Οι διθύραμβοι που ακούστηκαν πρόσφατα, από τον διεθνή οικονομικό τύπο, για το ελληνικό οικονομικό “θαύμα” και για την Ελλάδα ως οικονομική “πρωταθλήτρια” χώρα του 2023, είναι παντελώς άστοχοι και μόνο επικίνδυνη σύγχυση μπορούν να δημιουργήσουν στο πνεύμα των Ελλήνων πολιτών.
Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου
Σε αντίθεση με τους διθυράμβους αυτούς η πικρή αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει, προς το παρόν τουλάχιστον, κανένα ελληνικό οικονομικό “θαύμα” και πως στην πραγματικότητα οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία και για την χώρα παραμένουν δυσοίωνες.
Ένα μεγάλο μέρος της παρανόησης προκύπτει από το γεγονός πως, παρά την τραγική χρεοκοπία της προηγούμενης δεκαετίας, πολύ λίγοι έχουν καταλάβει πως “συμπεριφέρεται” η ελληνική οικονομία ως μέλος μίας πολύ ευρύτερης από την ίδια νομισματικής ένωσης. Το γεγονός είναι πως πέρα από ένα μικρό ποσοστό ανάπτυξης που οφείλεται στην αυτόνομη αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, (και καθρεφτίστηκε στην αύξηση των εξαγωγών), το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της μεγέθυνσης των τριών τελευταίων ετών δεν είναι παρά απ’ ευθείας μεταγραφή του αυξημένου δημοσιονομικού ελλείμματος (του μεγαλύτερου στην ευρωζώνη στην περίοδο της πανδημίας, μαζί με εκείνα της Γαλλίας και της Ισπανίας), σε τεχνητά διογκωμένο ΑΕΠ συν την αύξηση των εισπράξεων ταξιδιωτικού συναλλάγματος συν την ανάκτηση του ΑΕΠ που χάθηκε από την αδράνεια των εγκλεισμών της πανδημίας. Και το δημόσιο χρέος παραμένει ένας μεγάλος κίνδυνος.
(Όσο για την επιλογή του καλού περιοδικού Economist να αναγορεύσει την ελληνική οικονομία σε παγκόσμια “πρωταθλήτρια” κυρίως λόγω της ανόδου του χρηματιστηρίου της, αφού προφανώς θεωρεί τον ΟΠΑΠ κάτι αντίστοιχο της Alphabet, ενώ ξεχνά πως η κεφαλαιοποίησή του είναι λιγότερο από το ½ του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου είναι 200%, μόνο χαριτωμένα σχόλια μπορεί να κάνει κανείς. Και να θυμηθεί την επίσκεψη του τότε προέδρου των ΗΠΑ Clinton στην Αθήνα, το 1999, όπου, μεταξύ άλλων, στον λόγο του, είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας που εκφραζόταν κυρίως μέσα από την δυναμική ανάπτυξη του ελληνικού χρηματιστηρίου!).
Το δημόσιο χρέος παραμένει ένας κίνδυνος
Όλοι βέβαια γνωρίζουν πως το δημόσιο χρέος, τόσο το φανερό όσο και το κρυφό, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σε απόλυτους αριθμούς. Πλην όμως αυτό δε φαίνεται να ανησυχεί κανέναν. Από όλες τις έγκυρες πηγές ακούμε ότι δεν είναι σοβαρό πρόβλημα πως το χρέος, σαν απόλυτο μέγεθος, αυξάνεται σταθερά διότι εκείνο που έχει πραγματική σημασία είναι το γεγονός ότι το ονομαστικό ΑΕΠ, και λόγω του πληθωρισμού και λόγω της ανάπτυξης, αυξάνεται ταχύτερα με αποτέλεσμα το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειώνεται. Αυτό, εκ πρώτης όψεως και γενικά, είναι μία πολύ καλή σκέψη, αλλά όχι απαραίτητα σε μία χώρα σαν την Ελλάδα.
Όσοι το ισχυρίζονται, παρά τις καλές τους προθέσεις, φαίνεται πως έχουν ασθενή μνήμη και θα πρέπει να τους απευθύνει κάποιος το ερώτημα εάν θυμούνται να έχει ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην πρόσφατη ιστορία της χώρας και ιδιαίτερα μετά την είσοδο στην ευρωζώνη. Θα πρέπει, δηλαδή, να ερωτηθούν μήπως και στην περίοδο πριν από το 2010, πάλι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα αφού μπορεί μεν το χρέος να αυξανόταν και τότε ως απόλυτο μέγεθος πλην όμως, και τότε, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ ήταν ταχύτερη. Έτσι ώστε οι κ.κ. Αλογοσκούφης και Παπαθανασίου να μπορούν με άνεση, και αξιοπρέπεια, να δανείζονται στις διεθνείς αγορές όσα επιθυμούσαν.
Αν, τότε λοιπόν, συνέβαινε κάτι τέτοιο, (που, δυστυχώς, συνέβαινε), σήμερα μάλλον, αντί να είμαστε τόσο ευτυχείς για την μείωση του ποσοστού το χρέους ως προς το ΑΕΠ θα έπρεπε να ανησυχούμε μήπως ζούμε στο νέο 2005 βαδίζοντας προς το νέο 2010. Διότι σε μία περίπτωση κρίσης που δεν είναι καθόλου απίθανη υπό τις σημερινές συνθήκες ανισορροπίας των θεμελιωδών παραμέτρων της παγκόσμιας, (καθώς και της ελληνικής), οικονομίας, αν οι επενδυτές αποκτήσουν και πάλι το αίσθημα της αποστροφής του κινδύνου για δανεισμό σε υπερχρεωμένες χώρες τότε η εθνική οικονομία θα μπορούσε να βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο όσον αφορά την δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους της. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να λέει ότι μία χώρα που το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από το 200% στο 170% ή στο 150% δεν μπορεί να χρεοκοπήσει εάν οι συνθήκες που την αφορούν καταστούν δυσμενείς.
Βέβαια εδώ και πάλι κάποιοι θα απαντήσουν ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβάται επί του παρόντος διότι αφ’ ενός μεν έχει το μακρύτερης ωρίμανσης χρέος στην ευρωζώνη, αφ’ ετέρου δε το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους της (70%) δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά αλλά διακρατείται από τους θεσμικούς εταίρους, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κίνδυνος να βρεθεί ξανά η χώρα στην κατάσταση που βρέθηκε το 2010.
Μόνο που αυτό δεν είναι παρηγοριά, και αν αποτελεί την μόνη απάντηση που έχουμε σε ένα υπαρκτό πρόβλημα επιδείνωσης των μεγεθών της οικονομίας μας όπως είναι η διόγκωση του χρέους ως απόλυτου μεγέθους τότε τα πράγματα δεν είναι καλά. Διότι η χώρα έχει ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες περίπου 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, και αυτές πρέπει να τις εξυπηρετεί από την αγορά. Σε ένα ενδεχόμενο “ατύχημα”, ακόμη και αν μας διατηρήσουν στην ζωή οι θεσμικοί εταίροι μας, αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας. (με πρώτη επίπτωση, για παράδειγμα, το κόστος χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας και, παρεπόμενα, τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας).
Το κυριότερο, όμως, είναι πως κάτι τέτοιο μπορεί να μην συμβεί μετά από 2 μήνες. Αν σήμερα ζούμε στο νέο 2005 και δεν το έχουμε κατανοήσει, αυτό μπορεί να συμβεί στο νέο 2010, μετά από 3 ή 5 χρόνια, που οι ετήσιες χρηματοδοτικές μας ανάγκες θα είναι πάνω από 20 δισεκατομμύρια ευρώ. Τότε, λοιπόν, μπορεί και πάλι να πέσουμε από τα σύννεφα και να αναρωτιόμαστε ξανά πώς γίνεται αυτό το πράγμα ενώ το καράβι έπλεε με αίθριο καιρό ξαφνικά να βυθιστεί στα ανοιχτά κάποιας κατηραμένης νήσου.
Εάν το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ ήταν 60 ή 70%, τότε πραγματικά θα είχε μικρή σημασία ότι το απόλυτο μέγεθός του θα αυξανόταν, την στιγμή που η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα ήταν ταχύτερη. Όμως στην Ελλάδα του στρατοσφαιρικού σε απόλυτους αριθμούς χρέους, η περαιτέρω αύξησή του κυοφορεί μεγάλους κινδύνους, μεσοπρόθεσμα, και πρέπει να σταματήσει. Και εκείνο, βέβαια, που μπορεί να μας γλυτώσει από έναν τέτοιον κίνδυνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεταμνημονιακή μας υποχρέωση για αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα.
Βραχυχρονίως η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να είναι εικονική
Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ δυνατότητα δημιουργίας πραγματικού εισοδήματος 242 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αυτό μετρήθηκε στατιστικά το 2008. Το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλοί σε υπεύθυνες θέσεις για την οικονομική πολιτική ή για την διαμόρφωση των αντιλήψεων του κοινού, οι οποίοι συνεχίζουν να αναφέρονται στα 242 δισεκατομμύρια ευρώ ως ΑΕΠ του 2008 και να τα συγκρίνουν με κάποιες άλλες χρονικές στιγμές είναι απλά τραγικό. Αυτό, πάνω από όλα δείχνει πως δεν έχουν καταλάβει τίποτα για το τί συνέβη στην Ελλάδα στην δεκαετία της κρίσης άλλα και στη δεκαετία που προετοίμασε την κρίση. Πράγμα που σημαίνει πως ίσως δεν καταλαβαίνουν και τι γίνεται σήμερα καθώς και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον.
Αυτή η άγνοια της πραγματικότητας συσχετίζεται άμεσα και με το γεγονός ότι μπορεί ξαφνικά το ίδιο ονομαστικό χρέος από 150% του ΑΕΠ να ξαναγίνει 170%, και όλοι να πέσουν από τα σύννεφα, ή και με το ότι, εξ ίσου ξαφνικά, μία οικονομία που είναι η “ταχύτερα αναπτυσσόμενη στην ευρωζώνη” μπορεί να βρεθεί σε στασιμότητα ή και σε συρρίκνωση και να μην ξέρουμε ποιόν να κατηγορήσουμε γι’ αυτό. Ο λόγος είναι πως το μετρούμενο ΑΕΠ μίας “μικρής ανοικτής οικονομίας” της ευρωζώνης που ακολουθεί ιδιαίτερα επεκτατικές οικονομικές πολιτικές, (με “τόνωση της ζήτησης”), συνήθως εμφανίζεται διογκωμένο στατιστικά, σε σχέση με το πραγματικό του μέγεθος.
Ας κάνουν όσοι αμφιβάλλουν γι αυτό μία πνευματική άσκηση για το πως θα είχε κινηθεί η οικονομία της χώρας τα έτη 2021 και 2022, όπου σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ υπήρξε αντίστοιχα αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,4 % και 5,9%, υποθέτοντας όμως πως η Ελλάδα αντί να είναι χώρα-μέλος της ευρωζώνης, είχε ένα δικό της εθνικό νόμισμα, (ας πούμε το τάλαντο), και αυτό ήταν ένα νόμισμα ελεύθερα κυμαινόμενο. Με 6,8% και 9,7% έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το 2021 και 2022 αντίστοιχα, (αλλά και με σχεδόν 10% πληθωρισμό για το 2022), θα ήταν άραγε η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, υπολογιζόμενη σε ευρώ ή δολλάρια, ίδια με αυτήν που “μετρήθηκε” στην Ελλάδα-μέλος της ΟΝΕ; Φυσικά δεν θα ήταν διότι με τέτοια τρομερά ελλείμματα το εθνικό νόμισμα θα είχε υποτιμηθεί εξαιρετικά πολύ- κάτι λιγότερο από όσο υποτιμάται τα τελευταία χρόνια η λίρα της Τουρκίας, ίσως, αλλά πολύ. Αποτέλεσμα αυτού θα ήταν πώς σε διεθνείς μονάδες, σε ευρώ ή σε δολάρια, το ΑΕΠ θα ήταν χαμηλότερο από ότι εμφανίζεται σήμερα. Και, συνεπώς, γεννάται το ερώτημα: ποιά από τις δύο περιπτώσεις θα ήταν πιό κοντά στην πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας; Η «ανάπτυξη» που είχαμε με το ευρώ ή η σχετική στασιμότητα που θα είχαμε με το εθνικό, και κυμαινόμενο, νόμισμά μας;
Όταν το ΑΕΠ διογκώνεται εικονικά μέσω υπερκατανάλωσης, τότε στην συνέχεια “διορθώνεται” πραγματικά.
Πριν από το 2010, λόγω του υπερδανεισμού και της υπερκατανάλωσης, το ΑΕΠ διογκωνόταν τεχνητά μέσα από την δημιουργία αυξημένων τιμών σε ορισμένα αγαθά κυρίως στα ακίνητα και στις υπηρεσίες αλλά και στις δαπάνες και στις υποχρεώσεις του Δημοσίου. Μόνο που οι τιμές αυτές δεν είχαν καμία σχέση με τον πραγματικό πλούτο που μπορούσε να παραχθεί στην χώρα. Το διεθνές αντίκρυσμα του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού, (του τομέως των “διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών) δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να υποστηρίξει σταθερά και διαχρονικά ένα τέτοιο επίπεδο, εσωτερικών τιμών, στους τομείς που παίρνουν την αξία τους από την εσωτερική ζήτηση και μόνο (οι τομείς των “διεθνώς μη εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών).
Όλη η σταδιακή αύξηση του ΑΕΠ έως τα 242 δισεκατομμύρια ευρώ, στην κορύφωση της πορείας, ήταν αποτέλεσμα της κατανάλωσης που δημιουργούσε ο παροξυστικός εξωτερικός υπερδανεισμός, και έχουμε υπολογίσει πως εάν η Ελλάδα το 2008 είχε την μέση καταναλωτική ροπή των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης, τότε το συνολικό ΑΕΠ της, για να μπορεί να υποστηρίξει αυτό το επίπεδο κατανάλωσης θα έπρεπε να είναι περίπου 320 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι η άμεση κατανάλωση όλων σχεδόν των δανεικών που δημιουργούσε τις εκτός ισορροπίας διογκώσεις των τομέων που δεν είχαν διεθνή ανταγωνισμό και, συνεπώς, την λογιστική οφθαλμαπάτη του ΑΕΠ των 242 δισεκατομμυρίων (βλ. Ανατέμνοντας την Κρίση, 2015, Εκδόσεις Παπαζήση).
Το ότι κάτι αντίστοιχο, δηλαδή “εκτός ισορροπίας” αύξηση του ΑΕΠ μπορεί, εν μέρει, να παρατηρείται και σήμερα το αντιλαμβάνεται καλύτερα κάποιος αν σκεφτεί το εξής: εάν είχαμε στην οικονομία του ταλάντου έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το έτος 2022 που θα έφτανε περίπου το 10% του ΑΕΠ, (όπως συνέβη στην πραγματική ελληνική οικονομία του ευρώ), το οποίο, σε μεγάλο βαθμό θα το είχαμε χρηματοδοτήσει με το αντίστοιχο πρωτογενές έλλειμμα του 4,5%, του 2021, και δεδομένου πως θα ήταν σαφές πως τα συγκεκριμένα ελλείμματα θα επέφεραν μείωση του καθαρού πλούτου της χώρας, (national net wealth), η πρώτη άμεση επίπτωση θα ήταν η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, (κυρίως έναντι του ευρώ και του δολλαρίου).
Επειδή όμως η ελληνική οικονομία είναι μέλος της ευρωζώνης, και το ευρώ, είναι το σταθερό και αμετάλλαχτο μέτρο των εθνικών μας λογαριασμών, εκείνο που συνέβη, λογιστικά, (παρά την πραγματική μείωση του national net wealth εξ αιτίας του θηριώδους ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είναι το εξής: ναι μεν οι εισαγωγές λογιστικά αφαιρούνται από το ΑΕΠ αλλά, όταν εισάγονται στο κύκλωμα της ελληνικής οικονομίας για να αναλωθούν δημιουργούν αυξημένη προστιθέμενη αξία στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο και -καταληκτικά- αύξηση του ΑΕΠ! Για να διατηρείς, όμως, αυτήν την συνολική προστιθέμενη αξία στους συγκεκριμένους κλάδους σταθερή, αν όχι και αυξανόμενη, θα πρέπει να έχεις κάθε χρόνο κατανάλωση 10% τουλάχιστον περισσότερο από τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Μέσω του ανάλογου δανεισμού. Και αυτό απλά δεν μπορεί να γίνει!
Εκεί εντοπίζεται το βασικό πρόβλημα από την συμμετοχή μίας πολύ “μικρής ανοικτής οικονομίας” σαν την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Ναι μεν κάθε αύξηση του πραγματικού πλούτου λόγω βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας μεταφράζεται σε αυξημένο ΑΕΠ. Αυτό είναι κάτι πολύ θετικό και δεν μπορεί να το εμποδίσει κανένας όταν και αν συμβαίνει. Πλην όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν είναι τόσο πολύ θετικό και έχει συμβεί, και συμβαίνει κατά κόρον, στην ελληνική περίπτωση. Αυτό είναι το ότι κάθε αυξημένη δαπάνη, αν δεν προέρχεται από ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού, διογκώνει το ΑΕΠ εκτός ισορροπίας-σε μία πρώτη περίοδο τουλάχιστον. Συμβαίνει έτσι διότι το ευρώ είναι απλά ένα numeraire που ουδόλως επηρεάζεται από το πως έχει χρηματοδοτηθεί η συγκεκριμένη αύξηση της δαπάνης.
Συνεπώς, χωρίς διακύμανση, δηλαδή χωρίς υποτιμητικές ή ανατιμητικές πιέσεις από την αγορά, δεν μπορεί να λειτουργήσει “διορθωτικά” για τις σχετικές τιμές στο εσωτερικό της οικονομίας. Μόνο που, αυτό ακριβώς το στοιχείο, δηλαδή η συνεχής τάση των σχετικών τιμών στο εσωτερικό μίας οικονομίας προς την διαμόρφωση “τιμών ισορροπίας”, είναι εκείνο που αποτελεί την πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση της αναπτυξιακής δυναμικής. Στην περίπτωση, λοιπόν, που η νομισματική μονάδα λειτουργεί απλά σαν numeraire, εκείνο που επηρεάζεται, σε μεγάλο βαθμό, και με καταστρεπτικό τρόπο για την ανάπτυξη τις περισσότερες φορές είναι οι σχετικές τιμές, ανάμεσα σε διάφορες ομάδες προϊόντων στο εσωτερικό της “μικρής ανοικτής οικονομίας”.
Ως εκ τούτου, για να έχουμε τις αναγκαίες, τουλάχιστον, (καθ΄ ότι όχι και ικανές) συνθήκες πραγματικής ανάπτυξης, αλλά επίσης και για να είμαστε ασφαλείς και να ξέρουμε πού περίπου πηγαίνει η χώρα και να μην είναι αναπόφευκτες μεγάλες “διορθώσεις” με τη μορφή κρίσεων υπάρχει μόνο ένας χρυσός κανόνας ο οποίος τυγχάνει και πολύ επίκαιρος τώρα που επανέρχεται η ανάγκη της δημοσιονομικής πειθαρχίας και δεν θα επιτρέπονται έκτακτες δαπάνες: η χώρα να έχει ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα ίσα ή μεγαλύτερα από τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους. Μόνο τότε θα ξέρουμε ότι η μετρούμενη ανάπτυξη του ΑΕΠ, -αν υπάρχει βεβαίως-, θα είναι πραγματική και όχι συγκυριακή που πρόκειται να “διορθωθεί” στο εγγύς μέλλον με μία κρίση.
Είναι ευτύχημα πως οι μεταμνημονιακές υποχρεώσεις μας θα μας επιβάλλουν να ακολουθήσουμε τα επόμενα έτη την “ορθή” δημοσιονομική πολιτική. Το δυστύχημα, είναι, όμως πως με την παρούσα “ενδογενή” αναπτυξιακή δυναμική οι προοπτικές δεν είναι για περισσότερο από 1-1,5% μέσο όρο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ. Και αυτό δεν είναι αρκετό. Η χώρα για να είμαστε βέβαιοι πως θα διατηρηθεί σε κατάσταση βιωσιμότητας και θα παραδοθεί ακέραια στις επόμενες γενεές χρειάζεται τουλάχιστον μία υπερδεκαετή πορεία με ρυθμούς ανάπτυξης 4 με 5%. Δυστυχώς, προς το παρόν, δεν φαίνεται κανένα τέτοιο ελληνικό οικονομικό “θαύμα” στον ορίζοντα.
Ο Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι
Πηγή: OT.gr