Αποκαλυπτική ήταν η κατάθεση του τέως Υπουργού Μεταφορών – Υποδομών κ. Δ. Ρέππα, ο οποίος ισχυρίστηκε, κατά την σημερινή του κατάθεση ενώπιον των μελών της εξεταστικής επιτροπής, ότι υπήρχαν πολλοί λόγοι και αιτίες που οδήγησαν στο πολύνεκρο δυστύχημα, όπως η μη λειτουργία της τηλεδιοίκησης από τον Ιούλιο του 2019 και εφεξής, εξαιτίας πυρκαγιάς που είχε εκδηλωθεί».
Τα παραπάνω αναφέρει κοινή δήλωση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ – Μελών της Εξεταστικής Επιτροπής «για τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών», όπως υποστηρίζουν.
«Παρά το γεγονός, ότι η ευθύνη αποκατάστασης της τηλεδιοίκησης στη Λάρισα ανήκε αποκλειστικά στην Κυβέρνηση, και η αποκατάσταση απαιτούσε μια ελάχιστη δαπάνη, εντούτοις ουδέποτε η Κυβέρνηση Μητσοτάκη αποκατέστησε το σύστημα τηλεδιοίκησης, το οποίο παρέμεινε μέχρι και το δυστύχημα εκτός λειτουργίας. Πρόσθεσε ο κ. Ρέππας, ότι, αν λειτουργούσε, θα είχε αποτρέψει το δυστύχημα. Καταρρέει για άλλη μία φορά το αφήγημα της ΝΔ ότι πρόκειται μόνο για ανθρώπινο λάθος ενός σταθμάρχη, ο οποίος – σύμφωνα με τον κ. Ρέππα – δεν προσελήφθη με αξιοκρατικά κριτήρια», προσθέτουν.
«Ως ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ θεωρούμε δεδομένες τις κυβερνητικές ευθύνες για το πολύνεκρο δυστύχημα, που έχουν το ονοματεπώνυμο Κώστας Αχ. Καραμανλής, ο οποίος πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων – όπως κατέθεσε και ο κ. Ρέππας – το εμπιστευτικό έγγραφο της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, που κοινοποιήθηκε στο Υπ. Μεταφορών στις 4/10/2021».
«Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για τις πολιτικές ευθύνες που βαραίνουν τον ίδιο, κατά την περίοδο 2009-2011, όταν ήταν υπουργός Μεταφορών και Υποδομών, εμφανίστηκε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που διερευνά τα αίτια του δυστυχήματος των Τεμπών, ο Δημήτρης Ρέππας», αναφέρουν κύκλοι της πλειοψηφίας των μελών της επιτροπής.
Ο κ. Ρέππας κατέθεσε ως μάρτυς στην Επιτροπή και διατύπωσε την άποψη ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί δυστύχημα.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, της πλειοψηφίας των μελών της επιτροπής, «ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, με ευκολία κατηγόρησε την παρούσα κυβέρνηση για καθυστέρηση στην αποκατάσταση του κέντρου τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, “ξέχασε” όμως ότι ο ίδιος ως πολιτικός προϊστάμενος του ΟΣΕ δεν προχώρησε κανένα έργο για την προώθηση του συστήματος αυτού, ούτε “θυμήθηκε” ότι η παρούσα κυβέρνηση ολοκλήρωσε τη σύμβαση 717, η υλοποίηση της οποίας εκκρεμούσε σχεδόν για μια δεκαετία».
Οι κύκλοι της πλειοψηφίας λένε ακόμη, ότι «με προκλητικό τρόπο, ο κ. Ρέππας υπερασπίστηκε με πάθος τη θητεία του και την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, αφήνοντας ωστόσο αναπάντητο το ερώτημα γιατί δεν έκανε τίποτα ώστε να προωθήσει τα έργα ύψους 200 εκατ. ευρώ της περιόδου 1985-2000, τα οποία δεν παραδόθηκαν, υποστηρίζοντας πως σε εκείνη την περίπτωση οι επεκτάσεις συμβάσεων ήταν δικαιολογημένες». Επίσης, ότι «παρά τη στάση άμυνας και επίθεσης του κ. Ρέππα, αποτελεί έμμεση ομολογία και παραδοχή των παραλείψεων η αναφορά του στη σύμβαση 112/2006 GSMR 2, που δεν ολοκληρώθηκε, καθώς ακυρώθηκε από τον τότε υπουργό λόγω της υπόθεσης Siemens, όπως και για τη σύμβαση 10004/2007/που έμεινε στον αέρα καθώς δεν υπήρχε η υποδομή».
Όπως αναφέρουν οι κύκλοι της πλειοψηφίας, «ο αρχιτέκτονας την εξαθλίωσης του ΟΣΕ που μείωσε κατά 50% την περίοδο 2010-11 το προσωπικό σιδηροδρόμου, τα βρήκε όλα καλώς καμωμένα, πάρα το γεγονός πως από 5.151 εργαζόμενους, ο Οργανισμός βρέθηκε με μόλις 2.350».
Σημειώνουν μάλιστα, ότι «η μείωση του προσωπικού έφερε αλυσιδωτά προβλήματα, μεταξύ των οποίων η εγκατάλειψη συντήρησης των ακριβά αγορασμένων συστημάτων ασφαλείας. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις έληξε η θητεία του κ. Ρέππα, άρχισε η διαδικασία δημοπράτησης για την ανάταξη και αναβάθμιση των συγκεκριμένων συστημάτων, δηλαδή το αντικείμενο της 717, κάτι που θα ήταν περιττό εφόσον η συντήρηση γινόταν κανονικά», αναφέρουν οι κύκλοι των μελών της πλειοψηφίας της εξεταστικής επιτροπής «για τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών».
«Παρόλα αυτά», προσθέτουν, «ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, βρήκε “λογική” τη μείωση του προσωπικού εκείνη την περίοδο, υποστηρίζοντας πως το σύνολο των εργαζομένων ήταν 5.151 και μετατάχθηκαν 2.800, ενώ υποστήριξε ότι το προσωπικό ασφαλείας ήταν ελαφρώς μειωμένο λόγω περικοπής τμήματος του δικτύου και αναστολής λειτουργίας. Ούτε λόγος, βέβαια, για το γεγονός ότι η αναστολή λειτουργίας γραμμών στην Πελοπόννησο αντιστοιχεί σε μόλις 20% του δικτύου, ενώ η μείωση προσωπικού επί των ημερών του άγγιξε το 50%. Αυτή η αναντιστοιχία, δικαίως εγείρει ζητήματα ασφαλείας, που όμως δεν φάνηκε να συγκινούν τον πρώην υπουργό, ο οποίος επέλεξε σε όλη τη διάρκεια της μαραθώνιας κατάθεσής του να αποτινάξει κάθε σκιά ευθύνης από πάνω του».
«Είναι ενδεικτικό», συμπληρώνουν οι κύκλοι της πλειοψηφίας, ότι «σχετικά με την απουσία κάθε αναφοράς στην ασφάλεια των σιδηροδρόμων στη σύμβαση 3891/2010, η μόνη απάντησή του ήταν πως η πρόνοια για την ασφάλεια είναι… αυτονόητη. Μίλησε με μισόλογα, αποκάλυψε πως επί ΣΥΡΙΖΑ καταργήθηκε ο προϊστάμενος ασφαλείας στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ και προέταξε τον ανθρώπινο παράγοντα ως υπεύθυνο για τα ατυχήματα προκαλώντας μια ακόμη αντίφαση».
Εν συνεχεία, αναφέρουν ότι «από την κατάθεσή του κ. Ρέππα, «προέκυψε πάντως το γεγονός ότι η κυβέρνηση που υπηρέτησε δεν είχε ως προτεραιότητα τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρόμου, που αφέθηκε στη μοίρα του: ένα κορμό έχουμε -εστιάζουμε αλλού- προτεραιότητα έχει δοθεί στο οδικό δίκτυο και την ανάπτυξη των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών συνδέσεων λόγω του ανάγλυφου της χώρας».
«Ως προς το σκέλος των καταγγελιών συνδικαλιστών, υπογράμμισε πως είναι σύνηθες φαινόμενο, χωρίς πάντοτε όμως να προκύπτουν ατυχήματα, εξηγώντας ότι μπορεί πίσω από αυτές τις επιστολές να κρύβεται η εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων» λένε οι κύκλοι της πλειοψηφίας των μελών της εξεταστικής επιτροπής.
Η κατάθεση του Δημήτρη Ρέππα
Τη γνώμη ότι ήταν θέμα χρόνου να γίνει ένα δυστύχημα, διότι δεν υπήρχε τηλεδιοίκηση, δεν υπήρχε επαρκές προσωπικό, (και) ο μοιραίος σταθμάρχης ήταν ακατάλληλος, διατύπωσε ο πρώην υπουργός Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων (2009-2011) Δημήτρης Ρέππας, τοποθετούμενος ως μάρτυρας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για «τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών».
«Εάν είχε ολοκληρωθεί η εκτέλεση της σύμβασης “717” θα είχαμε τηλεδιοίκηση, σηματοδότηση και τηλεδιοίκηση, θα είχε αποφευχθεί το δυστύχημα» είπε ο κ. Ρέππας, σημειώνοντας ότι με την εφαρμογή τού συστήματος ECTS (European Traffic Control System), τα τρένα αυτομάτως μειώνουν ταχύτητα, θέλει δεν θέλει ο μηχανοδηγός, ή και ακινητοποιούνται, εφόσον στην ίδια γραμμή κινούνται, και μάλιστα σε διαφορετική κατεύθυνση, περισσότερα του ενός τρένα. Αυτό το σύστημα δεν υπήρχε, δεν είχε ολοκληρωθεί», είπε ο κ. Ρέππας.
Ο πρώην υπουργός κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ είπε επίσης ότι «δεν υπήρχε το κατάλληλο-επαρκές προσωπικό». Όπως ανέφερε, με τον νόμο 3891 «είχαμε προβλέψει» στο προσωπικό των υπηρεσιών κυκλοφορίας 860 υπαλλήλους-στελέχη (κλειδούχους, σταθμάρχες κ.ά.), όσους περίπου προέβλεψε και το υπουργείο Μεταφορών το 2022, δηλαδή 828. «Με τη διαφορά ότι οι θέσεις αυτές ήταν κενές ενώ επί των ημερών μας ήταν πλήρεις» παρατήρησε ο κ. Ρέππας.
Ως τρίτο στοιχείο, που ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο, ήταν ότι δεν υπήρχαν βοηθητικά συστήματα ασφαλείας-δικλείδες, συνέχισε ο κ. Ρέππας. «Κατά την κυβερνητική μας θητεία, (α) σε κάθε μεγάλο σταθμό, όπως αυτός της Λάρισας, υπήρχαν δύο σταθμάρχες και ένας επιθεωρητής και αυτό δεν υπήρχε πλέον στην περίπτωση του δυστυχήματος, (β) σε κάθε αμαξοστοιχία υπήρχε ο προϊστάμενος αμαξοστοιχίας που είχε την ευθύνη της επικοινωνίας με τα άλλα συνεργαζόμενα μέρη, που ούτε αυτό υπήρχε και (γ) ότι σταμάτησε να λειτουργεί το Κέντρο Παρακολούθησης Κυκλοφορίας που εδρεύει στην οδό Καρόλου».
Όσο για τον σταθμάρχη της Λάρισας είπε ότι αυτός «γύρισε 59 ετών, μετά από υπερδεκαετή αποστασιοποίηση του από τον ΟΣΕ, τον Ιούλιο του 2022, ολοκλήρωσε την εκπαίδευση τον Μάιο του 2023, και ανέλαβε καθήκοντα αμέσως, και μετά από ενάμιση-δύο μήνες έγινε το τραγικό δυστύχημα».
Ο κ. Ρέππας ερωτήθηκε από τον βουλευτή της ΝΔ Λάζαρο Τσαβδαρίδη για τη μεγάλη μείωση του προσωπικού του ΟΣΕ κατά τη θητεία του ως αρμόδιος υπουργός. Λέτε ότι με το νόμο σας, ο ΟΣΕ στερήθηκε το 50% σχεδόν του δυναμικού του. […] Αυτό δεν δημιούργησε πρόβλημα στην ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρόμου; ρώτησε ο κ. Τσαβδαρίδης που αναρωτήθηκε επίσης γιατί δεν υπήρξε πρόβλεψη για την αντικατάσταση όσων θα συνταξιοδοτούντο το επόμενο διάστημα.
Απαντώντας, ο κ. Ρέππας είπε ότι από τις υπηρεσίες κυκλοφορίας και ασφάλειας δεν μετατάχθηκε κανείς.
Σε ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Βασίλη Κόκκαλη τι θα έκανε ο ίδιος για καταγγελίες που αφορούσαν θέματα ασφάλειας, ο κ. Ρέππας είπε ότι «εμείς αυτό που κάναμε είναι να μην αγνοήσουμε, να μην πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων, οποιοδήποτε κείμενο ερχόταν σε μας». «Δεν θα κάναμε αυτό που έγινε πολύ αργότερα, όταν ο αρμόδιος υπουργός δήλωσε ότι αγνοεί ένα χαρτί, που πήγε από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, και μάλιστα στο εμπιστευτικό του πρωτόκολλο το 2021. Τα μελετήσαμε όλα. Οι επικεφαλής των οργανισμών ασχολήθηκαν και έδωσαν τις απαντήσεις που μπορούσαν να δώσουν, ενώ τις αναφορές των εργαζομένων πάντα τις συζητήσαμε και παίρναμε υπόψη μας», είπε ο κ. Ρέππας.
Όσο για την ερώτηση του κ. Κόκκαλη, για το ποιος είχε την ευθύνη της αποκατάστασης της τηλεδιοίκησης μετά την πυρκαγιά του 2019, ο κ. Ρέππας είπε, ότι την είχε ο οργανισμός και η κυβέρνηση.