Ο Τόμας Μαν στη νουβέλα του Η Απατημένη αφηγείται την ιστορία της μικρής Άννας που ρουφάει ανέμελα τις ομορφιές της φύσης στην εξοχή του Ρήνου, αγνοώντας τα σημάδια της σκληρότητάς της και τον επικείμενο θάνατο που ελλοχεύει στη γωνία. Παινεύοντας μάλιστα τον συγγραφέα ο Τεόντορ Αντόρνο τον παρομοιάζει με τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, που ξεκινούν να ζωγραφίσουν ένα γαλήνιο τοπίο και καταλήγουν να εξαϋλώσουν τις μορφές και τα αντικείμενα.
Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος
Η προεδρική εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε σαν τις ανέμελες βόλτες της Άννας. Μία πολιτισμένη παρατακτική παράθεση πολιτικών επιχειρημάτων μεταξύ των υποψήφιων, με τα μέλη του κόμματος να ακούν και να αξιολογούν υπομονετικά στον δρόμο προς την κάλπη. Ώσπου εμφανίστηκε ο Κασσελάκης και το ειδυλλιακό τοπίο ξαφνικά εξαϋλώθηκε. Λύση ανάγκης, στρατηγικό τέχνασμά ενός ευρύτερου χειρισμού ή εξωτερική επιβολή, δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι εκλέχθηκε καβαλώντας το κύμα μίας ενδοσυριζαϊκής φρενίτιδας και κατάφερε μέσα σε έναν μήνα να έχει στα χέρια του ένα πολιτικό κόμμα στα πρόθυρα της διάσπασης. Πώς συνέβη αυτό; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να ανατρέξουμε σε αυτό που οι ιστορικοί θα αποκαλέσουν «οι χειρότερες πρώτες τριάντα μέρες στην ιστορία των νεοεκλεγέντων πολιτικών αρχηγών».
Νέο πρόσωπο, άφθαρτο με επικοινωνιακό χάρισμα και μπόλικο εξωτισμό, ο νυν πρόεδρος συστήνονταν ως μία επιλογή που θα μπορούσε να μιμηθεί την επιτυχία που σημείωσε μία δεκαετία πριν ο Αλέξης Τσίπρας. Η εκλογή του στην ουσία ήταν μία εντολή πρόκλησης ενός σοκ ηγεσίας στο κόμμα με στόχο την αναστροφή της πενταετούς καθοδικής πορείας του, μέσα από την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του στην κοινωνία. Δεν χρειάζεται κανείς να έχει διδακτορικό στην κβαντομηχανική για να καταλάβει τι χρειάζεται για να υλοποιηθεί ο παραπάνω στόχος. Βαθιές οργανωτικές τομές στον κομματικό μηχανισμό, δημιουργία προεδρικού επιτελείου με νέα άφθαρτα πρόσωπα, παραγωγή νέων πολιτικών προτάσεων και ζύμωσή τους μέσα στην κοινωνία χρησιμοποιώντας ως σύμμαχο το επικοινωνιακό χάρισμα του Προέδρου.
Αντί αυτών ο Κασσελάκης επέλεξε να περιστοιχίσει τον εαυτό του από παλιά και φθαρμένα- πάρα πολύ φθαρμένα- πρόσωπα. Δεν θέλησε να αναλάβει την προεδρία της κοινοβουλευτικής ομάδας, όπου παράγεται σημαντικό κομμάτι της πολιτικής υποστηρίζοντας ότι θα εστιάσει στις σχέσεις με την κοινωνία. Η επικοινωνία με αυτήν έγινε μόνο με όρους τηλέ-ριάλιτι με τον πρόεδρο να κάνει τη μία μπαρούφα μετά την άλλη, στη συνέχεια να ζητάει συγγνώμη μέσα από το tik-tok, μετά να εξαφανίζεται για τρεις-τέσσερις ημέρες και να ξαναεμφανίζεται για να κάνει την επόμενη μπαρούφα, ώσπου τελικά έφυγε στην Αμερική για να παντρευτεί. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά από το βήμα του ΣΕΒ – απ΄ όλα τα μέρη- εξέφρασε απόψεις ενάντια στον βασικό αξιακό πυρήνα του κόμματος που εκπροσωπούσε χωρίς πρώτα να τις ζυμώσει με τον πολιτικό φορέα που εκπροσωπούσε. Μόλις απέπλευσε και η αξιοπιστία από το πολιτικό λιμάνι του νεοεκλεγέντα.
Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν η μειοψηφία του κόμματος, δηλαδή το 40%, να εγκαλέσουν με διαφορετικό τόνο και ποικίλο ύφος τον νέο πρόεδρο και τους υποστηρικτές του τελευταίου να απαντούν με μίσος, το οποίο τροφοδοτήθηκε από τον αρχηγό τους. Κάπως έτσι, ο κύριος Κασσελάκης κατάφερε να διαγράψει από την Αμερική τους δύο πρώην γραμματείς του κόμματος και αντί να προχωρά στην γοργή ανανέωση του βυθίστηκε στον βάλτο μίας αντιπαράθεσης με το ιστορικό κομμάτι της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σκορπώντας το πολιτικό του κεφάλαιο σε μία μάχη που δεν ήταν καν δική του και τα διακυβεύματα της οποίας δεν καταλαβαίνει. Τα αποτελέσματα είναι ορατά. Η δημοφιλία του, που παρουσιάστηκε αρχικά ως το βασικό του προσόν, είναι στα τάρταρα και το κόμμα του είναι μία τρύπια δεξαμενή ψηφοφόρων που κατάφερε στις δημοσκοπήσεις να καταγράψει 5% μείωση από το κάκιστο εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου.
Σε ό,τι αφορά τη μείζονα αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση της είναι ακόμη χειρότερη, αφού είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στο σοκ και στην αναποφασιστικότητα. Νιώθοντας ως άλλος Άμλετ βαριά στου ώμους της το φάντασμα της ΛΑΕ δεν τολμάει να κάνει μέχρι στιγμής το βήμα της διάσπασης. Εγκλωβισμένη μέσα σε ένα κόμμα, στο οποίο δεν έχει καταλάβει ακόμη πώς ακριβώς έχασε την ηγεμονία, οι επιλογές της είναι δύο εάν παραμείνει εντός: Να υποστεί έναν βίαιο πολιτικό τρανσφορμισμό και να υποστηρίξει τις ιδέες του νέου προέδρου ή να παρατηρεί διαμαρτυρόμενη τη διολίσθηση, τακτική που θα την οδηγήσει στην πολιτική ανυπαρξία. Να σημειωθεί εδώ ότι τα περιθώρια ελιγμών της στενεύουν ακόμη περισσότερο διότι ο ψόγος για την άσχημη πορεία του κόμματος θα μεταφέρεται από τους προεδρικούς στις πλάτες τους, ενώ μία πιθανή έξοδός των άσπονδων φίλων της – της ομπρέλας- στην παλιά καλή λογική της σαλαμοποίησης θα συρρικνώσει περαιτέρω την επιρροή της. Όσο για την Ομπρέλα ο χρόνος είναι ακόμη πιο πυκνός. Στελέχη της σήκωσαν τη βασική σύγκρουση με τον νεοεκλεγέντα και η πιθανότητα ο τελευταίος να πεισθεί από τις θέσεις τους είναι μάλλον ισχνή. Γαλβανισμένες και γαλβανισμένοι στους πολιτικούς χειμώνες, το πιο πιθανόν είναι να αναζητήσουν την τύχη τους στο μεγάλο κενό που έχει ανοίξει ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στην Αριστερά.
Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική σκηνή από το Κέντρο έως την Αριστερά αρχίζει και θυμίζει το τοπίο του 2012. Τότε το ισχυρότερο κόμμα του χώρου, το ΠΑΣΟΚ, βρίσκονταν σε αποδρομή και τουλάχιστον τρεις διεκδικητές, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ και το ΚΚΕ διεκδικούσαν την ηγεμονία. Αυτός που δήλωσε ότι μπορούσε να κάνει τη δουλειά κέρδισε τότε. Σήμερα το ισχυρότερο κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται σε αποδρομή, το ΠΑΣΟΚ με την τρέχουσα ηγεσία του έχει φτάσει το ταβάνι του και το ΚΚΕ φαίνεται ενισχυμένο, πλην όμως με την ίδια πολιτική διάθεση που είχε το 2012.
Είναι προφανές ότι υπάρχει χώρος για έναν τέταρτο διεκδικητή, ειδικά εάν η βλάβη στο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε τέτοιο βαθμό ανήκεστος, που ακόμη και ο πρώην πρόεδρος του, που όσο κυλάει ο χρόνος θαμπώνει όλο και περισσότερο, δεν θα μπορούσε να την ανατρέψει. Ίσως στην παρούσα ιστορική συγκυρία η τύχη να ευνοεί περισσότερο τους τολμηρούς απ ‘ ότι συνήθως.
*Επίκουρος Καθηγητής – Πάντειο Πανεπιστήμιο