Η Κίνα ανακοίνωσε σήμερα ότι ο προϋπολογισμός της για την άμυνα, ο δεύτερος υψηλότερος στον κόσμο, αν και πολύ πίσω από αυτόν των ΗΠΑ, θα αυξηθεί κατά 7,2% το 2024, ρυθμό αμετάβλητο σε σύγκριση με την περασμένη χρονιά.
Το στοιχείο περιέχεται σε έγγραφο εργασίας που δόθηκε στη δημοσιότητα στο περιθώριο των ετήσιων εργασιών του κινεζικού κοινοβουλίου.
Προβλέπεται να δαπανηθούν 1,66 τρισεκ. γιούαν (231,4 δισ. δολάρια) για την άμυνα, ποσό χονδρικά υποτριπλάσιο από αυτό των στρατιωτικών δαπανών της Ουάσιγκτον.
Σε χωριστό κείμενο, επαναλαμβάνεται πως η Κίνα θα «εναντιωθεί σθεναρά» σε κάθε δραστηριότητα για την «ανεξαρτησία» της Ταϊβάν και κάθε «εξωτερική ανάμιξη» στις υποθέσεις της νήσου, που θεωρεί «εσωτερικές» της.
Πιθανόν η σημαντικότερη λεπτομέρεια στη λίγο ως πολύ τυποποιημένη ορολογία αυτή είναι η αλλαγή διατύπωσης στη φράση πως η κινεζική κυβέρνηση θα προωθήσει σθεναρά «την επανένωση της Κίνας»: λείπει το επίθετο «ειρηνική» προηγούμενων ανάλογων κειμένων.
Ο ασιατικός γίγαντας συνεχίζει την «λογική αύξηση» του αμυντικού προϋπολογισμού για να «προασπίσει την εθνική κυριαρχία του, την ασφάλειά του και τα αναπτυξιακά του συμφέροντα», εξήγησε χθες Δευτέρα ο Λου Τσιντσιέν, εκπρόσωπος της Εθνικής Λαϊκής Συνέλευσης κατά την τρέχουσα ετήσια σύνοδό της.
Οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας αυξάνονται επί δεκαετίες, γενικά με ρυθμό παρόμοιο με αυτόν της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Αντιμετωπίζονται με καχυποψία από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ινδία και τις Φιλιππίνες, όπως και άλλες χώρες, με φόντο τη διεκδίκηση από διάφορες χώρες της κυριαρχίας νησιών, νησίδων και υφάλων στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ανησυχούν την Ταϊβάν, νήσο 23 εκατ. κατοίκων που η Κίνα θεωρεί επαρχία της και επιδιώκει μια μέρα να επανενωθεί, διά της βίας αν είναι απαραίτητο, με την ηπειρωτική χώρα.
Κατά το διεθνές ινστιτούτο έρευνας για την ειρήνη με έδρα τη Στοκχόλμη (SIPRI), οι ΗΠΑ παραμένουν η χώρα με μακράν τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως, ανήλθαν σε 877 δισεκ. δολάρια το 2022. Ακολούθησαν η Κίνα (292 δισεκ.), η Ρωσία (86,4), η Ινδία (81,4), η Σαουδική Αραβία (75), η Βρετανία (68,5), η Γερμανία (55,8), η Γαλλία (53,6), η Νότια Κορέα (46,4) και η Ιαπωνία (46).