Τα αποτελέσματα των ισπανικών εκλογών του Ιουλίου ανέτρεψαν τις βεβαιότητες των προεκλογικών δημοσκοπήσεων που προέβλεπαν ήττα των Σοσιαλιστών και άνετη επικράτηση του Λαϊκού κόμματος (PP) με τη στήριξη του ακροδεξιού Vox.
Του Φίλιππου Σαχινίδη*
Πολλοί έσπευσαν να εντάξουν την Ισπανία στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών (Ελλάδα, Ιταλία, Σουηδία, Φινλανδία) όπου η δεξιά επιστρέφει κυρίαρχη και η ακροδεξιά έχει ισχυρή παρουσία ή/και συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Τελικά, το Δεξιό PP ήρθε πρώτο με μόλις όμως 1,4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το Ισπανικό Σοσιαλιστικό κόμμα (PSOE). Με ποσοστό 33,1% πήρε 137 έδρες, 89 περισσότερες από το 2019. Το ακροδεξιό VOX έλαβε 12,3% και 33 έδρες, 22 λιγότερες σε σχέση με το 2019. Αθροιστικά τα δύο κόμματα εξασφαλίζουν 170 έδρες έναντι των 176 που απαιτούνται για τη συγκρότηση κυβέρνησης.
Οι Ισπανοί ενώ καταψήφισαν τους Σοσιαλιστές στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαΐου, τους στήριξαν στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου. Το Σοσιαλιστικό κόμμα (PSOE) αύξησε το ποσοστό του σε 31,7% από το 28% το 2019, κερδίζοντας ένα εκατομμύριο παραπάνω ψηφοφόρους. Το PP έλαβε 121 έδρες, μία δηλαδή παραπάνω από το 2019. Το ποσοστό που έλαβε ήταν το υψηλότερο από τις εκλογές του 2008. Η συμμαχία κομμάτων της Αριστεράς Sumar στην οποία εντάχθηκαν και οι Podemos πήρε 10,3% και 31 έδρες. Τα δύο κόμματα πήραν 152 έδρες αλλά έχουν περισσότερες δυνατότητες συγκρότησης κυβέρνησης αν υπάρξει συμφωνία με τα Καταλονικά και Βασκικά κόμματα.
Τρία στοιχεία συνέβαλαν στο θετικό αποτέλεσμα του PSOE. Το πρώτο ήταν η προσωπικότητα του Σάντσεθ ο οποίος έφερε πρόσθετους ψήφους στο PSOE σε σχέση με τις περιφερειακές εκλογές. Το δεύτερο ήταν οι στοχευμένες πολιτικές στην οικονομία και στα κοινωνικά ζητήματα. Παρά την πανδημία και τις συνέπειες από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η κυβέρνηση συνασπισμού του Σάντσεθ διασφάλισε σημαντικά επιτεύγματα στον οικονομικό τομέα: ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 2%, η ανάπτυξη ήταν από τις υψηλότερες στην ΕΕ, η ανεργία μειώθηκε σημαντικά.
Οι εργατικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η Υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ, που ηγήθηκε στις εκλογές του αριστερού συνασπισμού Sumar, συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης ενώ μειώθηκαν οι επισφαλείς θέσεις εργασίας και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και εποχικής απασχόλησης. Αυξήθηκε σημαντικά ο κατώτατος μισθός και προστατεύτηκαν οι συντάξεις. Επιπρόσθετα η κυβέρνηση πήρε μέτρα για την ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών από τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία μεταξύ των οποίων, έκπτωση 30% σε όλα τα δημόσια μέσα μεταφοράς, μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Τέλος η κυβέρνηση συνασπισμού πήρε καθαρές θέσεις σε ζητήματα ταυτότητας όπως για παράδειγμα με τη νομοθεσία για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και τις αμβλώσεις.
Το τρίτο στοιχείο που κινητοποίησε τους ψηφοφόρους ήταν το πολιτικό δίλημμα που έθεσε ο Σάντσεθ στους προοδευτικούς ψηφοφόρους. Οι εκλογές αυτές είπε είτε θα διασφαλίσουν ότι θα συνεχιστούν οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις με μια κυβέρνηση συνασπισμού του PSOE με τη Sumar είτε η Ισπανία, στο ενδεχόμενο συγκρότησης κυβέρνησης του PP με τη συμμετοχή του ακροδεξιού Vox, που δεν έχει κρύψει τα φιλικά του αισθήματα απέναντι στη δικτατορία του Φράνκο, θα ρισκάρει μια επιστροφή στο παρελθόν. Η προοπτική συμμετοχής του VOX στην κυβέρνηση έστρεψε την τελευταία εβδομάδα πολλούς ψηφοφόρους στο PSOE.
Στις εκλογές του Ιουλίου ανατράπηκε η αρχιτεκτονική που διαμόρφωσαν οι εκλογές του 2015 με την εμφάνιση του φιλελεύθερου κόμματος Ciudadanos και του αριστερού Podemos. Στις εκλογές εκείνες το PP και το PSOE συγκέντρωσαν μόλις 48,7%. Στις εκλογές του 2023 καταγράφηκε μια μερική επιστροφή στην παλιά πολιτική αρχιτεκτονική καθώς PP και PSOE έλαβαν αθροιστικά το 64,7% των ψήφων.
Το αποτέλεσμα των Ισπανικών εκλογών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ γιατί δείχνει ποιες προτεραιότητες και ποια μέτωπα πρέπει να ανοίξει για να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο ενόψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων.
Η προεκλογική αντιπαράθεση στην Ισπανία ήταν ουσιαστικά μια πολιτική μάχη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, ή διαφορετικά μια σύγκρουση της Δεξιάς με τη Σοσιαλδημοκρατία και της πολιτικής των ταυτοτήτων. Το στοιχείο αυτό απομειώνει τα επιχειρήματα εκείνων στην Ελλάδα που μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουνίου υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται πλέον η παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς και ότι στην Ελλάδα η πολιτική αντιπαράθεση αφορά πλέον τη σύγκρουση ανάμεσα στον πολυδύναμο εκσυγχρονισμό και σε όσους προκρίνουν την επιστροφή στο παρελθόν. Η ΝΔ και τα ακροδεξιά κόμματα στις πρόσφατες εκλογές συγκέντρωσαν περίπου το 55% των ψήφων ένα από τα υψηλότερα ποσοστά της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, καθώς βαδίζουμε προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, πρέπει να μελετήσει και αντλήσει διδάγματα από τις Ισπανικές εκλογές. Στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023 χάθηκε πολύτιμος χρόνος μέχρι να γίνει κατανοητό ότι η παραδοσιακή σύγκρουση Σοσιαλδημοκρατίας – Δεξιάς, Προόδου – Συντήρησης επανέρχεται στο προσκήνιο. Η πολιτική αντιπαράθεση όμως με τη ΝΔ πρέπει να επεκταθεί πέρα από την ιστορική διάκριση και στα ταυτοτικά θέματα, της οικολογίας και των δικαιωμάτων.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής πρέπει να οικοδομήσει σχέση εμπιστοσύνης με τους νέους που είναι καχύποπτοι απέναντι στην πολιτική και τα κόμματα. Να δώσει φωνή σε όλους αυτούς που χάνουν από τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό και νοιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται στην πολιτική σκηνή. Να στραφεί ξανά στον κόσμο της εργασίας που αισθάνεται ότι δεν προστατεύεται αποτελεσματικά. Έτσι, θα διασφαλίσει ότι σε κάθε επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα ισχυροποιεί την δυναμική του και θα συνεισφέρει στην διαμόρφωση μιας ουσιαστικής προοδευτικής πρότασης διακυβέρνησης για τη χώρα με στόχο τη διασφάλιση μιας βιώσιμης ανάπτυξης με πλήρη απασχόληση, με ποιοτικές θέσεις εργασίας μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, προάσπιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων.
*Πρώην Υπουργός Οικονομικών