Ο Ηράκλειτος είχε χαρακτηριστικά πει ότι: «Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν», δηλαδή ότι «όλα είναι ρευστά και τίποτα δε μένει το ίδιο».
Της Ιωάννα Ροτζιώκου
Ζούμε σε έναν κόσμο, όπου σχεδόν τα πάντα γύρω μας κινούνται με γρήγορους ρυθμούς, σε μία εποχή ρευστότητας και υψηλών ταχυτήτων. Επαγγελματικές, κοινωνικές και οικογενειακές υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν συχνά αλληλοσυγκρούονται, υπερφαλαγγίζοντας η μία την άλλη. Άνθρωποι που τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να προλάβουν, γονείς πολυάσχολοι, εξαντλημένοι και κουρασμένοι. Όταν τα παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι, παραλείπουν να συνομιλήσουν μαζί τους και να αφουγκραστούν τους προβληματισμούς τους, βυθιζόμενοι σε προσωπικές σκέψεις και προβληματισμούς. Τα παιδιά κλείνονται στα δωμάτιά τους, οι γονείς συνεχίζουν την εργασία τους στον υπολογιστή ή τις δουλειές στο σπίτι και η επικοινωνία σταδιακά χάνεται, ενώ ο οικογενειακός ιστός συχνά διασπάται. Έτσι, οι ανήλικοι επειδή μπορεί να αισθάνονται ότι δεν τους άκουσαν ποτέ ουσιαστικά ή ότι δεν έχουν λάβει την αγάπη που θα ήθελαν, επιδιώκουν να αποκτήσουν ταυτότητα και αναγνώριση μέσω της ένταξης σε κάποια ομάδα συνομηλίκων τους.
Ο ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ατόμου είναι καθοριστικός και επιδραστικός. Οι γονείς είναι αυτοί που φροντίζουν και διαπαιδαγωγούν τα παιδιά, τα καθοδηγούν και λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας τους στις δυσκολίες της ζωής, τα συμβουλεύουν και παράλληλα οφείλουν να θέτουν όρια στη συμπεριφορά τους. Όρια, μέσω των οποίων μαθαίνουν ότι▪ κάθε πράξη στη ζωή μπορεί να επιφέρει συνέπειες σε εμάς και στους συνανθρώπους μας ▪δεν έχουμε μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, που πρέπει να εκπληρώνονται για να επιτευχθεί η αρμονική κοινωνική συμβίωση. Όταν αυτά τα όρια δεν τεθούν, τότε δημιουργείται ένα κλίμα ασάφειας, με αποτέλεσμα να είναι πιθανές οι παρεκκλίνουσες ή παραβατικές συμπεριφορές, που αν δεν αναχαιτιστούν εγκαίρως ενδέχεται να οδηγήσουν σε σοβαρές εγκληματικές πράξεις κατά την ενήλικη ζωή.
Τα τελευταία χρόνια η κοινωνία μας έχει διέλθει από αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομική, υγειονομική κρίση, κ.ο.κ.). Μέσα σε αυτές συγκαταλέγεται και η κρίση των κοινωνικών και ηθικών αξιών που ξεκίνησε να συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες. Η μεταστροφή του ενδιαφέροντος από το συλλογικό όφελος στο ιδιωτικό καλό και η μετάφραση των περισσοτέρων πτυχών στη ζωή μας με όρους οικονομικούς, είχαν ως αποτέλεσμα να επαναπροσδιοριστούν οι προτεραιότητες μας και στο επίκεντρο να τεθεί το άτομο ως μονάδα. Αυτός ο ατομοκεντρισμός συνεπάγεται την αναθεώρηση αξιών που κάποτε ήταν δεδομένες. Στη σημερινή εποχή η ευγένεια φαίνεται να εκλαμβάνεται ως αδυναμία, η καλοσύνη ως μαλθακότητα, η γενναιοδωρία ως υποκρισία, η αγάπη ως ιδιοτέλεια, ο ρομαντισμός ως κάτι το ουτοπικό και ενίοτε η δικαιοσύνη ως αδικία. Αμφισβητούνται καθιερωμένες, οικουμενικές και διαχρονικές αξίες, αξίες που επί αιώνες έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση των κοινωνιών και τίθενται εν αμφιβόλω οι κρατικοί θεσμοί, όπως ο θεσμός του σχολείου.
Κάποτε ο δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο, αποτελούσε πρότυπο προς μίμηση και παράδειγμα προς θαυμασμό. Σήμερα, αυτό το πρότυπο έχει αντικατασταθεί από προσωπικότητες των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή κοινωνικής δικτύωσης. Και έτσι όλοι έχουν γίνει ειδικοί επί παντός επιστητού. Αν εκφράσει γνώμη ο/η τάδε για να ένα κοινωνικό ζήτημα, ακόμα και αν δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, τότε αυτό γίνεται θέμα προς συζήτηση (viral). Στις συζητήσεις των ανηλίκων ακούγεται να λέγεται: «μα το είπε ο/η τάδε» και όχι το είπε ο δάσκαλος.
Άλλωστε, φαίνεται να υπάρχει η τάση οι γονείς περισσότερο να κατακρίνουν παρά να επιδοκιμάζουν το έργο των εκπαιδευτικών. «Τι είναι αυτά που διδάσκει; Δεν είναι τρόπος αυτός που διδάσκει. Και σιγά τη δουλειά που κάνουν! Το δικό μου το παιδί είναι πανέξυπνο και του έβαλε χαμηλό βαθμό», είναι μερικές από τις εκφράσεις που μπορεί να ακουστούν σε συζητήσεις μεταξύ γονέων. Υπάρχει η πεποίθηση, ότι τα παιδιά που μεγαλώνουμε είναι «μικροί Αϊνστάιν» και το λιγότερο που επιθυμούμε να γίνουν είναι «αστροναύτες» -γιατί αυτό που μετράει στην ελληνική κοινωνία είναι οι προσδοκίες των γονιών και όχι των παιδιών. Ξεχνώντας ότι δεν είμαστε όλοι για όλα και ότι κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός με τις δικές του κλίσεις και ικανότητες, προσόντα και δεξιότητες, χαρίσματα και αρετές. Όταν οι γονείς αμφισβητούν αυτόν το σημαντικό θεσμό, το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς, είναι επόμενο ο θεσμός να απαξιωθεί και από τα παιδιά. Κατά συνέπεια οι επίσημοι θεσμοί αμφισβητούνται συνολικά και οι σχέσεις πολιτών και πολιτείας διαταράσσονται. Βανδαλισμοί, ενδοσχολική βία, σχολικός εκφοβισμός (bullying) και οργανωμένες ομάδες ανηλίκων που πραγματοποιούν επιθέσεις ενδέχεται να ακολουθήσουν.
Μέσα σε αυτό το θόλο και συγκεχυμένο από όρια, αξίες και ιδανικά τοπίο έρχονται οι δευτερογενείς φορείς κοινωνικού ελέγχου (αστυνομία, δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα) να θεραπεύσουν πληγές που είναι δύσκολο να κλείσουν. Το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη ρίζα του και ο καθένας από εμάς θα πρέπει να αναλογιστεί την ευθύνη που φέρει ως γονιός και ως ενεργός πολίτης αυτής της κοινωνίας. Αλλά επειδή το να έρχεται κάποιος αντιμέτωπος με την αλήθεια είναι σκληρό, για αυτό πολλές φορές θολώνει ακόμα περισσότερο τα νερά και το τοπίο γύρω του, αποποιούμενος το βάρος της προσωπικής του ευθύνης και μεταθέτοντας το αλλού.
Ιωάννα Ροτζιώκου
Κοινωνιολόγος- Αξιωματικός Ελληνικής Αστυνομίας