Πάντα με συγκινούσαν οι μεγάλοι έρωτες όταν μάλιστα είναι ανακατεμένοι με πλούσιο ταλέντο
………………………………………..
στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας πλούσιος Έλληνας βαμβακοπαραγωγός του Καΐρου που είχε παντρευτεί μια κόρη ενός βουλευτή,
γέννησαν ένα αγοράκι,
τον Κλέωνα Τριανταφύλλου
………………………………………..
σε αυτή τη μεγαλοαστική οικογένεια τηρούνταν όλα τα πρωτόκολλα όπως πχ, οτι τα παιδιά έπρεπε να μεγαλώσουν με γαλλικά και πιάνο
………………………………………..
Έτσι ο νεαρός μπήκε απο μικρός στα γαλλικά, αλλα και στη μουσική την οποία λάτρεψε
………………………………………..
Όμως ήταν άτυχος.
στο 8του μόλις χρόνια,
χάνει τον πατέρα του και έτσι η επιστροφή στην Αθήνα είναι αναπόφευκτη
………………………………………..
εκει, μπαίνει και τελειώνει τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
και σύντομα φεύγει στο Παρίσι για μεταπτυχιακό
………………………………………..
Μόνο που τον νεαρό τον έχει κερδίσει προ πολλού η τέχνη
………………………………………..
στο Παρίσι μπλέκεται με το θέατρο και τη μουσική
………………………………………..
Αρχίζει να γράφει τραγούδια στα γαλλικά και να περιοδεύει με διαφόρους θιάσους της εποχής σε όλο τον κόσμο
………………………………………..
Κάπου τότε υιοθέτησε και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Αττίκ (Attic).
………………………………………..
στα 1909 ερωτεύεται και παντρεύεται μια γαλλοπωλονέζα, με την οποία απέκτησε ένα αγόρι.
………………………………………..
η ατυχίες όμως δε σταματούν.
σε λίγους μήνες χάνει και σύζυγο και το μωρό τους
………………………………………..
ο Αττίκ διαλύεται και βυθίζεται τόσο στη θλίψη, που μόνο μετά από περίπου ενα χρόνο,
2 τεράστια μπλε, σα θάλασσες, μάτια,
τον ξυπνούν και τον επαναφέρουν
………………………………………..
Είναι τα μάτια της ηθοποιού, Μαρίκας Φιλιππίδου, ίσως της πιο ωραίας γυναίκας του μεσοπολέμου στην Αθήνα
………………………………………..
Πολύ γρήγορα παντρεύονται και περνούν τέσσερα θυελλώδη χρόνια
………………………………………..
Ήταν η εποχή που το μαγαζί του Αττίκ που το ονόμαζε “μάντρα” και που ήταν κάτι ανάμεσα σε,
Θέατρο, μουσική σκηνή και νυχτερινό μαγαζί,
γνώριζε μεγάλες δόξες
………………………………………..
η μάντρα του Αττίκ λοιπόν, την εποχή του μεσοπολέμου έζησε στιγμές δόξας και μεγαλείου.
Ήταν κάθε βράδυ το σημείο αναφοράς της πόλης
………………………………………..
η Μαρίκα Φιλιππίδου, ήταν πάντα το τιμώμενο πρόσωπο και η λατρεία που της είχε ο Αττίκ ήταν παροιμιώδης.
ειχε γράψει μάλιστα και τραγούδι για αυτή
ενα βαλς με τίτλο
“Είδα μάτια”
(το αιώνιο κόλλημα του με τα μάτια της)
………………………………………..
ομως η Μαρίκα Φιλιππίδου, μετά απο τέσσερα χρόνια, αποφασίζει να τον χωρίσει,
και να παντρευτεί τον στρατιωτικό και μετέπειτα πολιτικό, Σταμάτη Μερκούρη,
(πατέρα της Μελίνας Μερκούρη)
………………………………………..
ο Αττίκ βυθίζεται για δεύτερη φορά οχι στη θλίψη αυτή τη φορά, αλλά στην κατάθλιψη
………………………………………..
Παντρεύεται αρον αρον μια Ρωσίδα χορεύτρια, τη Σούρα, αλλά ούτε αυτό βοηθάει πολύ…
………………………………………..
τα χρόνια περνούν αλλά είναι εντελώς αδύνατον, ο Αττίκ, να ξεπεράσει τη Μαρίκα Φιλιππίδου
………………………………………..
στη μάντρα έχει σταματήσει να ερμηνευτεί το “Είδα μάτια” και η Αθήνα που τότε ήταν ένα μεγάλο χωρίο,
που τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο,
παρακολουθούσε με προσήλωση τέτοια κοινωνικά σκάνδαλα
………………………………………..
ενα βράδυ λοιπόν, η Μαρίκα Φιλιππίδου, σκάει μύτη στη μάντρα του Αττίκ, με το σύζυγο της, τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη…
το μαγαζί παγώνει
………………………………………..
το πρόγραμμα συνεχίζεται, όμως ο κόσμος, που έχει πάρει χαμπάρι τη φάση,
αρχίζει να μπιζάρει τον Αττίκ
και σχεδόν γηπεδικά να του ζητάει το “Είδα μάτια”
………………………………………..
ο Αττίκ, σηκώνεται από το πιάνο, παίρνει το ποτό του και αποσύρεται στα καμαρίνια
………………………………………..
ολοι μένουν παγωτό,
επικράτησε αμηχανία,
δεν ξέρουν τι να κάνουν, τι να πουν
………………………………………..
Όμως πριν καλα καλα συνειδητοποιήσουν τη φάση, ο Αττίκ επιστρέφει στη σκηνή…
δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά
………………………………………..
Πάει στο πιάνο, ακουμπάει το ποτό του, κάθεται και αρχίζει να τραγουδάει:
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
Ζητάτε «Είδα μάτια»
με σχίζετε κομμάτια
Σε μια παλιά πληγή
π’ ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι,
αφού καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει.
Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις.
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα ‘τανε σωστό,
αντίς άλλο πιοτό,
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
«Αφού και πέρασαν χρόνια,
εσύ τι κλαις αιώνια;
Γιατί βαρυγκωμείς;
Δεν είδαμε και μείς
Μιαν ομορφιά σα αυτη ζήση,
δεν πήραμ’ απ’τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει;».
μα, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες,
μα, ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
Κι μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά,
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι.
………………………………………..
Αυτό το υπέροχο τραγούδι, η ιστορία του, το κάνει το συγκλονιστικότερο τραγούδι του μεσοπολέμου
Όταν έρωτας και το ταλέντο σμίγουν με τόσο πόνο,
βγαίνουν αριστουργήματα
(αναδημοσίευση από το Facebook)