Βγαίνοντας από τη «Φόνισσα» χτες, αναρωτηθήκαμε με τη φίλη μου (μόνο με τη φίλη σας θα πάτε οι γυναίκες να το δείτε αυτό) δύο πράγματα:
– Τι να σκέφτονται άραγε οι άντρες που είδαν την ταινία;
– Γιατί (σχεδόν) όλοι οι κριτικοί κινηματογράφου είναι άντρες;
Είναι κάπως παράξενο να βλέπεις ένα τέτοιο πράγμα και να σκέφτεσαι τους άντρες, αλλά έχει νόημα.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, όχι απλώς συγκλονισμένη αλλά συντετριμμένη από την ταινία, άνοιξα να διαβάσω κριτικές. Βρήκα αυτό ακριβώς που περίμενα και που απαντά στα δύο πιο πάνω ερωτήματα: «Υπερβολική η Καραμπέτη», «άπειρη η Νάθαινα», «φεμινιστική ματιά», «η κάμερα έκανε αυτό και δεν έκανε το άλλο», «τα πλάνα έτσι και γιουβέτσι»…
Κλινικά, τεχνικά, αποστασιοποιημένα. Μπορεί να έχουν και δίκιο όλοι αυτοί, διότι προφανώς είδαμε άλλη ταινία, όπως συμβαίνει συχνά.
Στη «Φόνισσα» εγώ είδα την ιστορία μου. Την ιστορία μας.
Η «Φόνισσα» εκδόθηκε το 1907. Όσο κι αν αυτά που βλέπεις σου φαίνονται ένας άλλος κόσμος, χιλιάδες χρόνια πριν, δεν είναι.
Ο δικός μας κόσμος είναι. Αυτά που τον έφτιαξαν και σε μεγάλο βαθμό τον συντηρούν.
«Είδα» τη γιαγιά μου, στην ταινία, που ήταν τότε έξι χρονών. Μεγάλωσε σ’ αυτό που θα δείτε στην οθόνη, ένα άγονο και μακρινό νησί. Μια από 12 παιδιά -τα έξι κορίτσια- δεν έμαθε να γράφει ούτε τ’ όνομά της· την προίκισαν κάποια στιγμή -ήταν τυχερή, είχε καΐκια ο μπαμπάς της- και την έστειλαν στην Αθήνα με τον μορφονιό που της τα ‘φαγε όλα, τα παιξε στα χαρτιά και την παράτησε με δύο παιδιά μετά τον πόλεμο. Έφυγε στην Αμερική ο ίδιος και δεν τον ξαναείδαν ποτέ, μέχρι που γύρισε ετοιμοθάνατος να εκβιάσει την αγάπη, και κυρίως το καθήκον, της γυναίκας του και των δύο κοριτσιών του. Και να τις διαλύσει για μια τελευταία φορά.
«Είδα» τη μάνα μου στην ταινία, που μεγάλωσε στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, σκληραγωγήθηκε με μια ήδη σκληρή μάνα και μετά παντρεύτηκε τον μορφωμένο αστό για να ξεφύγει από τη μοίρα της, αλλά ταυτόχρονα και από τα όνειρά της. Την είδα να γίνεται με τη σειρά της σκληρή. Η δυστυχία και η χειραγώγηση σε κάνουν σκληρό άνθρωπο. Δεν ξέφυγε από τίποτε η μάνα μου, στην ίδια αλυσίδα έγινε κρίκος. Στη «Φόνισσα» οι άντρες δέρνουν τις γυναίκες τους μέχρι θανάτου. Στους επόμενους κρίκους τις σκότωναν με άλλους τρόπους. Κι εκείνες συνέχισαν να το αποδέχονται.
Μετά είδα εμένα. Είδα όλες τις γυναίκες της γενιάς μου. Ελάχιστες κατάφεραν να σπάσουν πραγματικά την αλυσίδα. Με αφάνταστο κόστος. Να ξεφύγουν από την εξάρτηση, την κακοποίηση, τη χειραγώγηση. Πολλές το προσπάθησαν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι περισσότερες παρέμειναν στην αλυσίδα, με μια ψευδαίσθηση απελευθέρωσης. Μαζί με την κοινωνία, εξελισσόταν και η εξάρτηση, η κακοποίηση, η χειραγώγηση, γίνονταν πιο εκλεπτυσμένες, πιο ύπουλες, πιο «εθελοντικές». Εξορθολογίστηκε η χειραγώγηση. Και συνεχίσαμε να την αποδεχόμαστε.
Δεν μας κατηγορώ. Είναι συγκλονιστικός ο αγώνας. Η σκηνή, στο τέλος της ταινίας, στην οποία η Φραγκογιαννού ουρλιάζει στα μούτρα της μάνας της -του φαντάσματος της μάνας της- κατηγορήθηκε από τους κριτικούς ως υπερβολική. Αλλά, είπαμε, οι κριτικοί είναι άντρες.
Εγώ μπήκα στην οθόνη εκείνη τη στιγμή και ούρλιαζα μαζί της. Και πιο δυνατά, πιο υπερβολικά· δεν υπάρχει υπερβολή που να μπορεί να περιγράψει αυτήν την αγωνία να διώξεις το φάντασμα, το τραύμα, να σπάσεις τη γαμημένη την αλυσίδα, να ξεφύγεις, να πηδήξεις στο κενό και να αισθανθείς για ένα λεπτό ελεύθερη απ’ όλα αυτά τα βάρη που σου κληροδότησαν.
Δεν ξέρω -αναρωτηθήκαμε χτες πολύ και γι αυτό- πώς ο Παπαδιαμάντης κατάφερε εκείνην την εποχή να δει αυτό που οι συντριπτικά περισσότεροι άντρες δεν βλέπουν ούτε σήμερα. Τη γυναικεία διαγενεακή αλυσίδα την οποία σέρνει, επικεφαλής, πάντα ένας άντρας. Τη Φόνισσα που σκοτώνει κορίτσια στην κούνια κατά παραγγελία του πατέρα τους. Για να μην χρειαστεί να τα προικίσει. Που μετά τα σκοτώνει επειδή είναι κορίτσια και δεν θέλει να ζήσουν αυτό που έζησε εκείνη, οι κόρες της, οι εγγονές της.
Η Φόνισσα σπάει την αλυσίδα. Με θάνατο. Ακυρώνει τους επόμενους κρίκους για να μην υπάρξει συνέχεια.
Μετά οραματίστηκα την κόρη μου, τις κόρες σας.
Πολύ λίγες είδαν τις μανάδες τους να ξεφεύγουν, αλλά κάποιες μας είδαν να προσπαθούμε. Να μην συμβιβαζόμαστε, να μην συνδιαλλεγόμαστε με τα φαντάσματα και τις επιταγές που μας φόρτωσαν. Είδαν το κόστος, είδαν το ουρλιαχτό, είδαν τη στιγμή που πηδάς στο κενό και δεν υπολογίζεις τίποτε, αρκεί να ξεφύγεις, να μην μπορεί να σε χειραγωγεί και να σε κακοποιεί κανείς. Να πάψεις να ανέχεσαι, νε εξορθολογίζεις, να υποτάσσεσαι. Ό,τι κι αν έχει παραπέρα. Ελπίζω να έμαθαν από αυτό.
Τα είδαν και τα αγόρια μας όλα αυτά.
Ο Άλεξ έχει διαβάσει τη «Φόνισσα». Την έκαναν στο σχολείο. Κι όταν γύρισα χτες το βράδυ και το κουβεντιάσαμε, δεν στάθηκε καθόλου στα «πλάνα» και τη «γωνία της κάμερας», κινηματογραφικά ή λογοτεχνικά. Σκεφτόταν τα ίδια με μένα. Το συγκλονιστικό αυτόν αγώνα των γυναικών. Την αλυσίδα.
Δεν ξέρω πόσοι άντρες μπορούν να τα δουν όλα αυτά. Δεν είναι κι εύκολο. Βασικά δεν είναι βολικό. Πρέπει ν’ αλλάξεις τον κόσμο αν τα δεις και τα καταλάβεις. Πρέπει ν’ αλλάξεις τον εαυτό σου.
Κάθε μικρή νίκη είναι ένας θρίαμβος. Κάθε κρίκος που σπάει. Όσο κι αν σκέφτεστε οι περισσότεροι ότι οι καιροί άλλαξαν και όλα είναι οκ, κάθε μικρή νίκη συνεχίζει να είναι ένας θρίαμβος. Και θα συνεχίσει να είναι.
Κρίκο-κρίκο.
(Αναδημοσίευση από το Facebook)