Άνθρωποι πίσω από πληκτρολόγια και οθόνες αφής «μιλούν», παραμένοντας στην πραγματικότητα σιωπηλοί. Οι λέξεις και τα κείμενά τους καταλήγουν σε ένα αόρατο υπολογιστικό νέφος και παραμένουν εκεί. Ο Γιάννης Κοτσιφός μέσα από τη νέα του ποιητική συλλογή κάνει ένα …οδοιπορικό στους ανθρώπινους δεσμούς που περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της γραφής.
«Όλα αυτά τα κείμενα τόσων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων, που πολλές φορές είναι κείμενα πολύ προσωπικά, γεμάτα αγωνίες, γεμάτα χαρά, λύπη και άλλα συναισθήματα, γίνονται ξαφνικά ένα αόρατο μυθιστόρημα, χωρίς αρχή μέση και τέλος, το οποίο το γράφουμε όλοι μας -εν αγνοία του ο καθένας, αλλά φυσικά κανείς δεν θα διαβάσει ποτέ ακέραιο, διότι δεν υπάρχει, ενώ ταυτόχρονα είναι και υπαρκτό» λέει ο ίδιος στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Γι’ αυτό άλλωστε η νέα του ποιητική συλλογή «Το μυθιστόρημα του δείπνου», φιλοξενεί στον τίτλο της τη λέξη «μυθιστόρημα».
«Συνειδητοποιείς δηλαδή ξαφνικά ότι μέσα σε αυτήν την ψηφιακή καταιγίδα, η γραφή -και ο ρόλος που παίζει στην επικοινωνία μας, έχει πια πάρει μία διάσταση που μετασχηματίζει τη σιωπή μας σε συμμετοχή σε ένα τέτοιο παλίμψηστο κειμένων που γράφονται από όλους και δεν καταλήγουν τελικά σε κανέναν» συμπληρώνει. Όπως υπογραμμίζει, τον εντυπωσιάζει πάρα πολύ πως σε οποιαδήποτε διαδρομή κάνουμε, ουσιαστικά έχουμε την παρακαταθήκη της γραφής για να μπορέσουμε να επικοινωνούμε ή ακόμα και για να μπορέσουμε να σιωπήσουμε.
Μέσα στα ποιήματα του Γιάννη Κοτσιφού, ο αναγνώστης μπορεί να δει ότι κυριαρχούν εικόνες, περιγραφές και στιγμιότυπα, τα οποία γίνονται αφορμές επικοινωνίας μαζί του. Με αυξημένη ποιητική ενσυναίσθηση, επισκέπτεται νοερά τόπους όπως η Στοκχόλμη, η Σκοτία, το Σεράγεβο, το Αμβούργο ή η Λισαβόνα, καταγράφοντας την απουσία της αθωότητας και της αγάπης. Το πικρό χιούμορ, η λιτότητα και η ησυχία του λόγου, του επιτρέπουν να αναδείξει λεπτές αποχρώσεις αισθημάτων. «Κάθε φορά καλούμε τον αναγνώστη να ανταμώσουμε, “να συναντηθούμε μπροστά στην πόρτα του ποιήματος”, όπως λέω σε ένα από τα ποιήματά μου, γιατί για μένα εντέλει αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της γραφής. Ότι ουσιαστικά προσκαλεί διαρκώς -άλλοτε με αμήχανο, άλλοτε με αδέξιο και άλλοτε αποφασιστικό τρόπο- τους ανθρώπους σε μία επικοινωνία, η οποία βασίζεται σε αυτό το πολύτιμο κοινόχρηστο υλικό που έχουμε: Τις λέξεις» τονίζει.
«Το μυθιστόρημα του δείπνου» φιλοξενείται σε ένα μικρό βιβλίο, το εξώφυλλο του οποίου απεικονίζει τη σκάλα που βρίσκεται στο Bourse de Commerce, στο Παρίσι, όπως ο ίδιος ο κ. Κοτσιφός αποτύπωσε σε μία φωτογραφία, μετά από μία επίσκεψή του εκεί. «Με γοητεύουν πάρα πολύ οι σπείρες, οι σκάλες και φυσικά η συγκεκριμένη, που είναι ολωσδιόλου τέχνη. Με ενδιαφέρει αυτή η περιέλιξη, που νομίζω ότι ουσιαστικά αποτυπώνει και την περιέλιξή μας γύρω από τον άξονα της γραφής, που για μένα είναι ένα από τα νήματα που διατρέχει ολόκληρη τη ζωή μου», επισημαίνει.
Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική συλλογή που εκδίδει, μετά από αυτήν με τίτλο «Ο πειρασμός της γραφής» το 2015. Ωστόσο, η σχέση του με την ποίηση είναι πολύ παλαιότερη και ξεκινά ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, οπότε και εξέδιδε -σε συνεργασία με τον Θανάση Τριαρίδη- το περιοδικό «Τα ποταμόπλοια». «Έκτοτε κράτησα μία σταθερή σχέση με την παραγωγή της ποίησης, όχι όμως πολύ πυκνή εκδοτικά. Κι αυτό γιατί δεν με ενδιαφέρει να έχω μία τακτικότητα, αλλά είναι μία υπόθεση που κατά καιρούς μου προκαλεί την ανάγκη να αποτυπωθούν και κάποια αποτελέσματα από τα περισσότερα ή λιγότερα που υπάρχουν» εξηγεί.
Παρά το γεγονός μάλιστα ότι έως σήμερα έχει επιμεληθεί με επιτυχία δεκάδες μυθιστορήματα, κάποια μάλιστα πολύ γνωστών συγγραφέων, θεωρεί ότι δεν έχει την πειθαρχία που απαιτείται για να γράψει και ο ίδιος ένα μυθιστόρημα. «Από την άλλη μεριά η ποιητική γραφή για μένα ανέκαθεν ήταν ένας ουσιαστικός τρόπος έκφρασης και νομίζω ότι εκεί που συναντιέται ίσως με τη φόρμα του μυθιστορήματος είναι κάτι που ο αναγνώστης μπορεί να το διαπιστώσει διαβάζοντας τα ποιήματα μου. Ότι προκρίνεται δηλαδή πάντοτε μία αφηγηματική διάσταση, ένα αφηγηματικό νήμα, αφού τα ποιήματά μου με έναν τρόπο αφηγούνται μικροσκοπικές ιστορίες» καταλήγει.