Η ιστορία ξεκινάει στις 1Ο Απριλίου του 1994, στις 2.3Ο μετά τα μεσάνυχτα, ομάδα 6-7 ανδρών, με στολές παραλλαγής του ελληνικού στρατού και μάσκες στο πρόσωπο, επιτίθεται στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων του αλβανικού στρατού, στο χωριό Ανω Επισκοπή (Πεσκοπή) Αργυροκάστρου, σε βάθος 4 χλμ. από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Οπλισμένοι με καραμπίνες, σκοτώνουν το σκοπό Α. Γκίνη,εισβάλλουν στο θάλαμο όπου κοιμούνται οι νεοσύλλεκτοι, σκοτώνουν το διοικητή – λοχαγό Φ. Σέχου, τραυματίζουν βαριά τους στρατιώτες Α. Βελνίση,Φρ. Καλέμι και Γ. Ζέκα και ελαφρά πολλούς άλλους, φωνάζοντας στην ελληνική γλώσσα: “Αυτά για τη Βόρειο Ηπειρο, μη νομίζετε ότι την ξεχάσαμε!”. Στη συνέχεια, κλειδώνουν τους 13Ο φαντάρους μέσα σε μία αίθουσα, αφαιρούν τμήμα του οπλισμού του στρατοπέδου (αυτόματα τύπου Καλάσνικοφ και πιστόλια τύπου Τοκάρεφ) και απομακρύνονται προς το ελληνικό έδαφος και συγκεκριμένα προς το φυλάκιο Αργυροχωρίου.
Επί τόπου βρίσκονται ένα σακίδιο και ένας φακός από αυτά που χρησιμοποιούν οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, ενώ από την τεχνική έρευνα που πραγματοποιεί η αλβανική εγκληματολογική υπηρεσία προκύπτει ότι τόσο τα φυσίγγια, όσο και οι βολές στα σώματα των θυμάτων προέρχονταν από κυνηγετικές καραμπίνες διαμετρήματος 12 χιλιοστών.
Η κυβέρνηση, η Βουλή και τα πολιτικά κόμματα της Αλβανίας καταγγέλλουν το φονικό επεισόδιο που δυναμιτίζει τις σχέσεις των δύο χωρών και καλούν την ελληνική κυβέρνηση να ανακαλύψει τους δράστες, οι οποίοι διέφυγαν στη χώρα μας και να τους τιμωρήσει.
Στη μεικτή συνάντηση της επιτροπής αστυνομικών εμπειρογνωμόνων που πραγματοποιείται λίγες μέρες αργότερα στα Γιάννινα, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των δύο υπουργείων Εξωτερικών, η ελληνική πλευρά αμφισβητεί τα ενοχοποιητικά στοιχεία που προσκομίζουν οι Αλβανοί και επιχειρεί να επιρρίψει τις ευθύνες σε συμμορίες Αλβανών που μπαινοβγαίνουν στα σύνορα, κάνοντας μάλιστα λόγο “για το τεράστιο πρόβλημα της αλβανικής εγκληματικότητας στην Ελλάδα”.
Την ίδια γραμμή ακολουθούν και τα ελληνικά ΜΜΕ, αποδίδοντας την ευθύνη σε Αλβανούς προβοκάτορες.
Η “ΜΑΒΗ”
Στις 6 Οκτώβρη του 1994, η οργάνωση “ΜΑΒΗ” (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) με προκήρυξή της στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” αναλαμβάνει την ευθύνη της φονικής επίθεσης στην Επισκοπή με αναλυτική περιγραφή της επιχείρησης, που ήταν, όπως διευκρινίζει, προειδοποιητική και ενισχυτική για το οπλοστάσιό της, συνοδεία σχετικής φωτογραφίας των κλαπέντων όπλων με φόντο την ελληνική σημαία. Μέσα σε 4 σελίδες, όπου καλεί σε ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της “Βορείου Ηπείρου”, δίνει το ακροδεξιό, εθνικιστικό στίγμα της.
Αποκαλύπτεται ότι είχε ξαναστείλει προκήρυξη ανάληψης της ευθύνης στην ίδια εφημερίδα 6 ολόκληρους μήνες πριν, την επομένη δηλαδή της επίθεσης, η οποία όμως τότε αποσιωπήθηκε.
Η “ΜΑΒΗ” πρωτοσυγκροτήθηκε το 1942 στα Τίρανα από τους Αθ. Κοκαβέση,Η. Κώνστα,Β. Σαχίνη και Γ. Τάσο,διαλύθηκε όμως σχεδόν αμέσως πριν καν προλάβει να δράσει.
Με επίσημη δήλωσή της, η ελληνική κυβέρνηση χαρακτηρίζει την προκήρυξη προβοκατόρικη. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ε. Βενιζέλος δηλώνει κατηγορηματικά ότι αποκλείει πλήρως την ελληνική συμμετοχή, ενώ τα ΜΜΕ κάνουν λόγο για χονδροειδή προβοκάτσια ξένων μυστικών υπηρεσιών που εξυπηρετεί την πολιτική του Μπερίσα.
1995: Η σύλληψη του Φρέντι Μπελέρη
Όμως η ιστορία έχει συνέχεια.
Στις 19 Μάρτη του 1995 ομάδα 7 ενόπλων γίνεται αντιληπτή από τους σκοπούς αλβανικού στρατοπέδου στο χωριό Λόγγος της Αλβανίας και αναγκάζεται να επιστρέψει στα ελληνικά σύνορα. Λίγο αργότερα συλλαμβάνονται κοντά στο Χάνι Δελβινακίου από την Ελληνική Αστυνομία, επιβαίνοντες στο IX επιβατικό με αριθμό κυκλοφορίας ΥΙΒ ΙΧ, τύπου SEAT και στο κλειστό φορτηγάκι τύπου FORD με αριθμό κυκλοφορίας ΒΡ 63976.
Σε σήμα της αστυνομικών να σταματήσουν, το μεν φορτηγό το οποίο προπορεύεται με οδηγό τον πρώην αστυνομικό Απ. Καρβέλα και επιβάτες τους λασπωμένους και εμφανώς ταλαιπωρημένους “Βορειοηπειρώτες” Γ. Χρήστου,Γ. Παππά και Χ. Παππά σταματάει, το δε ΙΧ με οδηγό τον Γ. Αναστασούλη,έφεδρο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού και επιβάτες τους “Βορειοηπειρώτες”Φρ. Μπελέρη και Μ. Κουτούλα, επιχειρεί να διαφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα και αναγκάζεται να σταματήσει διακόσια μέτρα πιο κάτω ύστερα από πυροβολισμούς των αστυνομικών.
“Προς Θεού, μη χυθεί ελληνικό αίμα… “, λέει ο Αναστασούλης κατά τη διάρκεια της σύλληψης, ενώ στο άλλο αυτοκίνητο ένας από τους “Βορειοηπειρώτες” λέει χαρακτηριστικά: “Μας ταλαιπωρούν οι άλλοι, μας ταλαιπωρείτε και σεις… “
Μέσα στα αυτοκίνητα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 6 οπλοπολυβόλα τύπου “καλάσνικοφ”,2 πιστόλια τύπου “τοκάρεφ”,στρατιωτικά μαχαίρια, πυξίδες και φακοί, εκατοντάδες φυσίγγια και σφαίρες, 2 φορητοί ασύρματοι, ένας συρματοκόπτης (ψαλίδα), κιάλια και φωτογραφική μηχανή, στρατιωτικός σάκος με 9 στρατιωτικές στολές, μάλλινες στρατιωτικές κουκούλες και πολλά άλλα στρατιωτικά είδη.
Στα σπίτια των συλληφθέντων βρίσκονται προκηρύξεις της “ΜΑΒΗ”, με τις οποίες αναλάμβαναν την ευθύνη για την Επισκοπή, γραφομηχανές και ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κυνηγετικές καραμπίνες των 12 χιλιοστών και πολλά φυσίγγια, αλλά και σημειώσεις με τεχνικές οδηγίες για την κατασκευή εμπρηστικών μηχανισμών.
Την ίδια μέρα συλλαμβάνεται στην Αθήνα ο “Βορειοηπειρώτης” Αγγ. Κοκαβέσης ύστερα από παρακολούθηση. Ο Κοκαβέσης πηγαίνει στην Παλλήνη Αττικής σε μονοκατοικία που ανήκει στο θείο του γιατρό Ανδρ. Κοκαβέση και εξέρχεται κρατώντας επιμελώς τυλιγμένο σάκο, τον οποίο κρύβει μέσα σε άλσος στην περιοχή Ανάκασα. Μέσα στο σάκο βρίσκονται μία στρατιωτική στολή παραλλαγής των ΛΟΚ και 3 στρατιωτικές κουκούλες. Υστερα από έρευνα στο κτήμα του γιατρού στην Παλλήνη, βρίσκονται θαμμένα 6 ημιαυτόματα όπλα τύπου“καλάσνικοφ”.
Οι αριθμοί των όπλων που βρέθηκαν στην Παλλήνη και στο Δελβινάκι συγκρίνονται με τους αριθμούς των όπλων που έχει αποστείλει η αλβανική κυβέρνηση και αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τον οπλισμό που είχε κλαπεί στις 1Ο Απρίλη του 1994 από το στρατόπεδο της Επισκοπής. Αλλωστε 3 από τα κατασχεθέντα “καλάσνικοφ” αναγνωρίστηκαν και ως εικονιζόμενα στην έγχρωμη φωτογραφία που συνόδευε την προκήρυξη της “ΜΑΒΗ”.
Τα παραπάνω στοιχεία δημοσιεύτηκαν με εκτενείς περιγραφές στον Τύπο της εποχής.
Σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο “Ο άγνωστος Φρέντι Μπελέρι“, στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο δημοσιογράφος, Δημήτρης Ψαρράς, παραπέμπει στο σημαντικό βιβλίο του γνωστού και βραβευμένου δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Σταύρου Τζίμα, το οποίο κυκλοφόρησε το 2010 με πρόλογο του Αλέξη Παπαχελά («Στον αστερισμό του εθνικισμού»).
Οπως γράφει ο Τζίμας, μετά τη σύλληψη της ομάδας θεωρήθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος να επαναληφθεί αυτό που είχε γίνει τον Απρίλιο του 1994, με την επίθεση της οργάνωσης ΜΑΒΗ σε φυλάκιο στην Επισκοπή και τη δολοφονία δύο Αλβανών στρατιωτικών. Αυτή η επίθεση έγινε αφορμή για ένα πραγματικό πογκρόμ των αλβανικών αρχών εναντίον της ελληνικής μειονότητας, με ελέγχους, συλλήψεις και φυλακίσεις.
Σύμφωνα με τον Τζίμα, «δεν υπήρξαν αμφιβολίες ότι οι συλληφθέντες [του 1995] σχεδίαζαν να επιτεθούν εναντίον στρατιωτικού στόχου, που ήταν το στρατόπεδο Λόγγου, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι ήταν η ίδια ομάδα περίπου, ή τουλάχιστον κάποια από τα μέλη της, που είχαν χτυπήσει στην Ανω Επισκοπή». Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου είχε μιλήσει για μια «οργανωμένη και άκρως επικίνδυνη υπόθεση που από εμάς δεν πρόκειται να κουκουλωθεί» (24.7.1995).
Η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη συνέχεια της ιστορίας. Οι κατηγορίες κατά των επτά μετατράπηκαν από κακουργήματα σε πλημμελήματα, αποφασίστηκε η αποφυλάκισή τους και τελικά, «στην κατ’ έφεση δίκη που έγινε στον Κορυδαλλό, στις 19.5.1999, το Εφετείο Αθηνών στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού και κεκλεισμένων των θυρών για λόγους “εθνικής ασφάλειας” με την υπ. αριθμ. 752/99 απόφασή του μείωσε τις ποινές στους 18-20 μήνες και έτσι έκλεισε οριστικά η πολύκροτη υπόθεση».
Το συμπέρασμα του Τζίμα είναι ότι έμειναν ανοιχτά ερωτήματα: «Τι ήταν τελικά για την ελληνική Δικαιοσύνη αυτοί οι άνθρωποι; Ηταν πράκτορες των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών; Αν ναι, γιατί αφέθηκαν ελεύθεροι; Ηταν υπερπατριώτες προβοκάτορες; Αν ναι, γιατί τους χαρίστηκε η ελληνική πολιτεία την οποία ζημίωσαν; Για την κυβέρνηση Παπανδρέου, σε κάθε περίπτωση, ο στόχος της διάλυσης του παρακρατικού μηχανισμού, που είχε στηθεί για να “απελευθερώσει” τη Βόρειο Ηπειρο, είχε εν μέρει επιτευχθεί και προφανώς δεν είχε πλέον νόημα η περαιτέρω “ταλαιπωρία” των μελών της ΜΑΒΗ».
Από την πρώτη στιγμή, η υπόθεση της ΜΑΒΗ επιχειρήθηκε να καλυφτεί κάτω από έναν πέπλο σιωπής, τόσο από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όσο και από την προηγούμενη της ΝΔ, επί των ημερών της οποίας επανασυστάθηκε, επανδρώθηκε και χρηματοδοτήθηκε αυτή η προβοκατόρικη φασιστική οργάνωση, στα πλαίσια της”επιθετικής” πολιτικής ενάντια στη γείτονα χώρα, που ίσχυε τότε.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από νωρίς έδειξε ότι δεν είχε κανένα σκοπό να προχωρήσει στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Επισήμως μάλιστα “αγνοούσε” ακόμη και την ύπαρξη της “ΜΑΒΗ”. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να μην αποκαλυφθούν εκείνες ιδιαίτερα οι πλευρές του θέματος που συνδέουν την προβοκατόρικη φασιστική αυτή οργάνωση με μυστικές υπηρεσίες της χώρας μας και άλλες ξένες, πρώην υπουργούς και εν ενεργεία πολιτικούς, απόστρατους αξιωματικούς κλπ. Τον Οκτώβρη του 1994 οι βουλευτές του ΚΚΕ Ορ. Κολοζόφ και Στρ. Κόρακας,κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή, με την οποία ζητούσαν την τοποθέτηση της κυβέρνησης σχετικά με τη “ΜΑΒΗ”. Στις 26 του ίδιου μήνα, με μια λακωνική απάντηση ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Σήφης Βαλυράκης ανέφερε: “Ενεργήθησαν σχετικές έρευνες από τις οποίες δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη οργάνωσης με την αναφερόμενη επωνυμία. Το όλο θέμα παρακολουθείται με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα και ευαισθησία”. Στο αμέσως επόμενο διάστημα είδαν το φως της δημοσιότητας πολλές αποκαλύψεις σχετικά με τη “ΜΑΒΗ” και τις διασυνδέσεις της, αλλά και για το γεγονός ότι η ΕΥΠ γνώριζε την ύπαρξή της και τις δραστηριότητές της.
Μια “αναλαμπή” στην όλη πορεία, ήταν η τοποθέτηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά τη σύλληψη των επτά στο Δελβινάκι, σύμφωνα με την οποία η υπόθεση “θα ξεκαθάριζε”. Ετσι, η δικαστική έρευνα προχώρησε και ενώ αρχικά οι επτά μαζί με τον Αγγελο Κοκαβέση, που συνελήφθη αργότερα στην Παλλήνη, κατηγορούνταν για… παράνομη κατοχή όπλων, στη συνέχεια αντιμετώπισαν και κατηγορίες σχετικές με την επίθεση στην Επισκοπή.
Τι είχε αλλάξει; Η σύλληψη των επτά στις 19 Μάρτη 1995 είχε χαρακτηριστεί από κύκλους του υπουργείου Εξωτερικών ως “δυσάρεστη αλλά άκρως αποκαλυπτική” γιατί βοηθούσε – όπως υποστήριζαν – “να αναδυθεί στην επιφάνεια μια σοβαρή παράμετρος, η οποία εμπόδιζε την πρόοδο των ελληνοαλβανικών σχέσεων”.
Οπως σημείωνε στις 20 Μάρτη 1995 το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ “η ευθύνη της κυβέρνησης επικεντρώνεται στο ότι δραστηριοποιήθηκε τώρα και ειδικά τη στιγμή που “κάτι” φαίνεται να αλλάζει στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, υπό την υψηλή εποπτεία των Αμερικανών”.
Ομως, άλλο οι φραστικές κορόνες και άλλο η πράξη. Στις 28 Μάρτη 1995, ο “ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ” σημείωνε προφητικά: “Με την εξουδετέρωση της “επιχειρησιακής ομάδας” του αυτοαποκαλούμενου Μετώπου για την Απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου (ΜΑΒΗ) ολοκληρώνονται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι έρευνες της Αστυνομίας για την “εξάρθρωση” της οργάνωσης αυτής. Λίγες μόνο μέρες μετά τις βαρύγδουπες δηλώσεις του και των άλλων κυβερνητικών στελεχών για τη δήθεν προσπάθεια της Αστυνομίας να ξηλώσει ολόκληρη την οργάνωση, χωρίς καμιά διάθεση συγκάλυψης των δραστών, όλα δείχνουν ότι οι έρευνες περιορίζονται μόνο στη σύλληψη των ατόμων που πήραν μέρος πριν ένα χρόνο στην επίθεση της Επισκοπής, καθώς και αυτών, που με τον άλφα ή βήτα τρόπο μπλέχτηκαν στην ιστορία αυτή.
Η Αστυνομία – όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε – δεν αναζητά τους καθοδηγητές και τους προστάτες των φυσικών αυτουργών του επεισοδίου και πολύ περισσότερο δεν προσπαθεί καν να ξεριζώσει τα πλοκάμια της οργάνωσης ΜΑΒΗ, που είναι βέβαιο ότι υπάρχουν τόσο στους κόλπους της ΕΥΠ, όσο και στα υπουργεία Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Αμυνας”.
Ετσι και έγινε. Το πεδίο της έρευνας περιορίστηκε σε πολύ στενά πλαίσια, ενώ οι φυσικοί αυτουργοί της εγκληματικής επίθεσης “απογυμνώθηκαν” σταδιακά από τις περισσότερες και σοβαρότερες κατηγορίες…
Μπορεί όλα αυτά τα γεγονότα να έχουν πλέον ξεχαστεί, εφόσον κανείς δεν έχει συμφέρον να τα θυμάται, αλλά ο Φρέντι Μπελέρης δεν έχει πάψει να εκφράζει δημόσια τις πολιτικές του προτιμήσεις και να εκπροσωπεί μια σαφή πολιτική τάση στο ζήτημα των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Το θύμισε πριν από λίγες μέρες η «Χρυσή Αυγή» (ναι, υπάρχει ακόμα ο ιστότοπος των ναζιστών) που σημείωσε με περηφάνια ότι «ο δέσμιος των κατσαπλιάδων Βορειοηπειρώτης αγωνιστής Μπελέρης, είχε εμφανιστεί προ ετών σε εκπομπή του Ν. Μιχαλολιάκου (“Οσοι Ζωντανοί”, στο κανάλι “Τηλετώρα”), για να μιλήσει για τα βάσανα του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού».
Ο Καρατζαφέρης
Εκτός βέβαια από τον Μιχαλολιάκο υπήρχε και ο Καρατζαφέρης. Ο «τομέας βορειοηπειρωτικού αγώνα» της Νεολαίας του ΛΑΟΣ (ονομαζόταν ΝΕ.Ο.Σ) είχε διοργανώσει ειδική εκδήλωση με ομιλητές τον Μπελέρη, τον Θάνο Πλεύρη και τον αρχηγό Καρατζαφέρη στις 8.2.2009. Σ’ αυτή την εκδήλωση ο Μπελέρης, κάτω από χειροκροτήματα, δήλωσε «συγκινημένος», επειδή «πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος αρχηγός κόμματος τοποθετείται και πραγματεύεται το Βορειοηπειρωτικό. […] Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με εξαίρεση το ΛΑΟΣ, κωφεύει. Δευτέρα αύριο η κυρία Μπακογιάννη θα είναι στα Τίρανα. Ο Θεός ξέρει τι θα συζητήσουν. Πάντως αποκλείεται να συζητήσουν για τα θέματα που μας απασχολούν» («Τηλεάστυ», 10.2.2009).
Οπως προκύπτει από το βίντεο της εκδήλωσης, το σύνθημα που φώναζαν οι οπαδοί του Καρατζαφέρη δεν ήταν άλλο από το «θα ξαναγυρίσουμε και θα τρέμει η γη». Μ’ άλλα λόγια, το κεντρικό σύνθημα των νεοναζί σ’ όλη την Ευρώπη που φωνάζουν αυτή τη φράση που υποτίθεται ότι είναι τα τελευταία λόγια που είπε πριν αυτοκτονήσει ο Γιόζεφ Γκέμπελς.
Ο Επίλογος (;)
Η τελευταία πράξη στο κουκούλωμα της υπόθεσης ΜΑΒΗ επιχειρείται να γραφτεί το 1996, με την απαλλαγή, μέσω δικαστικού βουλεύματος, των κατηγορούμενων για την επίθεση στο αλβανικό φυλάκιο της Επισκοπής.
Με την με αριθμό 7Ο9/96 πρόταση του αντεισαγγελέα Ελ. Πατσή το Συμβούλιο αποφάσισε στα τέλη Απριλίου 1996 την αποφυλάκιση των κατηγορουμένων, οι οποίοι παρουσιάζονται “ως οικογενειάρχες με ισχυρούς εθνικούς συναισθηματικούς δεσμούς με τη Βόρειο Ηπειρο, που απλώς αγόρασαν τον οπλισμό από αγνώστους Αλβανούς με σκοπό να αποκομίσουν οικονομικό όφελος”.
Παρά τις συντριπτικές αποδείξεις ότι οι συλληφθέντες είναι οι δράστες του φονικού επεισοδίου της Επισκοπής τον Απρίλη του 1994, προτείνεται η απαλλαγή τους από τις κατηγορίες των ανθρωποκτονιών από πρόθεση, της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, της ληστείας, της εισαγωγής όπλων και πυρομαχικών, της προσβολής της διεθνούς ειρήνης και της έκθεσης σε κίνδυνο διατάραξης των φιλικών σχέσεων με την Αλβανία και προτείνεται η παραπομπή τους μόνο για κατοχή και μεταφορά πολεμικών όπλων, με σκοπό διάθεσης σε τρίτους.
Ετσι, αντί να επεκταθούν οι συλλήψεις και να αποκαλυφθεί πλήρως το εγκληματικό δίκτυο της “ΜΑΒΗ”, οι συλληφθέντες πέφτουν στα μαλακά, κάτι που παραπέμπει δίχως άλλο στις διασυνδέσεις τους με το επίσημο ελληνικό κράτος και τις μυστικές υπηρεσίες, που σε τέτοιες περιπτώσεις παρέχουν κάλυψη στους συνεργάτες τους.
Μάλιστα ήδη το Τριμελές Συμβούλιο Εφετών, που συγκροτήθηκε από τους δικαστές Χρ. Στυλιανέα,Πρ. Ιωάννου και Γρ. Μάμαλη έχει κατά κάποιο τρόπο υιοθετήσει την πρόταση του αντεισαγγελέα, αφού στο με αριθμό 71Ο/96 βούλευμα με το οποίο αποφυλακίστηκαν οι κατηγορούμενοι, αναφέρεται συγκεκριμένα “… πλην κρίνεται όμως, ήδη, ενόψει και των αληθοφανών ισχυρισμών των κατηγορουμένων, ότι δεν έχουν καμία απολύτως ανάμειξη στις πράξεις των ανθρωποκτονιών κλπ”.
2019: Η Αλβανία ανοίγει ξαφνικά τον φάκελο Πεσκέπι
Το 2019 η Εισαγγελία Σοβαρών Εγκλημάτων ανοίγει και πάλι μετά σχεδόν 25 χρόνια, τον φάκελο με το τραγικό συμβάν της 10ης Απριλίου 1994, γνωστό ως «σφαγή του Πεσκέπι» [Masakra e Peshkëpisë], όπως αναφέρουν αλβανικά δημοσιεύματα.
Προκάλεσε έκπληξη η απόφαση στις 19 Φεβρουαρίου του 2019 του Εισαγγελέα Ευγκέν Μπέτσι να «ξεθάψει» φάκελο μετά από ένα τέταρτο του αιώνα, ο οποίος δεν είχε ερευνηθεί λεπτομερώς στο παρελθόν.
Αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ο εισαγγελέας έβγαλε τον φάκελο από το αρχείο με σκοπό να προβεί σε έρευνα για την αποκάλυψη της αλήθειας σχετικά με την πιο σοβαρή επίθεση στο έδαφος της Δημοκρατίας της Αλβανίας τα τελευταία τριάντα χρόνια, όπως σημειώνεται στα δημοσιεύματα.
Η υπόθεση με τους έλληνες κομάντος
Η υπόθεση της τρομοκρατικής επίθεσης από έλληνες κομάντος εξτρεμιστές [komando ekstremistësh grekë], σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, στον συνοριακό σταθμό του χωριού Πεσκέπι στο Αργυρόκαστρο, είχε ξεχασθεί εδώ και καιρό.
Η έρευνα για το περιστατικό αυτό, στο οποίο σκοτώθηκαν δύο «μάρτυρες του έθνους», όπως χαρακτηρίζονται στο αλβανικό δημοσίευμα, ο διοικητής της μονάδας Φατμίρ Σέχου και ο στρατιώτης Αρσέν Γκίνι, δεν έφθασε ποτέ στο τέλος της.
Ο εισαγγελέας Ευγκέν Μπέτσι είναι αποφασισμένος μαζί με τους αξιωματικούς της αντιτρομοκρατικής που διαχειρίζονται το σύνολο της έρευνας, να αφήσουν σειρά άλλων ερευνητικών εργασιών και να ασχοληθούν με το θέμα αυτό.
«Ηρθαν από την Ελλάδα»
Το συμβάν έχει καταχωρηθεί στην κατηγορία των «δράσεων για σκοπούς τρομοκρατίας» που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία δύο στρατιωτικών και τον τραυματισμό άλλων τεσσάρων.
Σύμφωνα με εικασίες, η επίθεση εναντίον των αλβανών στρατιωτών έγινε από κομάντος που ήρθαν από την ελληνική επικράτεια.
Οι δράστες της σφαγής είχαν πυροβολήσει εννέα φορές με φυσίγγια από τρία κυνηγετικά όπλα διαμετρήματος 12 mm.
Είχε ξανανοίξει το 2006
Η αλβανική ιστοσελίδα «Shqiptarja.com», σημειώνει ότι αυτό το αρχείο είχε ξανανοίξει για τελευταία φορά από την Εισαγγελία του Αργυροκάστρου τον Μάιο του 2006, όταν ο δικηγόρος Ιλίρ Μαλίντι είχε αναφέρει σε εφημερίδα ότι οι δράστες της σφαγής του Πεσκέπι συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές.
Σύμφωνα με τον Μαλίντι, οι δράστες της επίθεσης ήταν μέλη της οργάνωσης «ΜΑΒΗ» [Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου] και τα λεηλατημένα όπλα βρέθηκαν στο συνοριακό ταχυδρομείο και οι κάτοχοί τους καταδικάστηκαν από την ελληνική δικαιοσύνη μόνο για «παράνομη κατοχή όπλων» και όχι για την επίθεση στον συνοριακό σταθμό του χωριού Πεσκέπι.
Ωστόσο, η επανεξέταση της έρευνας το 2006 δεν έφερε αποτελέσματα και ο φάκελος μπήκε πάλι στο αρχείο.
Ο εισαγγελέας του Αργυροκάστρου είχε ετοιμάσει κατάλογο 41 ατόμων που εμπλέκονται ποικιλότροπα με το συμβάν και θα εξετασθούν από εισαγγελείς και αξιωματικούς της αντιτρομοκρατικής.
Επιστολή στις ελληνικές αρχές
Για την πλήρη και διεξοδική διερεύνηση αυτής της ποινικής διαδικασίας, η Εισαγγελία για Σοβαρά Εγκλήματα είχε ζητήσει πληροφορίες μέσω επιστολής από τις ελληνικές αρχές .
΄Ζητήθηκαν πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές σχετικά με τους συλληφθέντες στις 19 Μαρτίου του 1995 στην Ελλάδα, από τους οποίους κατασχέθηκαν όπλα και πυρομαχικά.
Οι πληροφορίες δεν έφτασαν ποτέ…
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Εφημερίδα των Συντακτών, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, echedoros-a.gr