ακόμη και σε λίγα χρόνια), και να βρουν το κατάλληλο περιβάλλον και να ζήσουν μια κανονική ζωή, γι αυτό κανείς δεν προτείνει λύση.
Έτσι θα συνεχίσει το πράγμα, με εξάψεις, εκτονώσεις και μετά μακροχρόνιες υφέσεις. Δηλαδή με διαχείριση, που στο τέλος καταλήγει να θεωρείται διαχείριση ρουτίνας. Πολύ μακριά δηλαδή απ’ τις αναλύσεις που ακούμε.
Ο Χρήστος Κίσσας είναι διδάκτωρ χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου του Παρισιού. Υπήρξε ανώτατο στέλεχος της τράπεζας Κρήτης.
Το κείμενο ανέβηκε στο Facebook