Πως διαγράφεται το μέλλον των ελληνοτουρκικών μετά τη σύνοδο στο Βίλνιους; Πολλά λόγια («νέα σελίδα», «επανεκκίνηση», «δίαυλος κορυφής», «νέο μορατόριουμ», ακόμη και για «νέα εποχή» των σχέσεων διαβάσαμε), αλλά περιορισμένο περιεχόμενο.
Κώστας Λάβδας*
Βγήκε χαμένος ο Ερντογάν από το Βίλνιους, όπως πολλοί διατείνονται; Βεβαίως όχι, όπως θα εξηγήσουμε. Βγήκε, μήπως, κερδισμένος; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι περισσότερο σύνθετη. Η Άγκυρα (α) δημιούργησε ένα πρόβλημα για το ΝΑΤΟ (αντιρρήσεις στην ιστορικής σημασίας είσοδο Σουηδίας – Φινλανδίας διότι δήθεν εκτρέφουν τρομοκράτες), (β) το όξυνε εξειδικεύοντας περαιτέρω (ενδιάμεση αποδοχή Φινλανδίας, κορύφωση διαπραγμάτευσης με Σουηδία η οποία μάλιστα εν μέρει υποχώρησε επί αμιγώς εσωτερικών ζητημάτων), (γ) ξεκίνησε, με ανταλλάγματα, να επιλύει το πρόβλημα που η ίδια δημιούργησε (καταρχήν αποδοχή, στο Βίλνιους, της εισόδου και της Σουηδίας).
Το ζήτημα είναι εάν η προχωρημένη και παρακινδυνευμένη διαπραγματευτική μέθοδος (brinkmanship), στο πλαίσιο της οποίας η πίεση που ασκείται στον απέναντι για να κάνει πίσω μπορεί να φτάσει στα ακρότατα όρια της διαπραγμάτευσης πριν την επίλυση ή το ξέσπασμα της σύγκρουσης, κορυφώθηκε και ξεπεράστηκε στο Βίλνιους ή θα συνεχιστεί το φθινόπωρο. Όταν η Τουρκική Εθνοσυνέλευση (στην οποία το κόμμα του Ερντογάν έχει άνετη πλειοψηφία) συζητήσει και αποφασίσει για την κύρωση της συμφωνίας αναφορικά με τη Σουηδία.
Οι αναφορές στον Ερντογάν στη σύνοδο και στις διμερείς συνομιλίες με τον Μπάιντεν και άλλους, οι δηλώσεις και το όλο κλίμα έδωσαν στην Άγκυρα το νέο πιστοποιητικό καλής διαγωγής που επιθυμούσε, ώστε να προωθηθεί το βασικό ζητούμενο: η εξοπλιστική και επενδυτική στήριξη (και) από τη Δύση. Αυτή, με δυο λόγια, είναι η κατάσταση σήμερα.
Όπως είχα επισημάνει εδώ πριν ένα, περίπου, χρόνο, διαμορφώθηκε μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μια εξελικτική φάση όπου συναντήθηκαν χρονικά και άρχισαν να αλληλοεπηρεάζονται δυο κρίσιμες τάσεις. Αφενός η εξέλιξη της αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας, μεταξύ άλλων και με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας που μας αφορά άμεσα. Αφετέρου λόγω της οξύτατης ρωσο-ουκρανικής κρίσης τίθενται για την Άγκυρα κρίσιμα, σχεδόν υπαρξιακά διλήμματα για τον ρόλο της μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η Άγκυρα είχε αναπτύξει με την Μόσχα μια σχέση την οποία είχα προ ετών ονομάσει «ανταγωνιστική συμπληρωματικότητα». Η εισβολή στην Ουκρανία, η ρωσική αποτυχία για μια εύκολη επικράτηση και η παγίωση συνθηκών ενός πολέμου διαρκείας φέρνει αυτή τη σχέση στα όριά της, όμως παράλληλα ο Ερντογάν προσπαθεί συστηματικά να αποκτήσει πιο σταθερές βάσεις ως παρατηρητής και ως πιθανό μέλος και στους BRICS και στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης.
Η συγκυριακή ανάγκη – εξοπλιστική και οικονομική – και όχι κάποια στρατηγική στροφή οδηγούν, μετά και τους σεισμούς, τον μετεκλογικό Ερντογάν σε έναν περισσότερο διαλλακτικό ρόλο απέναντι στη Δύση. Άλλωστε, συνολικά, το Βίλνιους σήμανε συμβιβασμό για πολλούς και σε πολλά επίπεδα. Σε σχέση τόσο με την μεγάλη εικόνα (το ΝΑΤΟ καταλήγει, όπως αναμενόταν, ότι η Ουκρανία θα πάρει κάποτε το δρόμο της μελλοντικής ένταξης “when Allies agree and conditions are met”) όσο και τα ελληνοτουρκικά (αναμενόμενα τα F-16, ιστορική αστειότητα τα περί επανέναρξης της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας με την έννοια της πλήρους ένταξης).
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου έγινε σε καλό κλίμα. Ειπώθηκε ότι είναι προς όφελος των δύο χωρών το θετικό κλίμα να συνεχιστεί και, με αυτό το στόχο, συμφωνήθηκε η διεύρυνση των διαύλων και των επιπέδων επικοινωνίας. Μεταξύ άλλων, ανατέθηκε στους υπουργούς εξωτερικών να καθοδηγούν τη διαδικασία και να ενημερώνουν τους ηγέτες. Αυτή η διεύρυνση διαύλων και επιπέδων δεν αποτελεί καταρχήν ούτε θετική ούτε αρνητική εξέλιξη. Θα τείνει να μεγεθύνει και να ενισχύει τις όποιες θετικές ή αρνητικές εξελίξεις θα υπάρξουν αναφορικά με την ουσία που είναι, πάντοτε, η ατζέντα.
Κάθε ειρηνική περίοδος είναι προφανώς θετική, ακόμη και αν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι ενδέχεται να είναι παροδική, ακόμη και αν προϋποθέτει αυτοσυγκράτηση αναφορικά με στόχους που η άλλη πλευρά εξακολουθεί να υποστηρίζει. Η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση είναι όμως αναγκαία αλλά σαφώς όχι επαρκή στοιχεία για την αντιμετώπιση της δομικής πρόκλησης που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Χρειάζεται συνεχής ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, διαμόρφωση ενός ήρεμου αλλά πλήρως ενήμερου και αποφασιστικού εσωτερικού μετώπου και συνεχής προσπάθεια ενημέρωσης και άσκησης επιρροής σε φιλικές χώρες όχι μόνο σε κυβερνητικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών.
Ευτυχώς γίνονται σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, όμως θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η αποτροπή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντίληψη του απέναντι σε σχέση με το κόστος που θα έχει. Με άλλα λόγια, η επιτυχής αποτροπή (deterrence) βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στην αντίληψη που σχηματίζει ο απέναντι (perception): επιτυχής αποτροπή είναι η πειστική αποτροπή. Βασίζεται προφανώς και σε σκληρά στοιχεία (στοιχεία εξοπλισμών και κατάστασης υλικού, ποιοτική αναβάθμιση, αριθμητική υπεροχή, ισορροπία δυνάμεων) αλλά εξαρτάται και από παράγοντες όπως η αποτίμηση της αποφασιστικότητας, οι αναλύσεις για την εσωτερική πολιτική, η ερμηνεία της στρατηγικής κουλούρας, κλπ.
Τόσο ο Ερντογάν όσο και οι όποιοι διάδοχοί του από το 2028 (ή όποτε προκύψουν), είναι απίθανο να ανατρέψουν με ριζικό τρόπο τη γενική στρατηγική κατεύθυνση. Με δυο λόγια, η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη εντός μιας ευρύτερης, ουδετεροποιημένης περιμέτρου.
Βεβαίως ο συμβιβασμός μπορεί να προϋποθέτει υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Το ερώτημα είναι (α) πόσο συμμετρικές είναι οι υποχωρήσεις, (β) τι είδους υποχωρήσεις είναι και, εν προκειμένω, (γ) όταν η ατζέντα είναι τόσο ασύμμετρη, που και σε τι βαθμό θα υποχωρήσει η πλευρά που θέτει τα περισσότερα ζητήματα.
Σε αυτή την διατυμπανιζόμενη συγκυρία στροφής προς τη Δύση, η Τουρκία θα πρέπει να δώσει απτά δείγματα καλής θέλησης. Όπως θα ήταν η ανάκληση από την Εθνοσυνέλευση του casus belli (1995), δηλαδή της εξουσιοδότησης προς την κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα σε περίπτωση ελληνικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης πέραν των 6 ν.μ. Η εν λόγω εξουσιοδότηση προφανώς παραβιάζει τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας, περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όπως παραβιάζει και τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, μια Σύμβαση που είναι πια εθιμικό δίκαιο και αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε χώρας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ.
Αλλά η άρση του casus belli συμπεριλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ενταξιακής πορείας προς την ΕΕ, για την οποία η Τουρκία δήλωσε εκ νέου ότι ενδιαφέρεται. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης πλήρους σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου και της καλής γειτονίας, είναι αδιανόητο ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος να απειλεί, επισήμως, ένα μέλος της ΕΕ (Ελληνική Δημοκρατία) και να μην αναγνωρίζει ένα άλλο και την κυβέρνησή του (Κυπριακή Δημοκρατία).
Δυστυχώς οι ενδείξεις είναι σαφείς: η διαπραγμάτευση την οποία θα ακολουθήσει η Τουρκία στα ελληνοτουρκικά θα είναι η γνώριμη, παρακινδυνευμένη διαδικασία που διέρχεται από φάσεις κρύου – ζέστης αλλά παραμένει έτοιμη να φτάσει στα άκρα προκειμένου να διατηρήσει και να προωθήσει έναν σκληρό πυρήνα διεκδικήσεων. Βασική ελληνική διέξοδος ήταν και παραμένει η πλήρης αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος και η ανάδειξη μιας πειστικής αποτροπής. Για την Ελλάδα, η αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος σε συνδυασμό με τις συμμαχίες μας και την θεσμική ωριμότητα που προβάλλει η χώρα στη δύσκολη περιοχή της, αυτά αποτελούν τη βασική «εγγύηση» για αυξημένες πιθανότητες επίτευξης, μεσοπρόθεσμα, μιας βιώσιμης ειρήνης. Όσο για τα υπόλοιπα, τα λόγια τα μεγάλα, ό,τι καλό προκύψει, εάν προκύψει, καλοδεχούμενο.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Βιβλία και επιστημονικά άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.