Το ράλι των αυξήσεων στα τρόφιμα καλά κρατεί. Δυστυχώς, η ακρίβεια ήρθε για να μείνει… Οι προσδοκίες και οι ελπίδες μας διαψεύδονται καθημερινά.
Της Παναγιώτας Καλαποθαράκου*
Το ανησυχητικό είναι ότι ενώ τους τελευταίους μήνες έχουμε αποκλιμάκωση του γενικού πληθωρισμού, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα διατηρείται σε υψηλά επίπεδα και επιπρόσθετα σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σημειώνονται αυξήσεις κάθε μήνα ακόμα και στα βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής οι ανατιμήσεις στο ελαιόλαδο αυξήθηκαν κατά 10,6% σε έναν χρόνο ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τον περασμένο Ιούνιο η τιμή του είχε αυξηθεί κατά 21,9% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Σήμερα η τιμή του ελαιολάδου στο ράφι, των σούπερ μάρκετ, ξεκινά από τα 7,5 ευρώ το λίτρο για τα ιδιωτικής ετικέτας και φτάνει ως και τα 14 ευρώ το λίτρο για το επώνυμο, εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο.
Έτσι, οι καταναλωτές τους δυο τελευταίους μήνες είναι αντιμέτωποι με την εκτόξευση της τιμής του ελαιόλαδου, όπου διπλασιάστηκε η τιμή του στα ράφια των σούπερ μάρκετ και έγινε είδος πολυτελείας για πολλά νοικοκυριά. Από 5,45€ – 5,75€ το λίτρο το προηγούμενο Φθινόπωρο έφθασε από 7,5 έως και 14 ευρώ το λίτρο.
Επίσης, παρατηρούμε ότι οι μεγάλες συσκευασίες των 5 λίτρων αντικαθίστανται από μικρότερες των 4 ή 3, ενώ η τιμή παραμένει αυτή των 5 λίτρων. Σημειώνουμε ακόμα ότι οι παραγωγοί και οι συνεταιρισμοί πωλούν στους εμπόρους/μεταποιητές, το ελαιόλαδο σε κιλά και ο τελικός καταναλωτής το αγοράζει από τα σούπερ μάρκετ σε λίτρα (ένα λίτρο ελαιολάδου αντιστοιχεί σε 915 γραμμάρια).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελαιόλαδο αποτελεί βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής για τον Ελληνα καταναλωτή, καθώς τα οφέλη του για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι πολύ σημαντικά. Εξάλλου, είμαστε η 3η παραγωγός χώρα στην Ευρώπη (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με κατά κεφαλήν κατανάλωση 20-24 λίτρα. Σήμερα τείνει να γίνει απαγορευτικό για την τσέπη πολλών νοικοκυριών που πασχίζουν να βγάλουν το μήνα με το περιορισμένο εισόδημα που διαθέτουν.
Τις πταίει άραγε; Θεωρούμε, αλλά και κατά κοινή ομολογία, ότι η τιμή του ελαιόλαδου εκτοξεύθηκε λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας και της εν γένει κλιματικής αλλαγής που επηρέασε την παραγωγή του ελαιόλαδου ιδίως στην Ισπανία και Ιταλία, οι οποίες κινήθηκαν να καλύψουν το έλλειμμα με εισαγωγές και από την Ελλάδα. Η μισή περίπου ετήσια παραγωγή της χώρας μας εξάγεται προς τις χώρες της Ε.Ε. Οι εκτιμήσεις δε είναι ότι οι εξαγωγές φέτος αυξήθηκαν κατά 30%. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευτούν οι τιμές του ελαιόλαδου στην εγχώρια αγορά με ανατιμήσεις στον τελικό καταναλωτή που φθάνουν ή και ξεπερνούν το 100% σε σχέση με το περσινό Φθινόπωρο.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Δυστυχώς, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες για τη νέα παραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω κυρίως της κλιματικής κρίσης, όπου προβλέπεται σημαντική μείωση της παραγωγής, με συνέπεια λόγω της αυξημένης ζήτησης, όχι μόνο να μην πέσουν οι τιμές του ελαιόλαδου, αλλά πολύ φοβούμαστε ότι θα αυξηθούν με ότι αυτό συνεπάγεται για την τσέπη αλλά και την υγεία των καταναλωτών εάν η πολιτεία δεν αντιμετωπίσει έγκαιρα το πρόβλημα .
Τι πρέπει να γίνει;
Θα πρέπει να ενταθούν οι έλεγχοι από τα αρμόδια Υπουργεία και Αρχες, ώστε να παταχθεί η αισχροκέρδεια, διότι κακά τα ψέματα δε λειτουργεί η αγορά με όρους και κανόνες που ευνοούν τον υγιή ανταγωνισμό. Επιπροσθέτως είναι ορατός, ενδεχομένως, ο κίνδυνος της νοθείας και αυτό θα πρέπει να αποτραπεί.
Τέλος, ελλοχεύει ο κίνδυνος για το εθνικό μας προϊόν με τη μετακίνηση, λόγω της υψηλής τιμής, των καταναλωτών από το ελαιόλαδο σε άλλα φθηνότερα έλαια, όπως τα σπορέλαια, με ότι αυτό συνεπάγεται για την υποβάθμιση της υγείας τους.
*Πρόεδρος – ΕΚΠΟΙΖΩ & ΠΟΜΕΚ “Η Παρέμβαση”