«Η ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία στην “άυλη πραγματικότητα” της ύστερης νεωτερικότητας»*
«Διαλεγόμαστε χωρίς το σώμα μας, ερωτευόμαστε χωρίς το σώμα μας, επικοινωνούμε ερήμην του σώματος, ταξιδεύουμε, ξεναγούμαστε, ψωνίζουμε, ντυνόμαστε, πενθούμε, μετέχουμε στη λειτουργική ζωή, χωρίς το σώμα μας».
Η ταχύτητα με την οποία κινείται η ανθρωπότητα όχι μόνο σε βιορυθμούς αλλά στη σκέψη και στην πραγματοποίηση των στόχων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα κόσμο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που ζούμε μέχρι σήμερα. Το πνεύμα μπορεί να υποκατασταθεί από μηχανές και η τεχνολογία να υποκαταστήσει την «κυρίαρχη» ιδεολογία του καθενός.
Όταν όμως μιλάμε για τη θεολογία, για το λόγο του Θεού και τον ρόλο της Εκκλησίας τι γίνεται;
Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα που τέθηκαν αυθόρμητα στο πλαίσιο ενός συνεδρίου που διοργάνωσε η Εκκλησία της Ελλάδας πριν από λίγες ημέρες. Που είχε μεγάλη συμμετοχή αλλά δεν έτυχε και της ανάλογης δημοσιότητας ίσως λόγω της ιδιαιτερότητας με την οποία προσέγγιζε το θέμα. Δεν μιλούσε για την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά για την άυλη πραγματικότητα.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη Εκκλησία;
Ότι οι πιστοί δεν θα ακούν πια τον παππά, αλλά το άβαταρ του που θα τους καλεί να εστιάσουν στις προκλήσεις του παρόντος, να ξεπεράσουν το φόβο του θανάτου και να κρατήσουν ζωντανή την πίστη τους στον Ιησού Χριστό;
«Η Θεολογία συνήθως περιγράφεται ως ο καρπός της διαρκούς εγρηγόρσεως και της μακράς πάλης της Εκκλησίας έναντι συγκεκριμένων αιρετικών προκλήσεων και αποκλίσεων. Επιχειρεί να ερμηνεύσει, εν τόπῳ και χρόνῳ, εν εκάστῃ εποχή, την πολυμερώς και πολυτρόπως εκδηλούμενη θεία Αποκάλυψη ως σωτηριώδη αλήθεια για σύνολη την κτίση.
»Ή απώθηση του Θεού στο υπερπέραν και η υποβάθμιση του υπεραισθητού κόσμου, κατ’ εξοχὴν κατά τους νεωτέρους χρόνους (Διαφωτισμός), άφησε μετέωρο τον αισθητό κόσμο, με συνέπεια τη σύγχρονη ρευστότητα, καθ’ ότι ὁ κόσμος αυτός δεν είναι αυτοδημιούργητος. Ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να αντιμετωπίσει την άβυσσο της ρευστότητας αναζητώντας έρεισμα στη ‘‘μηχανοποίηση’’», σημειώνει ο Ἀλέξανδρος Ι. Κατσιάρας Γραμματέας της Οργανωτικής Επιτροπής, του Συνεδρίου.
Όπως εξηγεί ο ίδιος «οι επιστημονικές εξελίξεις, η τεχνολογική πρόοδος, ἡ ψηφιακή πραγματικότητα, ἡ βιοτεχνολογία με τις διαρκώς προστιθέμενες εφαρμογές και δυνατότητές τους φαίνεται ότι ανακαθορίζουν τις ανθρωπολογικές και κοσμολογικές αντιλήψεις και παραμέτρους. Έχει ήδη ανατείλει η εποχή του μετα-σύμπαντος (metaverse), πού «υπόσχεται» την αποδόμηση και κατάργηση των φυσικών περιορισμών του χωροχρόνου. Ἡ
«επαυξημένη» πραγματικότητα, ὁ εικονικός κόσμος, τα τεχνητά περιβάλλοντα αποδιαρθρώνουν, απειλούν και υποκαθιστούν μαζικά το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον».
Όπως λέει ο κ. Κατσιάρας «μία από τις αντινομίες του σύγχρονου πολιτισμού έγκειται στο ότι αφ’ ενός είναι υλιστικός και αφ’ ετέρου προβάλλει ένα άυλο, εικονικό μοντέλο ζωής. Κατά βάθος ο σύγχρονος πολιτισμός, αποδεσμευόμενος από την ύλη, εξαϋλούμενος, υποτιμά την ύλη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως ἡ Σάρκωση καθίσταται ‘‘άνευ
Νοήματος’’ και η κατά Χριστόν μεταμόρφωση της ύλης ανέφικτη».
Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο Α. Σταμούλη, Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, «ο Τεχνικός Μετανθρωπισμός, κατανοώντας την τεχνική ως αυτοσκοπό και εξάπαντος όχι ως μέσον και τον άνθρωπο ως ένα μεταβατικό στάδιο εξέλιξης, μιας τεχνικής ετερότητας που θα τον διαδεχτεί, ομιλεί για την ‘‘τελική υπέρβαση του ανθρώπου καθαυτού ακόμη και σε μεταβιολογική Μορφή’’. Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας επιστημονικής εσχατολογικής θεώρησης, μιας εσχατολογίας της τεχνικής, εντός της οποίας ο άνθρωπος χάνει την αξία του, καθώς στο τέλος της πορείας αυτό που θα διασωθεί, αυτό που θα απομείνει δεν θα είναι ο όλος άνθρωπος, αλλά μόνον η νόηση. Ο Κριτικός Μετανθρωπισμός, παρότι συμφωνεί με τους εκπροσώπους του Τεχνικού Μετανθρωπισμού στο γεγονός πως ο άνθρωπος δεν συνιστά αξία, δεν δίνει έμφαση – τούτο δεν σημαίνει πως μένει παντελώς αδιάφορος -, σε διαδικασίες βιολογικής αναβάθμισης. Ο καημός του είναι να σταθεί απέναντι στον ανθρωπισμό και κυρίως στην ανθρωποκεντρικότητα. Για τον λόγο ακριβώς αυτό αρνείται κάθε δυϊσμό και κάθε διάκριση μεταξύ ανθρώπου, ζώου και μηχανής 15 . Και ακόμα πιο πέρα αρνείται τη διάκριση, πολύ δε περισσότερο τη διαίρεση, σώματος και ψυχής στον άνθρωπο. Σκοπός του η κατάργηση ‘‘ταξικών και φυλετικών διακρίσεων λόγω των φενακών του ανθρωπισμού’’ και εν τέλει η άφιξη του ανθρώπου στον ήδη υπάρχοντα μετάνθρωπο που η δυτική ιδεολογία της προόδου εξαφάνισε».
«Οι αλγόριθμοι εισάγουν έναν νέο ντετερμινισμό. Τη θέση του Θεού των παλιών ντετερμινισμών, φαίνεται πως, εδώ, λαμβάνει η μηχανή», λέει ο κ. Σταμούλης και προσθέτει: «Η μηχανή-Θεός που διεκδικεί με τον δικό της τρόπο τη σωτηρία του ανθρώπου. Η μηχανή οδηγεί την κοινωνία, οδηγεί και τα πρόσωπα. Οδηγεί τον άνθρωπο, του οποίου τα χαρακτηριστικά σταδιακά και μεθοδικά αλλάζουν. Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας γιγαντιαίας προσπάθειας μετατόπισης της ανθρωπινότητας. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας προσπάθειας διαμόρφωσης ενός νέου ανθρωπότυπου. Βρισκόμαστε εξαιτίας της εικονιστικής πραγματικότητας, όπου η εικόνα δεν διαβαίνει επί το πρωτότυπο, εντός μιας διαδικασίας μετατόπισης του ίδιου του πραγματικού. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας διάθεσης μετάβασης από τον άνθρωπο στον υπεράνθρωπο και ακόμα πιο πέρα στον μετάνθρωπο.
Ενώπιον μιας εικονιστικής κοινωνίας αντικατάστασης, η οποία διά της ‘‘ριζικής ανθρώπινης αναβάθμισης’’ μοιάζει να κινδυνεύει τον κίνδυνο της κατάργησης του ανθρώπου».
Όπως εξηγεί σε άλλο σημείο ο κ. Σταμούλης «τόσο η θεολογία όσο και η Εκκλησία δεν μπορούν και δεν πρέπει να σταθούν απέναντι στην αλλαγή και στην εξέλιξη, την επιστήμη και τις ανακαλύψεις του ανθρώπου. Εξάπαντος δεν πρέπει λειτουργήσουν με τη μορφή σέκτας και να μετακινηθούν στο περιθώριο της ιστορίας. Δεν είναι υποχρεωμένες, όμως, και να υποκύψουν δίχως όρους ενώπιον τούτης της «αναπαράστασης» 53 . Και τούτο διότι το ‘‘κενό’’ ‘‘δεν καταπίνει τα πάντα, αλλά η δύναμή του ξεπερνάει τη συνήθη φαντασία» και αποδεικνύει, πως ‘‘τόσο η συμπαγής χυδαιότητα όσο και η υποτιθέμενη αιθέρια κομψότητα έχουν σχέση ζωτική και θανάσιμη’’ μαζί του».
Ο Χαράλαμπος Βέντης, αναπληρωτὴς Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας, Θεολογική Σχολή Ε.Κ.Π.Α., από την πλευρά του θέτει το ερώτημα: «Υφίστανται όντως περιθώρια για αναστοχασμό στην Ορθόδοξη χριστιανική πίστη;» Και ο ίδιος απαντάει: «Το ερώτημα λαμβάνει συνήθως ανακλαστικά μια αρνητική απάντηση, για τους ευνόητους και αρκετά προβλεπόμενους λόγους: οι αναστοχασμοί στην πίστη ενδεχομένως ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, εισάγοντας καινά και επικίνδυνα δαιμόνια και μυρίζουν ‘‘προτεσταντσμό’’. Στην πραγματικότητα, προτεσταντική και μάλιστα ανεπίγνωστα είναι η υπεραπλουστευτική, γι’ αυτό και λίαν ευπώλητη εμμονή με την απόλυτη στασιμότητα και την παρελθοντολαγνεία που ακυρώνει εκ προοιμίου και εν τη γενέσει του κάθε σοβαρό θεολογικό προβληματισμό αναφορικά με τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα – προκλήσεις οι οποίες δεν επιλύονται με καταφυγή στη γλυκιά θαλπωρή της παραδοσιακής ευσέβειας και της πίστης ως ψυχολογικού αντιδότου στα οδυνηρά αδιέξοδά μας, τα οποία δεν είναι διόλου φαντασιακά».
Επί της ουσίας με επίκεντρο την ψηφιακή τεχνολογία η ανθρωπότητα βρίσκεται πλέον μπροστά σε μία νέα κοσμική επανάσταση. Ο επιστήμονας δεν θαυμάζει τη φύση, δεν παλεύει να την αποκρυπτογραφήσει, αλλά δημιουργεί προσομοίωση της φύσεως· κατασκευάζει ένα άλλο τεχνητό σύμπαν ψηφιακών δεδομένων και μία άλλη τεχνητή φύση και συνάμα ήδη προγραμματίζει ή απλώς θεωρεί αναπόφευκτη την εκχώρηση της δικής του ποιητικής δημιουργικότητας στις αυτόνομες νοήμονες κυβερνομηχανές. Τα τεχνολογικά προϊόντα και ό,τι αυτά συνεπάγονται δεν είναι προϊόντα της φύσεως αλλά της ιστορικής προόδου.
*Το συνέδριο με τίτλο «Η ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία στην “άυλη πραγματικότητα” της ύστερης νεωτερικότητας» πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων (1923-2023) από την ίδρυση του επιστημονικού περιοδικού «ΘΕΟΛΟΓΙΑ». Οι εργασίες του συνεδρίου διεξήχθησαν από τις 11 έως τις 14 Οκτωβρίου 2023 στην Αθήνα.