Ανάλυση της Φωτεινής Κοκκινάκη, Δημοσιογράφου – ΓΓ της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #9» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ
Φωτεινή Κοκκινάκη
Η Δημοσιογραφία είναι λειτούργημα», συνηθίζαμε να λέμε κατά τα φοιτητικά μας χρόνια. Λίγο ο ιδεαλισμός ότι προσπαθούμε να κάνουμε κάτι σημαντικό και λίγο η απειρία από την πραγματικότητα στοιχειοθετούσαν τη βαθιά πίστη γύρω από την παραπάνω φράση που αναφέρεται ρητά και στον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της ΕΣΗΕΑ1. Οι δημοσιογράφοι πράγματι έχουν κώδικα, αρχές και κανονισμούς γύρω από τους οποίους «οφείλουν» να εξασκούν το δημοσιογραφικό επάγγελμα, το οποίο θα έπρεπε να συνοψίζεται στα εξής: αποκάλυψη της αλήθειας και έλεγχος της εκάστοτε εξουσίας. Η ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, διαφέρει σημαντικά από αυτές τις αρχές. Τρανή απόδειξη είναι η θέση 107 στην παγκόσμια κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου.
Τα τελευταία χρόνια, σταθερά, η Ελλάδα φιγουράρει πολύ χαμηλά στην κατάταξη αυτή. Πρόκειται για έναν σημαντικό δείκτη που προέρχεται από έναν ανεξάρτητο διεθνή οργανισμό και καθρεφτίζει την ανεξαρτησία του Τύπου σε 180 χώρες. Πιο συγκεκριμένα, για το 2023, η χώρα έλαβε την 107η θέση σε σύνολο 180 χωρών2, ανεβαίνοντας κατά μία θέση. Οι λόγοι της ελάχιστης αυτής ανόδου δεν έχουν να κάνουν με βελτίωση της ποιότητας της ασκούμενης δημοσιογραφίας στη χώρα, αλλά με την περαιτέρω πτώση του Τσάντ από τη θέση 104 στην 109. Οι λόγοι γύρω από αυτή την καταγραφή3 είναι πολλοί και η συζήτηση που την ακολουθεί ιδιαιτέρως εκτεταμένη. Δικαίως, καθώς η ελευθερία του Τύπου επηρεάζει ευθέως και την ποιότητα της δημοκρατίας στην εκάστοτε χώρα. Γιατί το αν οι δημοσιογράφοι μπορούν ελεύθερα να επιτελούν το έργο τους, να ασκούν δηλαδή έλεγχο στην εξουσία, είναι δείγμα δημοκρατίας.
Το μιντιακό τοπίο στην Ελλάδα είναι ασφυκτικό. Η πλειονότητα των ΜΜΕ βρίσκεται υπό τη διοίκηση και τον έλεγχο επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε διάφορους επιχειρηματικούς κλάδους4, γεγονός που τα καθιστά σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένα. Οι ίδιοι επιχειρηματίες συχνά διαθέτουν μετοχές και σε αθλητικούς ομίλους, αλλά και ναυτιλιακή ή άλλη δραστηριότητα. Γίνεται εύκολα αντιληπτό το γιατί δεν μπορεί ένα ΜΜΕ που αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ομίλου επικερδών δραστηριοτήτων να διατηρήσει την ελευθερία του. Την ίδια ώρα, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε τέτοια Μέσα, αναφέρουν συχνά ότι «αυτολογοκρίνονται» διότι γνωρίζουν ότι τα θέματα που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος δε θα τύχουν αποδοχής.
Στο τοπίο αυτό, η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση που πρέπει να μελετήσουμε. Την ώρα που θα έπρεπε να αποτελεί ένα ανεξάρτητο αντίβαρο στην παραπάνω κατάσταση, ως ΜΜΕ-αγαθό που μεριμνά για την έγκυρη πληροφόρηση των πολιτών, η επιλογή διοικήσεων της ΕΡΤ γίνεται από την εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση, χωρίς σαφή κριτήρια πλην των κομματικών. Τον Αύγουστο του 2019, τη θέση του Προέδρου της ΕΡΤ ανέλαβε ο πρώην διευθυντής του γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας και του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού. Και αυτό συνέβη αφότου -μετά την ολοκλήρωση των προηγούμενων εκλογών- η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση πέρασε, με προεδρικό διάταγμα, στη δικαιοδοσία του Μεγάρου Μαξίμου5. Πρόκειται για το πρώτο νομοθέτημα που υλοποίησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μετά την εκλογή της το 2019, με το οποίο η ΕΥΠ, η ΕΡΤ, το ΑΠΕ και η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης πέρασαν στη δικαιοδοσία του ίδιου του πρωθυπουργού. Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι η συγκεκριμένη διοίκηση της ΕΡΤ, αλλά στο σύνολο η πρακτική των εκάστοτε κυβερνήσεων να ορίζουν σε αυτήν την κρίσιμη θέση κομματικά στελέχη και συνεργάτες. Στο παράδοξο αυτό, ας προστεθεί και το γεγονός ότι ανάλογα με τη διαδοχή των διοικήσεων, δημοσιογράφοι μπαίνουν «στον πάγο» ή βγαίνουν από αυτόν, δημιουργώντας έτσι πολλαπλές ταχύτητες εντός του οργανισμού.
Έχοντας περιγράψει τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε σε έναν βαθμό γιατί οι προσδοκίες του κόσμου από την ενημέρωση στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως χαμηλές. Το αφοριστικό «τα ΜΜΕ λένε ψέματα» περιέχει μία δόση αλήθειας πολύ πικρή για το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Γιατί μπορεί ο σκοπός να μην είναι η απόκρυψη της αλήθειας, αλλά η μονομερής παρουσίασή της οδηγεί τελικά σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Στο θολό αυτό σκηνικό προστίθενται και υποθέσεις όπως η ονομαζόμενη «Λίστα Πέτσα» (από το όνομα του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα) με τα ονόματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (συνολικά 1.232) που έλαβαν χρηματική αποζημίωση για την προώθηση της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι» «Μένουμε Ασφαλείς», κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορoνοϊού στην Ελλάδα. Ποιο το παράλογο της υπόθεσης; Μεγάλος αριθμός των ΜΜΕ που έλαβαν χρηματοδότηση για τον σκοπό αυτό συστάθηκαν σε μία νύχτα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, ενώ ποσοστό λιγότερο του 1% πήγε στον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Την ίδια ώρα, η χρηματοδότηση των δημόσιων ΜΜΕ όπως η ΕΡΤ και το ΑΠΕ-ΜΠΕ προκάλεσαν εύλογα ερωτήματα για το πόσο δίκαια μοιράστηκαν κονδύλια ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ.
Τι δεν βλέπει ο ελληνικός Τύπος
Δεν είναι όμως μόνο οι διοικήσεις των ΜΜΕ που συσκοτίζουν τη λειτουργία τους. Εξίσου προβληματική είναι και η ενασχόλησή τους με τις εμβληματικές υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος ή τις υποθέσεις που άπτονται παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ας δούμε το παράδειγμα των υποκλοπών, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου. Εμβληματικές υποθέσεις που εξελίχθηκαν το τελευταίο έτος, διαφορετικές και φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους. Αυτό που τις συνδέει είναι η κακή διαχείριση από την πλευρά της πλειονότητας των ΜΜΕ.
Αναφέρομαι σε κακή διαχείριση διότι σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις παραλείφθηκαν στοιχεία και τεκμήρια που σχετίζονταν με την αλήθεια. Χρειάστηκαν οι ερευνητικές δημοσιογραφικές ομάδες, μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων που εργάζονται στα μεγαλύτερα ΜΜΕ και ο ανεξάρτητος Τύπος της χώρας για να μάθουμε όσα δεν είδαν τα υπόλοιπα Μέσα. Ταυτόχρονα, όταν ο διεθνής Τύπος βλέπει και αναδεικνύει πτυχές μιας υπόθεσης που παραλείπει ο εγχώριος, οι παραλείψεις αυτές βοούν συγκάλυψη. Στις υποκλοπές δεν είδαν πώς ενδιαφέρει η υπόθεση τις ζωές των πολιτών, στα Τέμπη υπηρέτησαν το αφήγημα της αποκλειστικής ευθύνης του «μοιραίου» σταθμάρχη, ενώ συντριπτικά στοιχεία παραλείψεων και κακοδιαχείρισης στον σιδηρόδρομο είχαν δημοσιευθεί από το 20206 και στην Πύλο αγνόησαν τις μαρτυρίες ανθρώπων που μιλούσαν για ευθύνες του λιμενικού7.
Η κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία όταν ο εγχώριος Τύπος παραλείπει να αναπαράγει όσα έχουν αποκαλυφθεί από διεθνή ΜΜΕ. Το παράδειγμα των ρεπορτάζ των New York Times8 για την υπόθεση των υποκλοπών και του BBC για το ναυάγιο της Πύλου9 είναι μόνο δύο παραδείγματα από ένα ευρύ σύνολο που θα βρει κανείς αν μπει σε αυτή την έρευνα.
Δημόσιες σχέσεις, δημοσιογραφία και infotainment
Τελικά τι είναι δημοσιογραφία; Είναι η δημοσιοποίηση της αλήθειας ή δημοσιογράφος μπορεί να δηλώνει και ένας άνθρωπος που κάνει δημόσιες σχέσεις; Ένας συνεργάτης υπουργού που διατηρεί εκπομπή και στο ραδιόφωνο θεωρείται δημοσιογράφος10; Επαναλαμβάνω εδώ ότι υπό ιδανικές συνθήκες το διακύβευμα οφείλει να είναι ο έλεγχος της εξουσίας. Πώς καθίσταται δυνατός ο έλεγχος στις περιπτώσεις που δημοσιογράφοι εργάζονται απευθείας στα γραφεία πολιτικών;
Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2023 είδαμε και διαβάσαμε, για μία ακόμα φορά, συνεντεύξεις που μόνο συνεντεύξεις δεν θύμιζαν. Αντίθετα θύμιζαν έναν συνδυασμό διαφημιστικής καμπάνιας και απομαγνητοφώνησης. Ειλικρινώς αναρωτιέμαι κατά πόσον μπορεί να μας ενδιαφέρει αν ο κύριος Γεωργιάδης φορά μανικετόκουμπα με την ελληνική σημαία, ποιο είναι το αγαπημένο φαγητό του πρωθυπουργού και άλλα παραπολιτικά που διαβάσαμε σε αυτές τις εκλογές. Αντιλαμβάνομαι την «ανάγκη» παρουσίασης των πολιτικών ως προσιτών προσώπων, πράγμα θεμιτό, το να αναλώνεται όμως μελάνι για να παρουσιάζονται πτυχές που οι ίδιοι οι πολιτικοί προωθούν μέσα από τα δικά τους κανάλια είναι παράλογο, ιδιαίτερα σε περιόδους που η συζήτηση γύρω από τα πιο κρίσιμα πολιτικά επίδικα είναι περίπου ανύπαρκτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, επιδερμική. Αναρωτιέμαι πόσα γνωρίζουμε για το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης γύρω από τη δημόσια υγεία, την παιδεία και την ισότητα στο γάμο. Δυστυχώς λίγα. Την ίδια ώρα γνωρίζουμε πάρα πολλά για τα προσωπικά των πολιτικών προσώπων, τις οικογένειες και τις συνήθειές τους. Και όλη αυτή η πληροφόρηση δεν έχει προέλθει από εκπομπές της ζώνης του «infotainment» αλλά από μεγάλα ειδησεογραφικά site και ομίλους που εστιάζουν στην ενημέρωση.
Ακούσαμε επίσης να επαινούνται άνθρωποι που κάνουν καριέρα μέσω των πλατφορμών Instagram και YouTube για τις διεισδυτικές συνεντεύξεις που έκαναν στους Κυριάκο Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα κατά την προεκλογική περίοδο. Από ανθρώπους του δημοσιογραφικού χώρου χρησιμοποιήθηκαν οι λέξεις «καλύτερα απ’ ό,τι κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι». Αφού λοιπόν εντοπίζουμε το πρόβλημα, γιατί δεχόμαστε να είμαστε ουραγοί στην άσκηση της δημοσιογραφίας και δεν μιλάμε για όλους αυτούς τους ελέφαντες που μαζεύτηκαν στο δωμάτιο;
Τα «ηρωικά» παραδείγματα της δημοσιογραφίας
Ως ελληνική κοινωνία φαίνεται ότι λατρεύουμε τα «ηρωικά» παραδείγματα. Τους ανθρώπους που ξεχωρίζουν για τις επιδόσεις, τη μαχητικότητα, την ευσυνειδησία και άλλα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Σε ό,τι αφορά στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, το είδαμε στις πυρκαγιές του 2021 με δημοσιογράφους που κάλυπταν τα μέτωπα στην Εύβοια και έσωζαν κατοικίδια ή άφηναν το μικρόφωνο για να συνδράμουν, όπως όπως, την πυροσβεστική. Το είδαμε να συμβαίνει με τους ρεπόρτερ που κάλυψαν τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι οποίοι χρίστηκαν ήρωες για μερικές ημέρες επειδή κλήθηκαν να κάνουν τη δουλειά τους. Το είδαμε ξανά προεκλογικά και στην περίπτωση της Ράνιας Τζίμα, της παρουσιάστριας του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού «Mega», η οποία υπέβαλε τις «δύσκολες» ερωτήσεις στις συνεντεύξεις που πραγματοποίησε με πολιτικά πρόσωπα. Κάνω χρήση των εισαγωγικών για να ερωτηθούμε αν πράγματι ήταν δύσκολες οι ερωτήσεις ή αν ανάγουμε σε κατόρθωμα την ευσυνειδησία της εν λόγω δημοσιογράφου. Ας αναλογιστούμε πόσο μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μία δημοσιογράφος κάνει ορθά τη δουλειά της και τι σημαίνει αυτό για το σύνολο της δημοσιογραφίας στη χώρα. Και τελικά, πάσχει η δημοσιογραφία συνολικά και οι προσδοκίες μας έχουν κατακρημνιστεί τόσο που όταν ένας άνθρωπος κάνει τη δουλειά του ως οφείλει, πέφτουμε από τα σύννεφα;
Η ανθρωπιά από την πλευρά ορισμένων ρεπόρτερ, η ανταπόκριση σε δύσκολες συνθήκες από τους ανθρώπους που καλούνται στην πρώτη γραμμή και οι εύστοχες ερωτήσεις της κυρίας Τζίμα δεν πρέπει να είναι αντικείμενο σχολιασμού. Η κάμερα δεν πρέπει να γυρίζει πάνω στους δημοσιογράφους επειδή κάνουν αυτό που οφείλουν.
Το δημοσιογραφικό σκηνικό στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξει σύντομα σε δημοσιογραφία αρχών και αξιών. Δεν ξέρω αν αρκεί να μιλάμε για εξυγίανση ή αν πρέπει να παρθούν πιο ριζικές πρωτοβουλίες. Το βέβαιο είναι ότι παραμένοντας ίδιο αποτελεί ανοικτή πληγή, όχι μόνο για τον κλάδο, αλλά για τη δημοκρατία. Και μοιραία κάποια στιγμή θα κακοφορμίσει, με τη θέση 107 στην παγκόσμια κατάταξη να αποτελεί, σε αυτή την περίπτωση, το εθνικό μας ταβάνι. Έχουμε χρέος να το αποτρέψουμε αυτό.
Σημειώσεις:
https://www.esiea.gr/kodikas-deontologias/arxes-deontologias-dimosiograf…
https://www.ertnews.gr/eidiseis/ellada/eleytheria-tou-typou-stin-107i-th…
https://rsf.org/en/index
https://www.e-tetradio.gr/Article/17789/aytoi-einai-oi-idiokthtes-twn-pa…
https://www.news247.gr/politiki/ston-prothypoyrgo-armodiotites-tis-eyp-k…
https://miir.gr/prosochi-den-echei-sima/
https://thepressproject.gr/epizontes-tou-navagiou-tis-pylou-sto-tpp-to-e…
https://rb.gy/7boyo
https://www.naftemporiki.gr/society/1484423/nayagio-stin-pylo-to-bbc-amf…
Αναφέρομαι στο παράδειγμα του Δημήτρη Γιαννίρη που όπως αποκάλυψε το δίκτυο Reporters United παράλληλα με τη θέση του στο γραφείο του τότε υπουργού επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, διατηρούσε και τη θέση του στο ραδιόφωνο του «Σκάι». Το παράδειγμα του κυρίου Γιαννίρη δεν είναι μοναδικό όμως, καθότι στο παρελθόν έχουν υπάρξει και άλλα τέτοια παραδείγματα σε υπουργικά και βουλευτικά γραφεία. Η αποκάλυψη αυτή, που γνωστοποιήθηκε προεκλογικά, μικρή τύχη είχε στον εγχώριο Τύπο, παρότι καταστατικά βάσει κώδικα δεοντολογίας μια τέτοια πρακτική είναι καταδικαστέα.
πηγή: ΕΝΑ