Είναι ιστορική και (θα έπρεπε να είναι) ιδιαίτερα διδακτική η φράση που είχε πει ο Γεώργιος Παπανδρέου τη δεκαετία του 1960 «ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι».
Γράφει ο Σταμάτης Βαρδαρός
Και πράγματι η Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήταν μια χώρα με σχεδόν εντυπωσιακούς οικονομικούς δείκτες, με μεγάλα όμως τμήματα της κοινωνίας να διαβιούν σε δύσκολες συνθήκες και τις ανισότητες να διευρύνονται.
Σήμερα, 60 χρόνια μετά, η φράση του «Γέρου της Δημοκρατίας» εξακολουθεί είναι επίκαιρη. Για κάθε λέξη γύρω από αναπτυξιακά επιτεύγματα, επενδυτική βαθμίδα, φορολογικά υπερ-έσοδα που συντηρεί η κυβέρνηση υπάρχει η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και η ακρίβεια που διαπιστώνει και κυρίως βιώνει η κοινωνία. Και δυστυχώς τις διαπιστώσεις της κοινωνίας, ή για την ακρίβεια ενός σημαντικού κομματιού της, τις επιβεβαιώνουν και κάποιοι άλλοι αριθμοί.
Όπως προκύπτει από την ετήσια έρευνα για το εισόδημα του Ινστιτούτου της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί το 2024.
Πέρα όμως από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, αξιοσημείωτες διαπιστώσεις είναι:
- Η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, το 32,9% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2023, έναντι 15,3% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 51,4% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο. Στον αντίποδα, το 30,3% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 12,1% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 57,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο. Με την υποσημείωση ότι οι δύο εισοδηματικές κατηγορίες (μέχρι και άνω των 30.000€) δεν είναι ισομεγέθεις (το 8% του συνόλου των νοικοκυριών δηλώνει εισόδημα άνω των 30.000€) παρατηρούμε ότι η συνεχιζόμενη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων φαίνεται ότι αρχίζει να λαμβάνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Και τούτο γιατί συνεχίζει να επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η πλειονότητα των νοικοκυριών δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία (51,8%). Επιπλέον, σταθερά υψηλό και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με την περσινή χρονιά είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (15%). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €. Με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά σημαντικού κομματιού της «μεσαίας τάξης».
- Η δεύτερη σημαντική επίπτωση της συνεχιζόμενης ακρίβειας αφορά στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Τα σχετικά ευρήματα είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα, καθώς φτάνει μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Σε δυσμενέστερη θέση φαίνεται ότι βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Ενώ, το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και για το 68% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €.
- Η τρίτη σημαντική επίπτωση αφορά στις ληξιπρόθεσμες οφειλές των νοικοκυριών προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) και τις τράπεζες, με πάνω από 1 στα 5 νοικοκυριά (21,7%) να δηλώνει πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Περίπου 1 στα 10 νοικοκυριά (9,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ από τα νοικοκυριά που έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο το 30% είτε καταβάλλει τις δόσεις συχνά με καθυστέρηση (20%), είτε έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες (10%).
- Τέλος, επιδεινούμενοι σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και σημαντικά υψηλοί παραμένουν οι δείκτες που αφορούν στην καθυστέρηση κάλυψης κάποιας βασικής ανάγκης, εξ αιτίας οικονομικής αδυναμίας, με σχεδόν 4 στα 10 νοικοκυριά να καθυστερούν την αναζήτηση κατάλληλης θεραπείας για κάποιο ιατρικό πρόβλημα.
Ένα άλλο μίγμα πολιτικών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι αναγκαίο, καθώς μαζί με τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και τη διεύρυνση των ανισοτήτων η διαιωνιζόμενη κρίση ακρίβειας υποκρύπτει και άλλες, πιο κρίσιμες όψεις. Την επώαση σε μερίδα της κοινωνίας πιο αντιδραστικών και λιγότερο δημοκρατικών προσεγγίσεων και εν δυνάμει πολιτικών συμπεριφορών.
Σταμάτης Βαρδαρός
Διευθυντής ΙΜΕ & ΚΕΚ ΓΣΕΒΕΕ