Την ώρα που το 2023 φτάνει στο τέλος του, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση πανικού στην Ευρώπη. Από τον Φεβρουάριο του 2022 που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η ΕΕ έχει απορροφηθεί με τη διαδικασία ενσωμάτωσης της χώρας -που θεωρείται, ευρέως, αναγκαία γεωπολιτική κίνηση- και με την εσωτερική μεταρρύθμιση που απαιτείται για να καταστεί αυτή δυνατή. Αλλά το τρέχον έτος, καθώς η φιλόδοξη ουκρανική αντεπίθεση έχει βαλτώσει, οι εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών έχουν αυξηθεί.
Γράφει ο Hans Kundnani
Με τα μέλη της να διαφωνούν επί θεμάτων όπως η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος στη Γάζα, η ενότητα όσον αφορά την υποστήριξη της Ουκρανίας εμφανίζει επίσης σημάδια διάρρηξης. Χωρίς να διαφαίνεται το τέλος του πολέμου, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτωρ Όρμπαν, έχει εντείνει τις κινήσεις του για τον περιορισμό της υποστήριξης του μπλοκ προς την Ουκρανία. Η εκλογή του Ρόμπερτ Φίκο στη Σλοβακία τού έχει εξασφαλίσει έναν ακόμη σύμμαχο. Ένα ακόμη μεγαλύτερο σοκ προκάλεσε τον προηγούμενο μήνα η ανάδειξη του ακροδεξιού κόμματος του Χερτ Βίλντερς ως η μεγαλύτερη δύναμη στο ολλανδικό κοινοβούλιο. Είτε καταφέρει είτε όχι να σχηματίσει κυβέρνηση ο κ. Βίλντερς, η ισχυρή παρουσία του μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω αναταράξεις στην Ευρώπη, όσον αφορά την Ουκρανία και πολλά άλλα θέματα.
Οι ευρωπαϊκές ελίτ εύλογα ανησυχούν. Αλλά οι διαιρέσεις μέσα στο μπλοκ υποκρύπτουν μια ακόμη, πολύ πιο ανησυχητική εξέλιξη: την προσέγγιση κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς, ιδίως σε θέματα όπως η ταυτότητα, η μετανάστευση και το Ισλάμ. Εν όψει των ευρωεκλογών του επόμενου έτους, αυτή η σύγκλιση καθιστά πιο ορατό το ενδεχόμενο μιας περισσότερο ακροδεξιάς ΕΕ. Μέχρι πρότινος, κάτι τέτοιο φαινόταν αδιανόητο. Σήμερα, είναι σαφώς πιο πιθανό.
Την τελευταία δεκαετία, η ευρωπαϊκή πολιτική έχει εξελιχθεί σε μια δυαδική αντίθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και αντιφιλελευθερισμού. Κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015, για παράδειγμα, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο κ. Όρμπαν θεωρήθηκαν πολιτικοί αντίπαλοι – εκείνη ήταν το πρόσωπο του φιλελευθερισμού, κι εκείνος του αντιφιλελευθερισμού. Ωστόσο, τα κόμματά τους, οι κεντροδεξιοί Χριστιανοδημοκράτες και το ακροδεξιό Fidesz, συμμετείχαν στην ίδια ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Με άλλα λόγια, ήταν πολιτικοί σύμμαχοι. (Το Fidesz αποβλήθηκε από το ΕΛΚ το 2019 και τελικά αποχώρησε το 2021.)
Έκτοτε, η προσέγγιση κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς στην Ευρώπη έχει προχωρήσει περισσότερο. Το μάθημα που έλαβαν τα κεντροδεξιά κόμματα από την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού ήταν ότι έπρεπε να υιοθετήσουν κάτι από τη ρητορική και τις πολιτικές του. Την ίδια στιγμή, ορισμένα ακροδεξιά κόμματα έχουν γίνει πιο μετριοπαθή, αν και με επιλεκτικό τρόπο. Σε εθνικό επίπεδο, τα δύο “στρατόπεδα” έχουν συνεργαστεί ακόμη και σε κυβερνήσεις, τόσο επίσημα, όπως στην Αυστρία και τη Φινλανδία, όσο και ανεπίσημα, όπως στη Σουηδία.
Ωστόσο, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγκλισης είναι η αρμονική σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς και της Τζόρτζια Μελόνι, ηγέτιδας του μετα-φασιστικού κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, που εξελέγη πρωθυπουργός της Ιταλίας πέρυσι. Μόλις έδειξε ότι δεν σκοπεύει να διαταράξει την οικονομική πολιτική του μπλοκ και ότι θα υποστηρίξει την Ουκρανία, το ΕΛΚ συνεργάστηκε πρόθυμα μαζί της – μάλιστα, ο ηγέτης του, Μάνφρεντ Βέμπερ, προσπάθησε ακόμη και να συνάψει συμμαχία μαζί της. Η κεντροδεξιά, όπως αποδεικνύεται, δεν έχει πρόβλημα με την ακροδεξιά. Έχει πρόβλημα μόνο με αυτούς που αψηφούν τους θεσμούς και τις θέσεις της ΕΕ.
Οι δυο τους, στην πραγματικότητα, μπορούν να συμφωνήσουν σε πολλά θέματα – κάτι που είναι πιο ξεκάθαρο στη μεταναστευτική πολιτική. Σε αντίθεση με την προοδευτική εικόνα της, η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και ο Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκει να χτίσει ένα τείχος -στην περίπτωσή της στη Μεσόγειο- προκειμένου να εμποδίσει τους μετανάστες να φτάνουν στις ακτές της. Από το 2014, περισσότεροι από 28.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στη Μεσόγειο, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δήλωσε νωρίτερα φέτος ότι η πολιτική του μπλοκ θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τέσσερις λέξεις: “Αφήστε τους να πεθάνουν”.
Η διακριτή προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά τη μετανάστευση βασίζεται σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “μετεγκατάσταση της βίας”. Παρότι έχει υποδεχθεί εκατομμύρια Ουκρανούς πρόσφυγες, το μπλοκ έχει πληρώσει αυταρχικά καθεστώτα σε χώρες της Νότιας Αφρικής για να εμποδίσουν τους μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική να φτάσουν στην Ευρώπη, συχνά με βάναυσους τρόπους. Μέσω αυτής της γκροτέσκας μορφής εξωτερικής ανάθεσης, η Ένωση μπορεί να συνεχίσει να επιμένει ότι υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ζωτικής σημασίας χαρακτηριστικό για την εικόνα της. Σε αυτό το μέτωπο, η κεντροδεξιά και η ακροδεξιά ευθυγραμμίζονται απόλυτα. Τον Ιούλιο, η κ. Μελόνι μαζί με την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτελεστικού βραχίονα του μπλοκ, και τον Ολλανδό πρωθυπουργό υπέγραψαν μια ανάλογη συμφωνία με την Τυνησία.
Τα ασαφή όρια μεταξύ της κεντροδεξιάς και της ακροδεξιάς δεν είναι πάντα τόσο εύκολο να εντοπιστούν όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν μέρει αυτό οφείλεται στις “λεπτές” διεργασίες που λαμβάνουν χώρα εντός του περίπλοκου σύμπαντος του μπλοκ. Αλλά και στην απλοϊκή άποψη ότι οι ακροδεξιοί είναι εθνικιστές, που τους κάνει να φαίνονται ασύμβατοι με ένα μετα-εθνικό σχέδιο όπως είναι η ΕΕ. Ωστόσο, η ακροδεξιά σήμερα δεν υπερασπίζεται μόνο το εθνικό αίσθημα, αλλά και το ευρωπαϊκό. Εκφράζει το πολιτισμικό όραμα μιας Χριστιανικής Ευρώπης λευκών που απειλείται από ξένους, ιδίως από τους Μουσουλμάνους.
Αυτή η νοοτροπία βρίσκεται πίσω από την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής. Όμως, επηρεάζει επίσης την Ευρώπη και σε βαθύτερο επίπεδο: Η Ένωση θεωρεί όλο και περισσότερο πλέον ότι υπερασπίζεται τον απειλούμενο ευρωπαϊκό πολιτισμό, ιδιαίτερα μέσω της εξωτερικής πολιτικής της. Την τελευταία δεκαετία, καθώς το μπλοκ θεωρεί ότι περιβάλλεται από απειλές, κυρίως από τη Ρωσία, διεξάγονται ατέρμονες συζητήσεις περί “στρατηγικής αυτονομίας”, “ευρωπαϊκής κυριαρχίας” και “γεωπολιτικής της Ευρώπης”. Αλλά προσωπικότητες, όπως ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, έχουν αρχίσει επίσης να παρουσιάζουν τη διεθνή πολιτική ως μια σύγκρουση πολιτισμών, στην οποία η Ευρώπη, ισχυρή και ενωμένη, πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο κ. Μακρόν δεν απέχει πολύ από εκπροσώπους της ακροδεξιάς, όπως ο κ. Βίλντερς, που μιλούν για τον απειλούμενο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η εκλογική νίκη του στην Ολλανδία ενδεχομένως να αποτελεί προοίμιο, όπως φοβούνται πολλοί, μιας μεγάλης δεξιάς στροφής κατά τις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα εξασφάλιζε στην ακροδεξιά τη δύναμη να διαμορφώσει την επόμενη σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πολύ περισσότερο από ό,τι την τρέχουσα – τόσο άμεσα, με τη δυνατότητα τοποθέτησης εκπροσώπων της ακροδεξιάς σε θέσεις ευθύνης, όσο και έμμεσα, διαχέοντας τις απόψεις της στον κεντροδεξιό χώρο.
Οι υποστηρικτές του μπλοκ τείνουν να θεωρούν την ευρωπαϊκή ενότητα ως αυτοσκοπό – ή να υποθέτουν πως μια πιο ισχυρή ΕΕ, που επί μακρόν θεωρείται ως εκπολιτιστική δύναμη στη διεθνή πολιτική σκηνή, θα ωφελούσε αυτομάτως ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά, την ώρα που η Ένωση συσπειρώνεται γύρω από την υπεράσπιση του απειλούμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού και την απόρριψη της μετανάστευσης των μη λευκών, πρέπει να ξανασκεφτούμε αν πρόκειται όντως για μια “δύναμη υπέρ του καλού”.
* Ο Hans Kundnani είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Eurowhiteness: Culture, Empire and Race in the European Project”.
Πηγή: The New York Times