Στις 31 Οκτωβρίου 1969, το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, καταδικάζει 8 από τα 10 μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης Ελληνικό Δημοκρατικό Κίνημα-μια μετεξέλιξη της Δημοκρατικής Ένωσης που είχε ιδρυθεί το 1967-για βομβιστικές ενέργειες κατά της χούντας, μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από το 1968.
Οι συλλήψεις είχαν γίνει στις 23 Οκτωβρίου στο Κουκάκι, μετά από τηλεφώνημα που έγινε από το εξωτερικό. Είχε προηγηθεί στις 22 Οκτωβρίου ανακοίνωση Τύπου, στους βιομήχανους, τραπεζίτες κ.λπ. με απειλητικό περιεχόμενο προκειμένου να αρνηθούν να πάρουν μέρος στο ομολογιακό δάνειο της χούντας.
Οι κατηγορούμενοι στάλθηκαν στο στρατοδικείο στις 30 Οκτωβρίου. Καταδικάστηκαν οι Γιώργος Ανωμερίτης 25 χρόνια, Δημοσθένης Δώδος 25 χρόνια, Δημήτρης Παπαϊωάννου 25 χρόνια, Γιάννης Μυλωνάς 23 χρόνια, Βασίλης Ράπανος 8 χρόνια, Κάτια Χουλιάρα 7 χρόνια, Δημήτρης Κατσαρός 6 χρόνια, Δημοσθένης Δεσποινιάδης 1 χρόνο, ενώ απαλλάχθηκαν οι Δημήτρης Ασημακόπουλος και Δημήτρης Γατόπουλος.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως διαβάζουμε στα «ΝΕΑ» της 30ής Οκτωβρίου 1969, «οι παραπάνω από το καλοκαίρι του 1968 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 1969, όταν και συνελήφθησαν, συμφώνησαν, ενώθηκαν και αποτέλεσαν αναρχική ομάδα για διάπραξη κακουργημάτων σε επίκαιρες θέσεις της Πρωτευούσης με σκοπό να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο χιλιάδες ανύποπτους πολίτες. Κατασκεύασαν και προμηθεύτηκαν εκρηκτικές ύλες και διένειμαν προκηρύξεις αντεθνικού περιεχομένου».
Ετσι τους έβλεπε η χούντα. Η σύλληψη έγινε το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου 1969 στο Κουκάκι, έπειτα από κάρφωμα με τηλεφώνημα από το εξωτερικό, όπως προκύπτει από τα αρχεία του Γιώργου Ανωμερίτη. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν πρώτα στην Ασφάλεια, όπου ανακρίνονταν επί έξι ημέρες – χωρίς δικηγόρο εννοείται -, και κατόπιν στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Νωρίτερα είχαν στείλει ανακοίνωση Τύπου σε βιομηχάνους και τραπεζίτες με απειλητικό περιεχόμενο προκειμένου να αρνηθούν να πάρουν μέρος στο ομολογιακό δάνειο της χούντας. Ο Β. Ράπανος, μεταξύ των άλλων, κατηγορείται και για «καταστροφή τεσσάρων τηλεφωνικών θαλάμων του ΟΤΕ στην περιοχή Καλλιθέας».
Ο Βασίλης Ράπανος καταδικάζεται σε 8 χρόνια φυλακή. Αίγινα, Γεντί Κουλέ, Κορυδαλλός. Πέρασε στη φυλακή 4½ χρόνια από τη ζωή του.
Θυμάται σαν να είναι σήμερα την ημέρα όπου οι γονείς του ήρθαν να τον δουν στο Γεντί Κουλέ. «Μου είχαν φέρει προμήθειες. Μαζί με τα άλλα και μια σακούλα με καρύδια», διηγείται. «Γυρίζω στο κελί και μου λένε οι συγκρατούμενοι: «Πού είναι, ρε, οι τσάντες που σου έφεραν οι γονείς σου;». Πάω στον αρχιφύλακα και μου δίνει ένα σακουλάκι με καρυδόψιχα. Είχαν σπάσει τα καρύδια, μη βρούνε κανένα μήνυμα κρυμμένο. «Σου τα σπάσαμε, ρε Ράπανε», μου λέει ο αρχιφύλακας και του απαντάω: Από σένα βγήκε η φράση «η μαλακία σπάει καρύδια»;».
Στο Γεντί Κουλέ έχει μείνει στη μνήμη του και η ημέρα όπου καθόταν με τον φίλο του τον Νίκο. «Κάθε απόγευμα βάζανε έναν δίσκο και έπαιζε. Εκείνο το απόγευμα είχαν βάλει έναν δίσκο του Νταλάρα. Ηταν ηλιοβασίλεμα, όταν ακούσαμε για πρώτη φορά το «Αχ, χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις σ’ αυτόν τον μαύρο τον ουρανό, αίμα σταλάζει το δειλινό…». «Ποιος πούστης έχει γράψει, ρε Ράπανε, αυτούς τους στίχους;», μου είπε ο Νίκος. «Είναι μαχαιριά στην καρδιά»». Το διηγούνταν αργότερα στον φίλο του Λευτέρη Παπαδόπουλο, λέγοντάς του ότι αυτή είναι η καλύτερη κριτική για τους στίχους του: μαχαιριά στην καρδιά. «Ετσι νιώσαμε τότε».
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ. Πήρε το πτυχίο του από την ΑΣΟΕΕ μετά την αποφυλάκισή του, το 1975. Τότε πήγε στη μητέρα του, την κυρία Πηνελόπη, στην Κέφαλο της Κω, όπου γεννήθηκε το 1947. «Μάνα, θα φύγω για τον Καναδά, να σπουδάσω κι άλλο», θυμάται η κ. Πηνελόπη. «Μην το κάνεις, παιδάκι μου, ο πατέρας σου δεν αντέχει άλλο, θα πεθάνει. Πώς να σε σπουδάσουμε;», του είπε.
«Ομως ο Βασίλης μου είχε δώσει ήδη εξετάσεις και είχε πάρει υποτροφία», λέει με καμάρι η κ. Πηνελόπη και δακρύζει. «Από μικρό παιδάκι ήταν άριστος μαθητής και οι καθηγητές του μου έλεγαν πως είναι αμαρτία να το αφήσουμε να μη σπουδάσει. Ηταν τόσο καλό παιδάκι από μικρό και άριστος μαθητής».
Η οικογένεια του Θόδωρου και της Πηνελόπης Ράπανου τα έφερνε δύσκολα βόλτα με τρία παιδιά: τον Βασίλη, τη Μαρία και τον Μιχάλη. Ο πατέρας δούλευε στα καράβια. «Περιμέναμε τον μισθό του καραβιού για να τα ζήσουμε», λέει η κ. Πηνελόπη και προσθέτει ότι πριν από τη φυλακή, όταν ο Βασίλης σπούδαζε στην Αθήνα, «πλάκες έβαζε στους δρόμους για να σπουδάσει». Στον Καναδά στη συνέχεια, τα καλοκαίρια, όταν έκλεινε το πανεπιστήμιο, πήγαινε στην Αμερική και δούλευε πλένοντας πιάτα και μπογιατζής.
Τη φτώχεια την είχε συνηθίσει από μικρός και τη δουλειά επίσης. «Τον γνώρισα ως συμμαθητή του αδελφού μου Γιάννη», διηγήθηκε ο πρόεδρος της Ενωσης Κώων Φίλιππος Καλούδης, κατά την τελετή που διοργάνωσαν στην Αθήνα για να τιμήσουν τον Βασίλη. «Μέναμε κοντά: στου Κοκκαλάκη εκείνος, λίγο πιο πάνω εμείς. Μοιραστήκαμε πολλές φορές το φαγητό, αυτό που του έστελναν οι δικοί του από την Κέφαλο με το λεωφορείο, το πρωί, ή το δικό μας. Αριστούχος στο γυμνάσιο και ανήσυχος. Μπήκε στο πανεπιστήμιο αμέσως, με διάκριση, όμως ήρθε η δικτατορία και βγήκε μπροστά εναντίον, όταν άλλοι σιώπησαν.
Οταν ήμουν φοιτητής, θυμάμαι, με φώναξαν στον Σταθμό Χωροφυλακής. «Μήπως κάνεις παρέα;» με ρώτησαν. Υπήρχαν μερικοί που μας έψαχναν και σημείωναν στα χωριά μας».
Μετά από τις συλλήψεις, το Ελληνικό Δημοκρατικό Κίνημα, σταμάτησε τη δυναμική του δράση, όπως και πολλές άλλες οργανώσεις που ακολουθούσαν την ίδια πορεία.