Οι οδηγοί έχουν σχεδόν δέκα φορές περισσότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε τροχαίο ατύχημα όταν οδηγούν θυμωμένοι, λυπημένοι, κλαίγοντας ή όντας συναισθηματικά ταραγμένοι.
Επιπλέον, υπάρχει σχέση μεταξύ θυμού και επιθετικής -επικίνδυνης οδήγησης. Η εμφάνιση του θυμού αλλά και της επιθετικότητας κατά τη διάρκεια της οδήγησης δεν εξαρτώνται μόνο από προσωπικές καταστάσεις, αλλά και από συνθήκες οι οποίες σχετίζονται με την οδήγηση.
Μελέτη από το Virginia Tech Transportation Institute δείχνει ότι η επιθετική οδήγηση προκαλείται συχνά από αρνητικά συναισθήματα. Οι νέοι ειδικά που δεν έχουν μεγάλη οδηγική εμπειρία, θα πρέπει να αποφεύγουν να οδηγούν όταν βρίσκονται σε έντονη συναισθηματική πίεση, καθώς η επιθετική οδήγηση είναι πιο συχνή και έντονη στη νεανική ηλικία και μειώνεται με την ενηλικίωση. Νέα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι παράγοντες που σχετίζονται με την οδήγηση, όπως η κόπωση, οι λανθασμένοι χειρισμοί, η απόσπαση της προσοχής, η οδήγηση ενώ είμαστε θυμωμένοι ή λυπημένοι, παίζουν ρόλο στο 90% περίπου των τροχαίων δυστυχημάτων.
Είναι γνωστό ότι η εκτέλεση πολλαπλών εργασιών ταυτόχρονα με την οδήγηση δεν πάνε μαζί. Ακόμη και για τους πιο έμπειρους οδηγούς, η ασφαλής οδήγηση απαιτεί να χρησιμοποιείται το σύνολο των νοητικών ικανοτήτων τους. Για παράδειγμα, όταν ο οδηγός μιλάει στο κινητό τηλέφωνο το ένα χέρι κρατάει το τηλέφωνο και το μυαλό είναι στη συζήτηση. Παρόλο που τα μάτια του οδηγού είναι στο δρόμο, δεν «βλέπει» τι συμβαίνει περιφερειακά του οχήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι οδηγοί που χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο για να μιλήσουν, να γράψουν μήνυμα ή να περιηγηθούν στο διαδίκτυο, είναι λιγότερο ικανοί να μένουν στη σωστή λωρίδα, να αναγνωρίζουν τους κινδύνους τριγύρω του αυτοκινήτου τους και να ανταποκριθούν άμεσα σε μια έκτακτη κατάσταση. Επιπλέον, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να υπερβούν το όριο ταχύτητας.
Ειδικά οι νέοι χρησιμοποιούν το κινητό τηλέφωνο κυρίως για να γράψουν μηνύματα ή να περιηγηθούν στα social media, με αποτέλεσμα πολλές φορές να οδηγούν με χαμηλότερη ταχύτητα, αλλά ο χρόνος αντίδρασής τους να είναι καθυστερημένος, να μην οδηγούν στη σωστή λωρίδα και να μην προσαρμόζονται στις συνθήκες της κίνησης.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) τα τροχαία δυστυχήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου για τους νέους 15-29 ετών. Καθημερινά, περίπου 1000 νέοι κάτω των 25 ετών χάνουν τη ζωή τους σε τροχαία δυστυχήματα παγκοσμίως, αριθμός που αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 30% του συνόλου των ατόμων που χάνουν τη ζωή τους ή τραυματίζονται σε τροχαίο δυστύχημα. Στην Ελλάδα οι τραυματισμοί από τροχαία αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου για παιδιά και εφήβους. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνες, ο αριθμός των θανατηφόρων τροχαίων αυξάνεται δραματικά τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου και της Κυριακής, δηλαδή ώρες αυξημένης κινητικότητας των νέων.
Το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας (Ι.Ο.ΑΣ.) «Πάνος Μυλωνάς» επισημαίνει ότι τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν σ’ένα ατύχημα. Η ηλικία, η έλλειψη εμπειρίας και το φύλο (οι άνδρες κάτω των 25 έχουν 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να σκοτωθούν από γυναίκες της ίδιας ηλικίας). Πέρα από τους γενικούς παράγοντες κινδύνου στο δρόμο, όπως αυξημένη ταχύτητα, κατανάλωση αλκοόλ κατά την οδήγηση, μη χρήση κράνους και ζώνης ασφαλείας, έφηβοι και νέοι είναι εκτεθειμένοι σε επιπλέον κινδύνους, καθώς σε μεγάλο βαθμό δεν διαθέτουν ακόμα την απαιτούμενη εμπειρία ώστε να αντιδράσουν έγκαιρα και σωστά. Στην έλλειψη εμπειρίας προστίθεται συχνά και η ικανότητα ανάληψης ρίσκου που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη σε νεαρές ηλικίες και μπορεί να οδηγήσει σε ριψοκίνδυνες ή παραβατικές συμπεριφορές (sensation seeking). Τέλος, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας επιδρά στην ψυχοσύνθεση του νεαρού οδηγού και αυξάνει την πιθανότητα θανατηφόρου τροχαίου.