Σε μείζον ζήτημα διαρκείας εξελίσσεται ο πληθωρισμός στα τρόφιμα. Μάχη δίνουν καθημερινά οι καταναλωτές αναζητώντας εκπτώσεις ή προσφορές σε βασικά είδη διατροφής, καθώς το κόστος του οικογενειακού τραπεζιού παραμένει στα ύψη.
Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, επέστρεψε σε διψήφιο ποσοστό και διαμορφώθηκε τον Ιούνιο στο 10,4% από 9,8% το Μάιο και 9,6% τον Απρίλιο.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία θα ανακοινώσει την Παρασκευή τον πληθωρισμό Ιουνίου για τη χώρα μας, οι μεγαλύτερες αυξήσεις για το μήνα Μάιο ήταν στα γαλακτοκομικά και αυγά 18%, στα έλαια και λίπη 15,8%, στα κρέατα 11,9% και στο ψωμί και δημητριακά 11,1%.
Προβληματισμό δημιουργεί διεθνώς ο λεγόμενος «πληθωρισμός απληστίας» και ο ρόλος που παίζουν σε αυτόν τα υψηλά κέρδη των επιχειρήσεων, με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, να στέλνει στην αγορά μήνυμα συγκράτησης των ανατιμήσεων.
Από την πλευρά του ο επιχειρηματικός κόσμος υποστηρίζει πως η διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας από την πανδημία, την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την κλιματική κρίση αποτελούν μακροχρόνιους παράγοντες που δεν αναμένεται να επιλυθούν άμεσα. «Για να είμαστε ειλικρινείς, ειδικά οι εισηγμένες επιχειρήσεις δεν μπορούν να περικόψουν περιθώριο κέρδους γιατί νιώθουν την ανάσα των αγορών στην πλάτη τους, όσο κι αν μας πιέσουν οι πολιτικοί» δηλώνει ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος.
Ολιγοπωλιακά φαινόμενα, αυξημένο κόστος παραγωγής και υψηλό περιθώριο κέρδους, είναι οι βασικές αιτίες του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιο Μπάλτα.
Με δεδομένο ότι η επιστροφή του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2% στην ευρωζώνη δεν είναι πιθανό να συμβεί στο άμεσο διάστημα, οι περισσότεροι αναλυτές μιλούν για τουλάχιστον δύο αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Οι πληρωμές λογαριασμών και οι αγορές προϊόντων αποτελούν πλέον για τους καταναλωτές τις δύο μεγαλύτερες δαπάνες ως ποσοστό του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Συνδέσμου Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος.
Η έρευνα υλοποιήθηκε με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε χώρα την περίοδο 3-5 Ιουνίου 2023 σε δείγμα 900 καταναλωτών.
Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής, τον Ιούνιο του 2023 διαμορφώθηκε στο -49, πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τον μήνα βάσης, τον Οκτώβριο του 2019, αλλά αυξημένος σε σχέση με την αντίστοιχη μέτρηση του Ιουλίου 2022 κατά 19 μονάδες.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΣΕΛΠΕ, η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει να κάνει τόσο με τις μέχρι σήμερα προσδοκίες των καταναλωτών για το προσεχές διάστημα, όσο και με την παρούσα κατάστασή τους. Συγκεκριμένη ο υπο-δείκτης παρούσας κατάστασης παρουσίασε μεταβολή από το -57 στο -46, ενώ ο υπό-δείκτης προσδοκιών μεγαλύτερη διόρθωση από -67 σε -54, αλλά και πάλι βρίσκεται χαμηλά. Πρακτικά αυτό που καταγράφεται είναι και χαμηλές προσδοκίες, αλλά και επιβαρυμένα οικονομικά για τους καταναλωτές, με καλύτερη πορεία βελτίωσης για τις προσδοκίες των καταναλωτών (οι οποίες βέβαια παραμένουν αρνητικές).
Αντίθετα οι προσδοκίες για τις δαπάνες είναι αυξητικές, αλλά σχετίζονται κυρίως με δαπάνες εκτός λιανικών αγορών, τον πληθωρισμό και την αύξηση των τιμών. Συγκεκριμένα, το 36% εκτιμά ότι το δεύτερο εξάμηνο 2023 οι δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας θα είναι αυξημένο. Επίσης, το 42% εκτιμά ότι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων το δεύτερο εξάμηνο 2023 θα είναι μειωμένες, ενώ μόλις το 19% ότι θα είναι αυξημένες.
Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα για τις υπηρεσίες (εισιτήρια, εστίαση) για τις οποίες εκτιμάται μείωση από το 28% των καταναλωτών αύξηση από 23%. Αυξητική είναι η μέτρηση σε σχέση με τη φορολογία για την οποία το 57% εκτιμά ότι θα μείνει αμετάβλητη, το 13% ότι θα παρουσιάσει μείωση και το 30% αύξηση.