Η ΕΕ στη σκιά της ενεργειακής και κλιματικής απειλής και μετά από τρεις δεκαετίες πολιτικών που επικέντρωναν στην διασφάλιση χαμηλών τιμών των προϊόντων αλλά όχι στο που παράγονται αυτά τα προϊόντα και με αποτέλεσμα την αποβιομηχάνιση της οικονομίας της, επιχειρώντας να ανταποκριθεί στον διεθνή επενδυτικό και γεωπολιτικό ανταγωνισμό που επιτείνεται από την αναγκαιότητα της πράσινης μετάβασης, αναπτύσσει πρωτοβουλίες στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται η οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής.
Στο πλαίσιο αυτό, και σε συνέχεια αντίστοιχων πρωτοβουλιών των ισχυρότερων διεθνών οικονομικών δρώντων (π.χ. Inflation Reduction Act των ΗΠΑ, Made in China 2025 της Κίνας, Ιαπωνία, Κορέα κ.ά.) παρουσιάστηκαν και υιοθετήθηκαν προσφάτως στρατηγικές και νομοθετήματα που εξυπηρετούν έναν διττό σκοπό: Αφενός την επίτευξη της πράσινης μετάβασης αφετέρου την στρατηγική αυτονομία της Ένωσης.
Ειδικότερα, η σταδιακή διαμόρφωση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής έχει ως αφετηρία ένα σχέδιο-ομπρέλα, το λεγόμενο «Βιομηχανικό Σχέδιο της Πράσινης Συμφωνίας». Πρόκειται για ένα σύνθετο σχέδιο που εδράζεται σε τέσσερις πυλώνες: α) απλοποίηση και προβλεψιμότητα του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού περιβάλλοντος, β) ταχύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, γ) βελτίωση δεξιοτήτων, δ) προσαρμογή της εμπορικής πολιτικής της ΕΕ ώστε στις συνθήκες ελεύθερου εμπορίου που συνάπτει η ΕΕ με τρίτα κράτη να περιλαμβάνονται πράσινοι στόχοι.
Ως εξειδίκευση του Σχεδίου, υιοθετήθηκε ο Κανονισμός για τη Βιομηχανία μηδενικών καθαρών εκπομπών που στοχεύει στην διαμόρφωση ενός βελτιωμένου επενδυτικού περιβάλλοντος για την κλιμάκωση της παραγωγής καθαρών τεχνολογιών και την ανθεκτικότητα του ενεργειακού συστήματος. Στον πυρήνα του προβλέπει ότι «η ενωσιακή ικανότητα παραγωγής καθαρών τεχνολογιών πρέπει να καλύπτει το 40% των ετήσιων αναγκών της ΕΕ», στόχος ιδιαιτέρως περίπλοκος αν αναλογιστούμε ότι η Ευρώπη είναι εισαγωγέας καθαρών τεχνολογιών (με την Κίνα να αντιπροσωπεύει το 60% της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας καθαρών τεχνολογιών.
Ο Κανονισμός για Κρίσιμες Πρώτες Ύλες αποσκοπεί στην απρόσκοπτη και βιώσιμη τροφοδοσία της ΕΕ με πρώτες ύλες, στον μετριασμό των κινδύνων του εφοδιασμού μέσα από τη διαφοροποίηση των προμηθευτών και στη μείωση της εξάρτησης από τρίτες χώρες. Προβλέπει, ειδικότερα, ότι ως το 2030 ότιη ετήσια κατανάλωση στρατηγικών πρώτων υλών πρέπει να προέρχεται κατά 10% από εξόρυξη εντός ΕΕ, κατά 25% από ανακύκλωση και κατά 40% από επεξεργασία πρώτων υλών, αλλά και να μην εξαρτάται η ΕΕ από τρίτη χώρα σε ποσοστό άνω του 65% όσον αφορά τις εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών. Ταυτόχρονα, συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Υδρογόνου προκειμένου να δώσει ώθηση στην παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου εντός της ΕΕ, η οποία θα λειτουργεί μέσω δημοπρασιών.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Πλατφόρμας Κρίσιμων Τεχνολογιών, σκοπός της οποίας είναι η ανάπτυξη και κατασκευή ψηφιακών και πράσινων τεχνολογιών και η ενδυνάμωση της αλυσίδας αξίας τους εντός της ΕΕ ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τρίτες χώρες. Η συμβολή της νέας πλατφόρμας κρίνεται κρίσιμη καθώς εκτιμάται ότι μπορεί να κινητοποιήσει επενδύσεις συνολικής αξίας 160 δισ. ευρώ. Τέλος, η πλέον πρόσφατη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία είναι η υιοθέτηση ενός νέου Σχεδίου Δράσης για Αιολική Ενέργεια που στοχεύει στη ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αιολικής ενέργειας προκειμένου να αποφευχθεί η επιβράδυνση της επέκτασης των ΑΠΕ και η αύξηση των εισαγωγών.
Βάσει των ανωτέρω κρίσιμα ερωτήματα και πολιτικά επίδικα προκύπτουν: Είναι οι νέες πρωτοβουλίες επαρκείς για τον πράσινο μετασχηματισμό της Βιομηχανίας; θα ανταπεξέλθει η ΕΕ στον διεθνή ανταγωνισμό όσον αφορά την οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής πράσινης βιομηχανικής πολιτικής, ικανής να αποτρέψει την μετεγκατάσταση των ευρωπαϊκών βιομηχανικών μονάδων σε τρίτες χώρες; Θα ανταπεξέλθει στις ανάγκες της πράσινης μετάβασης με δεδομένο το «επενδυτικό κενό» που παρατηρείται, καθώς και το περιορισμένο μέγεθος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό μάλιστα με την συσταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική με κίνδυνο την αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ Κρατών-Μελών της ΕΕ; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας στο νέο ευρωπαϊκό, υπό διαμόρφωση, βιομηχανικό οικοσύστημα και πώς θα γίνει αποτελεσματική ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών στο ελληνικό παραγωγικό σύστημα;
* Παναγιώτης Κορκολής, Υπεύθυνος Ανάπτυξης Ινστιτούτου ΕΝΑ, πρ. Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων & ΕΣΠΑ & Αντιγόνη Βουλγαράκη, Επιστημονική Συνεργάτιδα Ινστιτούτου ΕΝΑ, ΜSc Eυρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική – Το άρθρο αποτελεί σύνοψη εισήγησης στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Οικονομικές προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα & την Ευρώπη»