Η τελευταία φορά ιστορικά που μεγάλα κοινωνικά στρώματα στη Δύση απαίτησαν την ευτυχία ήταν στη δεκαετία του 60, πριν από εβδομήντα και βάλε χρόνια.
Τόσο ισχυρή μάλιστα ήταν η απαίτηση που, ενώ ο καπιταλισμός στην περίοδο εκείνη βρισκόταν στην πιο ανθηρή και δυναμική του φάση μετά την καταστροφή κεφαλαίων στον Β’ Παγκόσμιο, χιλιάδες απέρριψαν την επιλογή “εκπαίδευση-εργασία-κατανάλωση”, άρχισαν να ντύνονται “μη ευπρεπώς”, κατανάλωναν ουσίες και μετέτρεψαν τη νεανική τους ζωή σε διακοπές διαρκείας. Η επιταγή για τη νεολαία της εποχής ήταν “drop out”, αρνήσου την κοινωνική ένταξη σε μια κοινωνία που δεν έχει χώρο για την ευτυχία και την αυτοεκπλήρωση παρά μόνο για την εργασία και την κατανάλωση.
Σήμερα, η απαίτηση της ευτυχίας από την κοινωνία είναι κάτι κυριολεκτικά αδιανόητο. Όχι μόνο δεν αναμένει κανείς από την κοινωνική ύπαρξη την εκπλήρωση των πόθων του, αλλά, αντίθετα, η κοινωνία προβάλλει ως ο ορίζοντας της μαζικής δυστυχίας και της προσαρμογής στη μαζική δυστυχία ως αδιαμφισβήτητη νόρμα. Εκπλήρωση τώρα είναι να μάθεις να στερείσαι και να δείχνεις “χαρακτήρα” στη στέρηση: μην κάνεις μπάνιο κάθε μέρα, μην χαλάς ζεστό νερό, μην πας διακοπές πάνω από 5 μέρες γιατί είναι ντροπή, μην σπουδάζεις αντικείμενα που δε θα σου προσφέρουν άμεση απασχόληση με ψίχουλα, μην περιμένεις τίποτε από την κοινωνία, γίνε ανταγωνιστικότερος, μάθε να υπομένεις την κενότητα και τη μοναξιά και κάποια στιγμή πέθανε γιατί περιμένουν κι άλλοι στη σειρά.
Η παραίτηση των μαζών από την απαίτηση στην ευτυχία, εν τω μέσω τεράστιων παραγωγικών δυνατοτήτων, μεγαλύτερων από ποτέ στην ιστορία, αποτελεί τον πυρήνα μιας μετάλλαξης ουσιαστικά ταυτόσημης, στο ειδολογικό και αναπαραστατικό επίπεδο, του πλήρους εκτοπισμού των ουτοπιών (στη λογοτεχνία, το σινεμά, κλπ) από τις δυστοπίες. Ο κυρίαρχος ρόλος των δεύτερων δεν είναι καθόλου “η καλλιέργεια της κριτικής συνείδησης”, όπως πολλοί διατείνονται. Είναι, πολύ απλά, η μαζική προσαρμογή στη δυστυχία. Όταν η ευτυχία φτάνει στο σημείο να κακολογείται από τη συνείδηση αυτόματα, σαν κάτι εξευτελιστικά αφελές, άτοπο και περιττό, τότε μια μεγάλη μάχη για την ανθρωπότητα έχει χαθεί.
Ανάρτηση του Αντώνη Μπαλασόπουλου
στο Facebook
Ο Αντώνης Μπαλασόπουλος γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλική Λογοτεχνία και την Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στις ΗΠΑ. Από το 2001 εργάζεται, αρχικά ως Λέκτορας και τώρα ως Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας, στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου ειδικεύεται στην λογοτεχνία της Ουτοπίας από την αρχαιότητα ως το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, τη σχέση Ουτοπίας και μοντερνισμού, την πολιτική θεωρία, τη φιλοσοφία, και την κριτική θεωρία. Από τον Μάιο του 2019 είναι Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Έργα του στο χώρο της δημιουργικής γραφής είναι δύο συλλογές αφορισμών και μικρών δοκιμίων —Απ’ το μάτι της βελόνας. Αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων(Galerie Astra, εκτός εμπορίου, 2010) και Το βιβλίο των μικρών συλλογισμών (Galerie Astra, 2011)— καθώς και οι ποιητικές συλλογές Πολλαπλότητες του Μηδενός (Σαιξπηρικόν, 2020) και Λευκό στο λευκό (Ενύπνιο, 2021).