Στα δέκα χρόνια που συμπληρώνονται από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν αρκεί μόνο η έκφραση της ευγνωμοσύνης μας στο τολμηρό παληκάρι, που είδε κατά πρόσωπο τους δολοφόνους του και δεν τους φοβήθηκε.
Του Αντώνη Ρουπακιώτη
Αντίθετα, οφείλουμε, εκτός από τη συμπαράστασή μας στην οικογένεια του αγωνιστή, όπως, εξάλλου και του Λουκμάν και των άλλων θυμάτων της Χ.Α., να αντιμετωπίσουμε στην πράξη τη διάχυση του νεοναζιστικού, φασιστικού, ρατσιστικού και ξενοφοβικού φαινομένου στην ελληνική κοινωνία, το οποίο μάλιστα αποκτά διαστάσεις και στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Έχουν γραφτεί πολλά για τις αιτίες που το προκάλεσαν, αλλά και συντηρούν το φαινόμενο αυτό, όπως η παρατεταμένη οικονομική κρίση, ανεργία, μείωση της αξιοπιστίας των θεσμών (κοινοβούλιο, κυβερνήσεις, δικαστική εξουσία, αλλά και Μ.Μ.Ε.), ανασφάλεια για το μέλλον. Η δημοκρατία σε δεινή κρίση. Υπάρχουν υπαίτιοι γι’ αυτά και είναι γνωστοί. Η αξιοπιστία της πολιτικής αναζητείται.
Ο κίνδυνος αποκτά ιδιαίτερα υπολογίσιμο –σε κάποιες χώρες κυρίαρχο (π.χ. Ιταλία κ.ά) – πολιτικό μέγεθος, και όσοι παριστάνουν ότι δεν τον βλέπουν, στην πράξη υποκρίνονται και τον συντηρούν, πιστεύοντας ότι ελέγχουν την εξέλιξη του φαινομένου, το επικαλούνται, ωστόσο, ως το χειρότερο κακό, για να αποκομίσουν μικροπολιτικά οφέλη.
Αυτό κάνει και η ελληνική κυβέρνηση, με επιλεγμένες αναποτελεσματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες ως προς τη συμμετοχή των νεοναζιστικών μορφωμάτων σε εκλογικές διαδικασίες, ενώ παραλλήλως συνεχίζει να ασκεί ασφυκτική σε βάρος των αδύναμων οικονομική και κοινωνική πολιτική, να μην παύουν υπουργοί και στελέχη της να δείχνουν την ξενοφοβική συμπεριφορά τους και την αποστροφή τους για την νομοθετική διασφάλιση ατομικών δικαιωμάτων σε κατηγορίες συνανθρώπων μας.
Έτσι προσφέρει την πρώτη ύλη για την ανάπτυξη των μορφωμάτων αυτών, με συνέπεια μάλιστα η εναλλακτική προς την Χ.Α. δύναμη να αποκτήσει παρουσία στη Βουλή, πρωταγωνιστές δε της εγκληματικής αυτής οργάνωσης να διεκδικούν θέσεις σε Δήμους και Περιφέρειες.
Δεν είναι μόνο αυτά, αλλά είναι και η αξιοποίηση σε πρώτη, μάλιστα, γραμμή στελεχών, που δεν κρύβουν την ακροδεξιά ταυτότητά τους, καθώς και το γεγονός ότι «συγχωρεί» η κυβέρνηση και στηρίζει υποψήφιους δημάρχους, παντετάτους και ‘δηλωσίες’ ακροδεξιούς – ρατσιστές.
Και μπορεί να μην ταυτίζονται τα κόμματα της άκρας δεξιάς– για τη Χ.Α. η ταυτότητα είναι πλέον επιβαρυντική- αλλά τα όρια μεταξύ τους είναι δυσδιάκριτα και οι μετακινήσεις μη αποκλειόμενες, ακόμη και προς το κυβερνητικό κόμμα.
Επιπλέον αποφεύγει η κυβέρνηση να παρέμβει αποτελεσματικά στην λειτουργία αθλητικών, κυρίως ποδοσφαιρικών συλλόγων (φυτώρια σε κάποιους διάχυσης νεοφασιστικών έως και εγκληματικών ιδεών και συμπεριφορών), επειδή δεν θέλει να συγκρουστεί με τους ιδιοκτήτες των ομάδων τους. Οι συνέπειες γνωστές.
Καλά η κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση, που δηλώνει και παίρνει πρωτοβουλίες κατά τον νεοναζιστών, νεοφασιστών και ρατσιστών, τι κάνει; Όχι όσα όφειλε.
Είναι κόμματα, τα οποία, ακολουθώντας δογματικά το μονόδρομο τους, αρνούνται προτεινόμενες συνεργασίες πρωτίστως για κοινές πρωτοβουλίες νομοθετικής, πολιτικής και κοινωνικής σύγκλισης με σκοπό την αντιμετώπιση του ακροδεξιού φαινομένου.
Ή αρνούνται συνεργασία σε περιφέρειες και Δήμους, σε συνδικάτα και άλλους συλλογικούς φορείς, σε κάποιους από τους οποίους μάλιστα αναπτύσσονται νεοναζιστικές ή ρατσιστικές ομαδώσεις, να δοθεί η διακριτή εικόνα μιας δημοκρατικής και με συνοχή οργάνωσης της κοινωνίας, ικανής να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αυτό.
Είναι η Εκκλησία της Ελλάδας, που φαίνεται να λησμονεί– με την πρόφαση μιας δήθεν ουδετερότητας – την υποχρέωσή της για υλοποίηση των προταγμάτων για αλληλεγγύη και αγάπη, αρκείται δε μόνο στην εκφώνησή τους. (700 πνιγμένοι στην Πύλο, δεκάδες άλλοι σε άλλα μέρη, δεκάδες καμένοι στον Έβρο, αλλά πλημμυρισμένη από θάνατο και δυστυχία και η Θεσσαλία, άγιοι Πατέρες. Εσείς;)
Όχι μόνο αυτό, αλλά υπάρχουν και διαφόρων βαθμίδων ιερωμένοι, οι οποίοι, είτε αποδέχονται, είτε καλύπτουν ομαδικές ή ατομικές συμπεριφορές σκοταδισμού και αντιδημοκρατικής εκτροπής. Οι φωνές της δημοκρατικής ευθύνης είναι λίγες.
Είναι η Ακαδημία, τα Πανεπιστήμια, τα εργασιακά συνδικάτα, συλλογικοί φορείς μείζονος προβολής, που έχουν την υποχρέωση να αναλάβουν πρωτοβουλίες που τους αναλογούν, για τον ίδιο σκοπό. Εξαιρούμε τους δικηγορικούς συλλόγους. Οι άλλοι;
Τέλος είναι τα Μ.Μ.Ε., πολλά από τα οποία χρεώνονται, επειδή στη διεκδίκηση μεγάλης τηλεθέασης ή ακροαματικότητας, προβάλλουν, σε αναντίστοιχο προς το χρέος τους για ενημέρωση της κοινωνίας βαθμό, τη δράση νεοναζιστικών, φασιστικών, ρατσιστικών, ξενοφοβικών συσπειρώσεων ή μεμονωμένων προσώπων. Επιπλέον επιλέγουν ως το πλέον πρόσφορο πεδίο να ενοχοποιήσουν, ανέλεγκτα πολλές φορές, πρόσφυγες, μετανάστες και άλλους αδύναμους ή ‘διαφορετικούς’, όπως τους λένε, συνανθρώπους μας, ενισχύοντας έτσι τον υφέρποντα εθνικισμό και φασισμό σε σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Επιπλέον προβάλλουν ό,τι πιο πνιγηρό και νοσηρό παράγει αυτή, συνδιαμορφώνοντας πεδίο πολιτιστικής υποβάθμισής της.
Έτσι η κοινωνία όλο και περισσότερο αποδέχεται ως κανονικότητα την κατάσταση αυτή.
Με άλλα λόγια η αντιμετώπιση νεοναζιστικών, φασιστικών και ρατσιστικών οργανώσεων – ατόμων, που δρουν έξω από τα όρια του Συντάγματος, του νόμου, αλλά και παγίων αρχών που αρθρώνουν τη συνοχή μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας, είναι υπόθεση όλων μας. Του καθενός όμως η ευθύνη είναι διαφορετική.
Αυτή είναι και η έμπρακτη απόδοση τιμής στον Παύλο Φύσσα, στον Λουκμάν, στα θύματα του νεοναζιστικού φασισμού.