Περισσότερο από τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας covid-19 και σχεδόν ενάμιση χρόνο από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα δημιουργώντας ιδιαίτερη πίεση στην παγκόσμια αγροδιατροφική αλυσίδα.
Των Γιάννη Δούκα, Παύλου Πετίδη*
Περισσότερο από τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας covid-19 και σχεδόν ενάμιση χρόνο από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα δημιουργώντας ιδιαίτερη πίεση στην παγκόσμια αγροδιατροφική αλυσίδα. Αναμφίβολα, οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι φτωχοί και επισιτιστικά ανασφαλείς πληθυσμοί του πλανήτη. Σύμφωνα με την τελευταία Παγκόσμια Έκθεση για τις Επισιτιστικές Κρίσεις, περίπου 258 εκατομμύρια άνθρωποι σε 58 φτωχές χώρες αντιμετώπισαν το 2022 οξεία επισιτιστική ανασφάλεια, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό από τη δημοσίευση της πρώτης Παγκόσμιας Έκθεσης το 2016 . Ωστόσο, ακόμη και στις πιο προηγμένες οικονομίες, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων. Για παράδειγμα, ο ρυθμός του πληθωρισμού των τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) τον Ιούνιο του 2023 έφτασε σε ποσοστό 13,81% σε σχέση με το προηγούμενο έτος με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, ποσοστό υπερδιπλάσιο του Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) που για τον ίδιο μήνα προσέγγισε το 6,4%. Προφανώς, η παρατεταμένη περίοδος υψηλών τιμών στα τρόφιμα ασκεί σημαντική πίεση στους προϋπολογισμούς ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, επηρεάζοντας όμως σημαντικά και τη μεσαία τάξη στις χώρες της ΕΕ.
Οι αιτίες που διαμορφώνουν την παραπάνω εικόνα μπορούν να αναζητηθούν σε ποικίλους παράγοντες όπως οι μεταβολές στα εισοδήματα, η κλιματική αλλαγή, οι υψηλές τιμές της ενέργειας, η παγκοσμιοποίηση, η πανδημία covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Κάποιοι από τους παραπάνω παράγοντες μπορεί να είναι συγκυριακοί όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία ενώ άλλοι φαίνεται να συνιστούν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των παγκόσμιων συστημάτων τροφίμων.
Για παράδειγμα, λόγω της πανδημίας, περίπου 130 εκατομμύρια άνθρωποι υπολογίζεται ότι εισήλθαν στο φάσμα των επισιτιστικά ανασφαλών πληθυσμών και προστέθηκαν στα ήδη 850 εκατομμύρια που ήταν καταγεγραμμένοι ως επισιτιστικά ανασφαλείς. Επίσης, υπολογίζεται ότι το 35% των θέσεων εργασίας σε ολόκληρη την αγροδιατροφική αλυσίδα απειλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερα επηρεάστηκαν ομάδες εργαζομένων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως νέοι που ζουν σε αγροτικές περιοχές και ασχολούνται με άτυπες μορφές εργασίας, κυρίως οικογενειακές, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και δεξιοτήτων, αυτοαπασχολούμενοι αγρότες με μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων στην κατοχή τους, οι φτωχότεροι αγροτικοί πληθυσμοί των οποίων το εισόδημα εξαρτάται κυρίως από αγροτικές δραστηριότητες και πρόσφυγες με περιορισμένα νόμιμα δικαιώματα για εργασία, και καλλιεργήσιμη γη και υψηλό βαθμό γεωγραφικής κινητικότητας.
Επίσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως έχει αναλυθεί ευρέως σε διάφορες μελέτες, έχει μεγάλο αντίκτυπο στη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας αποτελεί σημαντική πηγή σιτηρών και ελαιούχων σπόρων για την παγκόσμια αγορά. Η Ουκρανία και η Ρωσία αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 30% του παγκόσμιου εμπορίου σιταριού και κριθαριού, ενώ τα ποσοστά για το καλαμπόκι και το ηλιέλαιο προσεγγίζουν το 17% και 50%, αντίστοιχα. Το καλαμπόκι είναι το σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της Ουκρανίας στην Ευρώπη, με ετήσιο μέσο όρο 11 εκατομμυρίων τόνων τα τελευταία τρία χρόνια. Επίσης, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας των τριών βασικότερων χημικών λιπασμάτων παγκοσμίως. Και τα δύο αυτά προϊόντα αποτελούν σημαντικές εισροές για τη γεωργία (ζωική και φυτική παραγωγή), και επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πόλεμος και οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία από τις δυτικές χώρες διατάραξαν σημαντικά τις αλυσίδες μεταφοράς και διανομής τροφίμων με αποτέλεσμα οι τιμές βασικών προϊόντων όπως του σιταριού και του κριθαριού να αυξηθούν κατά 31% την άνοιξη του 2022 μετά το ξέσπασμα του πολέμου, σύμφωνα με στοιχεία του FAO.
Καθώς τα παραπάνω προϊόντα προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, για ζωοτροφές και ορισμένα από αυτά έχουν δεσμευτεί για να παράγουν βιοενέργεια, οι απότομες αυξήσεις στις τιμές τους επηρέασαν σημαντικά όλο το φάσμα της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, δημιουργώντας ένα ντόμινο πληθωριστικών πιέσεων με δυσμενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, ορισμένες από τις οποίες ήδη υποφέρουν από τις επιπτώσεις ακραίων συνθηκών όπως οι πόλεμοι ή οι φυσικές καταστροφές, αλλά και οι αλλεπάλληλες κρίσεις χρέους και υποτιμήσεις των νομισμάτων τους, εξαρτώνται πλήρως από τις εισαγωγές βασικών αγροτικών προϊόντων τόσο από τη Ρωσία όσο και από την Ουκρανία για την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών.
Από αυτή τη κατάσταση η ΕΕ δεν μένει ανεπηρέαστη, καθώς οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας που παρατηρήθηκαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα αλλά και στα λιπάσματα και τις ζωοτροφές, δημιούργησαν έντονες πιέσεις στο κόστος παραγωγής και κατ’ επέκταση στη τιμή αγαθών όπως το ψωμί, το κρέας, τα ζυμαρικά και το γάλα. Κάτι που συνέβη και την Ελλάδα.
Βέβαια, κατά το προηγούμενο διάστημα, σημαντική ανακούφιση για τους φτωχότερους πληθυσμούς του πλανήτη δόθηκε μέσω της Πρωτοβουλίας για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας -μια συμφωνία του ΟΗΕ μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας- που ξεκίνησε στις 22 Ιουλίου 2022 με στόχο τη διευκόλυνση της εξαγωγής σιτηρών και άλλων τροφίμων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας σε όλο τον κόσμο και κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με το Κοινό Κέντρο Συντονισμού Πρωτοβουλίας Σιτηρών Μαύρης Θάλασσας, από τον Μάιο του 2023, έχουν εξαχθεί πάνω από 33 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών και άλλων τροφίμων. Βέβαια η πρόσφατη άρνηση της Ρωσίας για συνέχιση της συμφωνίας προκαλεί έντονους φόβους για μία νέα επισιτιστική κρίση.
Όπως φαίνεται και από το παρακάτω διάγραμμα που αποτυπώνει των δείκτη τιμών των τροφίμων του FAO, επισιτιστικές κρίσεις συμβαίνουν περιοδικά τις τελευταίες δεκαετίες.
Όπως αναφέρθηκε, σε πολλές περιπτώσεις, η απότομη αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων συνδέεται με την αύξηση των τιμών της ενέργειας και των λιπασμάτων. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες διαθρωτικού χαρακτήρα που συμβάλλουν στις απότομες διακυμάνσεις των τιμών. Η κερδοσκοπική συμπεριφορά παραγόντων της αγοράς και η διαπραγμάτευση της τιμής βασικών αγροτικών προϊόντων στα χρηματιστήρια των εμπορευμάτων αποτελούν διαχρονικά δύο πολύ σημαντικές παραμέτρους. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) σημειώνει σε πρόσφατη μελέτη της ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός συγκέντρωσης του παγκόσμιου εμπορίου βασικών αγροτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, στις αγορές των σιτηρών, τέσσερις μόνο εταιρείες ελέγχουν περίπου το 70 με 90% του παγκόσμιου εμπορίου κατέχοντας δεσπόζουσα θέση, επηρεάζοντας σημαντικά το επίπεδο των διεθνών τιμών.
Επίσης, η στροφή προς τα δυτικά διατροφικά πρότυπα μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως της μεσαίας τάξης), αυξάνει την παγκόσμια ζήτηση για ζωοτροφές και συμβάλλει στην άνοδο των τιμών προϊόντων όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι. Τέλος, οι συγκρούσεις, οι οικονομικοί κλυδωνισμοί και οι ακραίες καιρικές συνθήκες ασκούν σημαντική πίεση στα παγκόσμια συστήματα τροφίμων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι περισσότεροι από τους παραπάνω παράγοντες ήταν παρόντες και στη διατροφική κρίση του 2008.
Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και στις πιο προηγμένες οικονομίες, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν απότομες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, παρά την σταδιακή μείωση -από τα υψηλότερα επίπεδα του Μαρτίου του 2022- των τιμών στα βασικά αγροτικά προϊόντα κατά 23,4% (βλ. διάγραμμα). Για παράδειγμα στην Ελλάδα, αν και παρατηρείται σημαντική αποκλιμάκωση του ΔΤΚ, ο πληθωρισμός των τροφίμων κατέγραψε τον Ιούνιο διψήφιο ποσοστό της τάξης του 12,20% βάσει των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Η επίμονη παραμονή του πληθωρισμού των τροφίμων σε υψηλά επίπεδα, αν και οι τιμές των βασικών εισροών της γεωργίας παρουσιάζουν μείωση κατά τον τελευταίο διάστημα, μπορεί να ερμηνευτεί από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων σε τρόφιμα (π.χ. ο χρόνος που μεσολαβεί από την πρώτη ύλη μέχρι το τελικό προϊόν στο ράφι ), στην διάρθρωση των αγορών συγκέντρωσης και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων -που σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι πλήρως ανταγωνιστικές- αλλά και στις ακραίες καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν σημαντικά το κόστος παραγωγής, την ποσότητα και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
Καθώς αρκετοί από τους παραπάνω παράγοντες δεν αναμένεται να μεταβληθούν σημαντικά στο εγγύς μέλλον, πολλοί αναλυτές αναρωτιούνται εάν το παγκόσμιο αγροδιατροφικό σύστημα βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή κρίσεων. Είναι σημαντικό λοιπόν, πέραν των μέτρων άμεσης ανακούφισης των καταναλωτών -όπως το «καλάθι του νοικοκυριού» -και των παραγωγών – όπως η μείωση του ΦΠΑ στις γεωργικές εισροές (ζωοτροφές , λιπάσματα) και η επιδότηση της ενέργειας -, να επιτελεστεί ένας δραστικός μετασχηματισμός στην παγκόσμια αλυσίδα αγροδιατροφής για την αντιμετώπιση των διαχρονικών παθογενειών της, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ο στόχος της βιωσιμότητας και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων μέσα από τις διαδικασίες της κυκλικής οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα μέσω της εκπαίδευσης των αγροτών και της υιοθέτησης των ψηφιακών εφαρμογών στη γεωργία.
Επίσης, καθώς η παραγωγή τροφίμων αυξάνεται με μεγαλύτερο ρυθμό από την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η εξοικονόμηση τροφίμων -που τώρα απορρίπτεται- μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων (εκσυγχρονισμός συστημάτων παραγωγής και διανομής, ακριβής ενημέρωση και εκπαίδευση των καταναλωτών για πιο υγιεινά πρότυπα τροφίμων) μπορεί να συμβάλλει στην επαρκή κάλυψη των διατροφικών αναγκών διεθνώς. Τέλος, η σταδιακή μετατόπιση των καταναλωτών προς ποιοτικότερα διατροφικά πρότυπα, όπως η μεσογειακή διατροφή, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κρίσης καθώς περιλαμβάνει προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας με χαμηλότερο κόστος παραγωγής και, ως εκ τούτου, πιο προσιτά στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα του παγκόσμιου και του εγχώριου πληθυσμού.
Γιάννης Ε. Δούκας, Επίκουρος Καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας και Πολιτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών– Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών
Παύλος Πετίδης, Βοηθός Ερευνητής, Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βλ. Doukas Y. Ε. (2023). Global food systems under risk: Are we facing a permanent crisis?. Region & Periphery, 15(15). https://doi.org/10.12681/rp.35014