«“Μαύρο.” […] “Υπάρχει άλλο χρώμα;” τον ρώτησε. “Καμιά φορά”, της απάντησε» (σ. 159).
«Ο Χάρης έψαξε τις τσέπες του, βρήκε ένα δεκάρικο. Στο δικό του φλιπεράκι, το Χάρλεμ Γκλόουμπ Τρότερς, δεν ήταν κανείς. Έριξε το δεκάρικο και ακούστηκαν τα μεταλλικά γεννητούρια από τα σπλάχνα του μηχανήματος καθώς αμόλαγε τις μπίλιες. […] Πήρε μια βαθιά ανάσα, ζύγισε την μπίλια και την άφησε να φύγει από τον διάδρομο στα δεξιά. Ήξερε πόση δύναμη να βάλει, ώστε να κάνει τη λούπα για να χωνέψει όμορφα στην τρύπα με έναν ηδονικό, μεταλλικό ξερό κρότο. Η μπίλια τινάχτηκε και, αφού χτύπησε μερικές φορές στα λάστιχα, κατέβηκε στις δύο αριστερές του ρακέτες. Το Χάρλεμ είχε δύο αριστερά και μία δεξιά. Η κάτω αριστερή ήταν κουρασμένη και έφευγε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα από την πάνω. Επίσης κόλλαγε λίγο στην επαναφορά της. Κράτησε την μπίλια στην πάνω ρακέτα, την έκανε να αναπηδήσει ελάχιστα και την άφησε να κυλήσει στην κάτω. Την κράτησε για λίγο πριν τη σουτάρει στον διάδρομο δεξιά, ενώ το φλιπεράκι έβγαζε κραυγές ενθουσιασμού. […] “Χτύπα το τζάκποτ”, του είπε, “δεν είναι δύσκολο”. Έβγαλε ένα Μάρλμπορο από το μαλακό πακέτο, το άναψε και πήγε προς την πόρτα. Άκουσε τον ήχο του μαλάκα στο φλίπερ να χάνει, καθώς έβγαινε. Μερικούς δεν τους σώζει τίποτα» (σσ. 20).
Το μυθιστόρημα του Λαζάρου Αλεξάκη (Ηράκλειο, 1967) διαβάζεται σαν ένα παιχνίδι σε αυτό το φλιπεράκι. Οι ήρωες θα εμφανιστούν σαν τις μπίλιες που αμολάει το μηχάνημα. Αντί μεταλλικά, τα γεννητούρια είναι μουσικά: Dire Straits, Aerosmith, Motörhead. Ο ήχος από τις εξατμίσεις, η ατμόσφαιρα στα μπαρ, οι διάλογοι, όλα, ελάχιστα διαφέρουν από αυτή την παρτίδα στο φλίπερ. Ο αναγνώστης θα συναντήσει και μεταλλικούς και ηδονικούς θορύβους. Μοτοσυκλέτες, έρωτες, ανεκπλήρωτοι έρωτες, προσδοκίες για το μεγάλο τζάκποτ· όλα είναι εδώ. Ακόμη και τα χτυπήματα της μπίλιας στα λάστιχα. Μόνο που στην ιστορία τα χτυπήματα είναι απανωτά, πολύ πιο δυνατά και καθόλου αθώα. «Μερικούς δεν τους σώζει τίποτα».
— Διαβάστε την κριτική εδώ: https://www.istos.gr/literature/reviews/hartaetos