Κίνδυνοι για περαιτέρω επιβάρυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή
Του Κώστα Μελά*
1.Πανταχόθεν και παγκοίνως αναγνωρίζεται ότι πλέον ο πλανήτης ευρίσκεται στην περίοδο του πολιτικού και οικονομικού ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων με αποτέλεσμα την ανατροπή όλων όσα θεωρούσαμε ως ισχύοντα μέχρι σήμερα.
Πολιτικά η διαμάχη έχει ως επίκεντρο τις ΗΠΑ με την Κίνα η οποία δημιουργεί, όπως είναι ευνόητο κινήσεις δημιουργίας συμμαχιών επί του πεδίου.
Έκφανση του συνεχώς οξυνόμενου ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων αποτελεί και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, στον οποίο εμπλέκονται, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σχεδόν το σύνολο των χωρών του Πλανήτη, με την υποστήριξη (στρατιωτική, οικονομική, διπλωματική) ή όχι, που παρέχουν στους δύο άμεσα εμπλεκόμενους.
Επίσης όλο και πιο έντονος γίνεται ο ανταγωνισμός στον τομέα της νέας τεχνολογίας, αλλά και για την προμήθεια των απαραίτητων πρώτων υλών για την παραγωγή τους. Το τελευταίο διαλανθάνει της προσοχής των περισσοτέρων αναλυτών αγνοώντας ότι η νέα ψηφιακή τεχνολογία προκειμένου να παραχθεί χρήζει ανάγκης υλικών που ευρίσκονται στο υπέδαφος του πλανήτη.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ[1], η παγκόσμια μεγέθυνση του ΑΕΠ θα μειωθεί από 3,5% το 2022 σε 3,0% το 2023 και το 2024 σε μέση ετήσια βάση. Οι προβλέψεις της μεγέθυνσης για την περίοδο 2023-24 παραμένουν κάτω από το ιστορικό ετήσιο μέσο όρο της περιόδου 2000-2019, 3,8%. Η αστάθεια στο ευρύτερο περιβάλλον και οι χαμηλοί ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας, μαζί με τις πιέσεις από την αύξηση των επιτοκίων έχουν περιορίσει τις πιο παραγωγικές επενδύσεις. Μάλιστα, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι ο σχηματισμός ακαθάριστου κεφαλαίου και η βιομηχανική παραγωγή έχουν επιβραδυνθεί ή ακόμη και υποχωρήσει σε αρκετές αναπτυγμένες οικονομίες. Για το 2023 η Ευρωζώνη είναι η περιοχή που εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει το μικρότερο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2023 (0,9%) σε σχέση με το 2022 (3,5%).
Ο ρυθμός μεγέθυνσης του παγκοσμίου εμπορίου αναμένεται να υποχωρήσει από 5,2% το 2022 σε 2,0% το 2023 και να αυξηθεί στο 3,7% το 2024, αρκετά χαμηλότερα από τον ετήσιο μέσο όρο της περιόδου 2000-2019 που ήταν 4,9%. Ο μέσος ετήσιος παγκόσμιος πληθωρισμός εκτιμάται ότι από 8,7% το 2022 θα μειωθεί στο 6,8% το 2023 και στο 5,2% το 2024, υψηλότερος από τον αντίστοιχο της περιόδου (2017-19) κατά 3,5%. Οι παραπάνω εκτιμήσεις στηρίζονται βεβαίως, σε υποθέσεις για την μελλοντική εξέλιξη των ενεργειακών και μη ενεργειακών προϊόντων και βεβαίως της εξέλιξης των επιτοκίων.
Η συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την ερχόμενη Πέμπτη στην Αθήνα, θα δείξει αν θα αποφασίσει να σταματήσει την πιο επιθετική σειρά αύξησης των επιτοκίων στην ιστορία της, με βάση τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να τρέχει στο διπλάσιο του στόχου και τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς να ανεβάζει τις τιμές της ενέργειας, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να καταστήσει σαφές ότι τα επιτόκια είναι πιθανό να παραμείνουν στο τρέχον επίπεδό τους ή και να αυξηθούν περαιτέρω για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, η ιδέα ότι τα ευρωεπιτόκια θα παραμείνουν υψηλότερα για περισσότερο από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα φέτος κερδίζει έδαφος, παρά τις ενδείξεις ότι η οικονομία της περιοχής εμφανίζεται στάσιμη. Οψόμεθα.
2. Μια ακόμη εστία υψηλού κινδύνου ρίχνει απειλητικά τον ίσκιο της στην ήδη επιβαρυμένη παγκόσμια οικονομία: ο πόλεμος Ισραήλ- Χαμάς.
Το ΔΝΤ επισημαίνει, ότι, η πραγματική δυσκολία για την παγκόσμια οικονομία είναι ότι αυτές οι νέες ισχυρές εντάσεις έρχονται μετά τα «σοβαρά σοκ» που έχει ήδη αντιμετωπίσει εδώ και τρία χρόνια και τα οποία αποτελούν ένα νέο κανόνα που αποδυναμώνει περαιτέρω έναν ήδη εύθραυστο κόσμο λόγω της ασθενούς μεγέθυνσης και του κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία θα εξαρτηθεί κυρίως από τη διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και από τις διαστάσεις που θα λάβει.
Από τα διακινούμενα σενάρια (άμεση εμπλοκή του Ιράν- εμπλοκή του Ιράν δια αντιπροσώπων Χεζμπολάχ, Σιϊτικές δυνάμεις Ιράκ, Συρίας, Υεμένης – περιορισμός στην περιοχή της Γάζας) θα πρέπει να δώσουμε πολύ μικρές, έως ασήμαντες δυνατότητες στο πρώτο σενάριο, το οποίο θα ήταν το πιο καταστροφικό για την παγκόσμια οικονομία με σημαντική άνοδο της τιμής του πετρελαίου (πάνω από τα 150 δολάρια το βαρέλι).
Στη περίπτωση του δευτέρου σεναρίου θα υπάρξει άνοδο της τιμής αλλά μάλλον παροδική, δεδομένου της γενικότερης κατάστασης που υπάρχει στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες που εύκολα μπορούν να αυξήσουν την προσφορά και να μειώσουν την τιμή. Τα κράτη του ΟΠΕΚ δεν προσπαθούν να αυξήσουν τις τιμές πέρα από μερικά επιπλέον δολάρια. Η Σαουδική Αραβία θα είναι ικανοποιημένη με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 10-20% υψηλότερα, λίγο πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι από τα 85 δολάρια που είναι σήμερα.
Στην περίπτωση του τρίτου σεναρίου οι επιπτώσεις θα είναι σαφώς μικρότερες αφού η αύξηση θα είναι μικρότερη. Αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει όμως σε αύξηση την τιμή του πετρελαίου είναι το κατά πόσον θα επηρεαστεί η παραγωγή του ιρανικού πετρελαίου από την εκ νέου ενεργοποίηση των αμερικανικών κυρώσεων σχετικά με τις εξαγωγές του ιρανικού μαύρου χρυσού. Από τα τέλη του 2022, η Ουάσιγκτον έχει κάνει τα στραβά μάτια στην αύξηση των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου, παρακάμπτοντας τις αμερικανικές κυρώσεις. Η προτεραιότητα στην Ουάσιγκτον ήταν μια άτυπη χαλάρωση των σχέσεων με την Τεχεράνη, βεβαίως στην προσπάθεια που καταβάλει η αμερικανική ηγεσία να επανακαθορίσει τις σχέσεις της με τις χώρες της περιοχής. Ως αποτέλεσμα, η ιρανική παραγωγή πετρελαίου έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 700.000 βαρέλια ημερησίως φέτος. Ο Λευκός Οίκος είναι πλέον πιθανό να επιβάλει τις κυρώσεις. Αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό για να ωθήσει τις τιμές του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι, και ενδεχομένως ακόμη υψηλότερα.
Εν πάση περιπτώσει κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στη Μέση Ανατολή. Όλες οι προβλέψεις εμπεριέχουν υψηλή αβεβαιότητα, κάτι που είναι συνηθισμένο για τις εξελίξεις στη συγκεκριμένη περιοχή. Υπάρχουν όμως δύο γεγονότα που φαίνεται να εμπεριέχουν υψηλή αληθοφάνεια και τα οποία δίνουν τον τόνο στις μέχρι σήμερα προσεκτικές αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών ως προς την τιμή του πετρελαίου.
Το πρώτο γεγονός αφορά στη θέση των ΗΠΑ, οι οποίες δεν επιθυμούν επέκταση του πολέμου ούτε καν ενάντια στην Χεζμπολάχ στο Νότιο Λίβανο και στις άλλες σιϊτικές δυνάμεις που δρουν στη Συρία, και στο Ιράκ προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανό το σχέδιό τους για συνεργασία του Ισραήλ με τα υπόλοιπα Αραβικά κράτη του κόλπου. Η διπλωματική συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ, την οποία πολλοί είχαν τοποθετήσει στις αρχές έως τα μέσα του 2024, φαίνεται ότι θα είναι το πρώτο «θύμα», κάτι που δεν επιθυμούν οι ΗΠΑ, αλλά και η Σαουδική Αραβία , στην οποία ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε στηρίξει πολλά για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Πιθανότατα ο πόλεμος Χαμάς-Ισραήλ θέτει εν αμφιβόλω και την επαναπροσέγγιση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, η οποία ήταν εν εξελίξει με τη βοήθεια της Κίνας.
Το δεύτερο γεγονός, είναι ότι καμία πετρελαιοπαραγωγός χώρα δεν ομιλεί για εμπάργκο της προσφοράς πετρελαίου. Μάλιστα δεδομένης της παγκόσμιας ζήτησης, υπάρχει μεγάλο περιθώριο αύξησης της παραγωγής ώστε οι τιμές να μην αυξηθούν υπέρμετρα. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι, η Ρωσία θα ωφεληθεί από οποιαδήποτε πετρελαϊκή κρίση στη Μέση Ανατολή κάτι που προφανώς δεν επιθυμούν οι ΗΠΑ.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
[1] IMF, World Economic Outlook Update, July 2023