Η κυρίαρχη, λοιπόν, άποψη στις μεταναστευτικές σπουδές είναι ότι κατά κανόνα μεταναστεύουν τα πιο φτωχά στρώματα των κοινωνιών, κάτι που ακούγεται πολύ εύλογο: ξενιτεύονται αυτοί που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Έτσι έχουν, όμως, τα πράγματα;
Σε προηγούμενο άρθρο μου για τη μετανάστευση και την προσφυγιά μίλησα για τη «γυμνή ζωή» του ξεριζωμένου, ανεξάρτητα από το πώς τον βαφτίζουμε… Αναφέρθηκα επίσης στις θρησκευτικές-πολιτισμικές ταυτότητες των υποκειμένων και στις ανάλογες διαστάσεις των φαινομένων.
Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη παράμετρος, η πλέον σημαντική, η οικονομική. Εξ ου και ο πιο συχνός χαρακτηρισμός των μεταναστών ως οικονομικών. Η κυρίαρχη, λοιπόν, άποψη στις μεταναστευτικές σπουδές είναι ότι κατά κανόνα μεταναστεύουν τα πιο φτωχά στρώματα των κοινωνιών, κάτι που ακούγεται πολύ εύλογο: ξενιτεύονται αυτοί που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Έτσι έχουν, όμως, τα πράγματα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να τοποθετήσουμε τα γεγονότα σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο. Για ποιους μιλάμε, πού και πότε.
Στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου, για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως οι φτωχοί για να μεταναστεύσουν δεν «αρκούσε» να είναι φτωχοί! Χρειαζόταν και ένα κεφάλαιο… συμβολικό. Πέρα από το πελατειακό σύστημα, το οποίο θα τους εξασφάλιζε τους γνωστούς προστάτες, χρειάζονταν και κάτι ακόμα: πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Κατά συνέπεια, οι φτωχοί που δε διέθεταν τέτοια συμβολικά κεφάλαια δεν μπορούσαν να πάρουν το πολυπόθητο διαβατήριο για τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία.
Σε ό,τι αφορά την αλβανική μετανάστευση προς την Ελλάδα, μετά το 1990, εκτός από το συμβολικό κεφάλαιο, δηλαδή απώτερη πραγματική ή υποθετική ελληνική καταγωγή, γνώση της γλώσσας, συγγενικές σχέσεις με Έλληνες πολίτες, εθνοτικά και άλλα δίκτυα, χρειαζόταν και υλικό κεφάλαιο, χρήματα για τους οδηγούς των μονοπατιών, για τα δίκτυα των ταξιτζήδων κ.λπ. Έτσι, οι πολύ φτωχοί που δε διέθεταν τα απαιτούμενα χρήματα, εκτός των άλλων, για το «ταξίδι», έμειναν πίσω. Θυμάμαι σε μια διαδρομή μου από την Κλεισούρα στο Μπεράτι, να συναντώ χωριά-φαντάσματα με λιγοστούς, πάμφτωχους κατοίκους, οι οποίοι στην ερώτησή μου γιατί δεν έφυγαν όπως οι άλλοι, απαντούσαν πως χρειάζεται χρήμα που δεν έχουν… Όπως φαίνεται, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος μεταναστεύει;» δεν είναι τόσο απλή όσο παρουσιάζεται και φυσικά δεν πρέπει να περιορίζεται στη φράση «μεταναστεύουν οι φτωχότεροι».
Άλλωστε, και η ίδια η φτώχεια μπορεί να ορίζεται διαφορετικά σε διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς, όπως και οι ανάγκες των ανθρώπων.
Στην περίπτωση των νέων μεταναστευτικών ροών από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη, οι καταστάσεις είναι ακόμα πιο σύνθετες, διότι ένα μεγάλο μέρος οφείλεται σε πολέμους ή ακόμα και σε οικολογικού τύπου αίτια. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, της Συρίας είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσει κανείς οικονομικές ή ταξικές παραμέτρους. Για κάτι τέτοιο χρειάζονται διεπιστημονικές μελέτες που να συνδυάζουν ποσοτικά με ποιοτικά δεδομένα.
Από μια πρώτη εθνογραφική προέρευνα ανάμεσα σε Σύρους πρόσφυγες που ζουν στη Γερμανία, μπορώ να υποστηρίξω, έστω ως υπόθεση εργασίας, ότι και σε αυτή την περίπτωση η φυγή από τη χώρα έχει ταξικά χαρακτηριστικά. Με πολύ απλά λόγια, οι φτωχοί δεν έχουν τα χρήματα να φύγουν από τη χώρα, όσο και να το επιθυμούν (που το επιθυμούν), όσο και οι έχοντες. Πέρα από το ίδιο το χρήμα, δεν υπάρχει και το απαιτούμενο συμβολικό κεφάλαιο (γνωριμίες, δίκτυα συγγενών, γλωσσομάθεια κ.λπ.).
Χρειάζονται, ωστόσο, συστηματικές διεπιστημονικές και διεθνείς μελέτες για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, χρήσιμων για την άσκηση μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αλλά πώς να μιλήσει κανείς για μελέτες τη στιγμή που το πρόβλημα της υποδοχής και φιλοξενίας φαντάζει ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ευρώπης και της χώρας μας; Είναι πολυτέλεια, θα έλεγε κανείς, να μιλάμε για μελέτες, όταν δεν ξέρουμε στην κυριολεξία τι να τους κάνουμε όλους αυτούς που μας έρχονται «απρόσκλητοι». Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά εάν πραγματικά θέλουμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους και όχι να τους ξεφορτωθούμε, θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στο φαινόμενο σοβαρά και, αντί να βλέπουμε μόνο τα προβλήματα που μας δημιουργούν, να προτάξουμε το γεγονός ότι οι ίδιοι έχουν προβλήματα ανθρωπιστικής φύσης, μπροστά στα οποία τα οικονομικά ζητήματα ωχριούν.
* Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών