Είναι τέλη 2014. Ο Έλληνας πολίτης είναι σοκαρισμένος από τη “βρεγμένη σανίδα” που τρώει ανά τρίμηνο. Το περίφημο Eurogroup, κάθε τρεις και λίγο είναι η μετενσάρκωση του παιδικού “μπαμπούλα” που αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα έρθει να σου πάρει τη σύνταξη, το μισθό, το σπίτι, τους φόρους.
Εκεί μέσα στην απελπισία, ενός συστήματος που δεν είχε καλά-καλά ξεψυχήσει, ενός παλίνδρομου που ταλάνιζε με την αβεβαιότητα σταθερότητας την οικονομική ασφυξία της χώρας, η “πρώτη φορά αριστερά” υπήρξε μια λύση που κατέβηκε σχεδόν, ως μάννα εξ ουρανού.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν τηλεμεταφέρθηκε από το πουθενά. Έκανε μια πορεία σταθερά ανοδική, ανεβάζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ από τα τάρταρα, σε ποσοστά κυβερνόντος κόμματος.
Αυτό δεν έγινε σίγουρα με την αδιαφορία, ούτε την έλλειψη στήριξης συνεργατών που, μελλοντικά, θα έφταναν σε σημείο με τη συμπεριφορά τους να ρίξουν και πάλι στα τάρταρα τα ποσοστά εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων στην ηγεσία του κόμματος.
Ας μην ξεχνάμε πως όσο λαμπρός και να είναι ένας αρχηγός, όσο κι αν έχει αναχθεί σε τοτέμ, θα παραμένει ένα ξόανο δίχως πιστούς να το λατρεύουν. Και εφόσον το “ιερατείο” δεν μπόρεσε να πείσει για την “αγιότητα” του τοτέμ, οι πιστοί διελύθησαν και πορεύθηκαν ανά τα “έθνη”.
Το κύκνειο άσμα του ΣΥΡΙΖΑ, που όπως διαφάνηκε από το καλοκαίρι, ήταν μακρόσυρτο για κύκνειο, αλλά όχι αρκετά δυνατό για να πείσει πως όντως πνέει τα λοίσθια, είναι γεγονός. Η μακρόσυρτη επιθανάτια αγωνία μιας Αριστεράς που “έζησε το όνειρο”, ομοιάζει με ένα παρεάκι που βρέθηκε τη σωστή χρονική στιγμή, στη σωστή θέση ώστε να κυβερνήσει.
Το παρεάκι έσπασε, τα μάτια άρχισαν να αλλάζουν και χρώμα αλλά και τρόπο να κοιτάνε